Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολογεί την εφαρμογή της «Πράσινης Συμφωνίας», ωστόσο πολλοί δυσαρεστούνται από την περιβαλλοντική και ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε.
«Πέρα από το μερίδιο ανανεώσιμων πηγών στην παραγωγή ενέργειας και τη μείωση των ρυπογόνων εκπομπών, βασικό άξονα του σχεδίου αποτελούν και οι ενεργειακές αποδόσεις των κτιρίων, τα οποία σταδιακά, έως το 2050, θα πρέπει να έχουν φτάσει όλα στην ενεργειακή κλάση Α», γράφει η Süddeutsche Zeitung.
«Όμως, από τη σκοπιά των οικονομολόγων της φιλελεύθερης αγοράς, η οδηγία για τα κτίρια είναι εξίσου περιττή με την απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης, όπου υπάρχει το μέσο της εμπορίας εκπομπών, όπως προβλέπεται ήδη στην Ευρώπη για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Ο αριθμός των πιστοποιητικών CO₂ μειώνεται σταδιακά, γι' αυτό και η τιμή των πιστοποιητικών αυξάνεται κατά την εμπορία - και αυτό είναι το κίνητρο για τη μετάβαση σε τεχνολογίες φιλικές προς το κλίμα. […]
Στην πράξη, όμως, αυτή η εμπορία εκπομπών αποτελεί ένα περίπλοκο κατασκεύασμα, όπου ορισμένες εταιρείες υποστηρίζονται από δωρεάν πιστοποιητικά ειδάλλως θα κατέρρεαν στην παγκόσμια αγορά», σχολιάζει η S.Z.
«Τώρα, προβλέπεται η δυνατότητα εισαγωγής ενός αντίστοιχου συστήματος για τη στέγαση και τις μεταφορές από το 2027, όμως πολλοί είναι επιφυλακτικοί διότι όλες οι κυβερνήσεις γνωρίζουν, ότι εάν αυξηθούν οι τιμές του πετρελαίου θέρμανσης, του φυσικού αερίου και των καυσίμων να αυξηθούν έως ότου να μην μπορεί κανείς να τις καλύψει, κάτι τέτοιο ενδέχεται να οδηγήσει σε εξεγέρσεις», καταλήγει η εφημερίδα του Μονάχου.
«Σε κάθε περίπτωση, το κράτος θα πρέπει να αμβλύνει τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται στην οικονομία και την κοινωνία, με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ και καθοδηγητικές παρεμβάσεις».
ΠΗΓΗ: DEUTSCHE WELLE