Σχεδόν 200.000 στρατιώτες έχουν πέσει στο ουκρανικό πεδίο των μαχών ή έχουν τραυματιστεί, σύμφωνα με αμερικανικές εκτιμήσεις. Αλλά τις μεγαλύτερες απώλειες έχει υποστεί η Μόσχα στην περιοχή γύρω από το Μπαχμούτ, βόρεια του Ντονέτσκ, έγραψαν την περασμένη εβδομάδα οι New York Times. Βέβαια, όλα αυτά δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν από ανεξάρτητες πηγές, ωστόσο ο αριθμός θα σήμαινε δραστική αύξηση των ρωσικών απωλειών. Μόλις στις αρχές Νοεμβρίου ο Αμερικανός στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ ανέβαζε σε 100.000 τους Ρώσους νεκρούς και τραυματίες, άρα μέσα σε 3 μήνες οι απώλειες, αν βασιστούμε σ' αυτά τα δεδομένα, έχουν τριπλασιαστεί. Πώς εξηγείται όμως αυτό; Σύμφωνα με στρατιωτικούς ειδήμονες, οφείλεται εν πρώτοις στη ρωσική τακτική στη μάχη για το Μπαχμούτ.
Δεδομένου ότι τα πυρομαχικά είναι λιγοστά, η Μόσχα βασίζει τη δύναμη πυρός περισσότερο στο πεζικό. Χωρίς να υπολογίζουν απώλειες της διαβόητης ομάδας Βάγκνερ, που στρατολογούνται στις φυλακές, επιτίθενται εναντίον θέσεων των Ουκρανών σε μικρές ομάδες και κατά κύματα. Σύμφωνα με την οργάνωση πολιτικών δικαιωμάτων «Έγκλειστη Ρωσία», μόνο 10.000 από τους συνολικά 50.000 στρατολογημένους κρατούμενους βρίσκονται ακόμη στο μέτωπο. Οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν ή λιποτάκτησαν.
Ρωσική τακτική φθοράς
Ο ίδιος ο επικεφαλής της ομάδας Βάγκερ Γεβγένι Πριγκόζιν, εκλεκτός του Πούτιν, επιβεβαίωσε έμμεσα τις μεγάλες απώλειες. «Η μάχη του Στάλινγκραντ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν τίποτα μπροστά στο Σολεντάρ», είπε πρόσφατα ο αποκαλούμενος και «μάγειρας του Πούτιν». Ίσως η σύγκριση να εξυπηρετούσε τον δικό του ναρκισσισμό, πόσο μάλλον που η μικρή αυτή πόλη βόρεια του Μπαχμούτ έπεσε στα χέρια των Ρώσων τον περασμένο Ιανουάριο. Αλλά, παρ' όλα αυτά, τα λεγόμενά του δίνουν μια εικόνα του πόσο σκληρές ήταν οι μάχες εκεί.
Την ίδια ώρα όμως, από στρατηγική άποψη δεν δικαιολογούνται οι προσπάθειες για να πέσει το Μπαχμούτ. Από τους 70.000 κατοίκους που ζούσαν εκεί πριν τον πόλεμο, μόνο 8.000 έχουν απομείνει, σύμφωνα με στοιχεία του δημάρχου Ολέξι Ρέβα. Η βιομηχανία και το σύνολο των υποδομών έχουν καταστραφεί ολοσχερώς από τις μάχες. Μέχρι το φθινόπωρο η Μόσχα ονειρευόταν την κατάληψη του Μπαχμούτ σαν ένα είδος κίνησης ώστε να περικυκλωθούν οι οικισμοί ανάμεσα στο Σλοβιάνσκ και το Κραματόρσκ. Στο βορρά, στην πολίχνη Ιζιούμ που ανήκει στην περιοχή του Χαρκόβου, οι ρωσικές δυνάμεις ήταν πανέτοιμες, αλλά μετά την ουκρανική επίθεση στο Χάρκοβο η Μόσχα αναγκάστηκε να αποσυρθεί εσπευσμένα από το Ιζιούμ και ο στόχος ακυρώθηκε.
Παρ' όλα αυτά, η Ρωσία επιμένει στην επιλογή της να συνεχίσει τις μάχες για να καταλάβει την περιοχή του Μπαχμούτ, που ελέγχεται από το Κίεβο, προφανώς ελλείψει εναλλακτικών. Από στρατηγική σκοπιά, οι επιθέσεις από τα νότια της Ζαπορίζια ή βόρεια από τη Λευκορωσία θα είχαν περισσότερο νόημα, αλλά δεν υπάρχουν δυνάμεις και επαρκή υλικοτεχνικά μέσα, όπως παρατηρεί ανάλυση του Ινστιτούτου για τη Μελέτη του Πολέμου στην Ουάσιγκτον.
Στην πραγματικότητα, ο εφοδιασμός ενός τόσο μεγάλου στρατού στη νότια Ουκρανία εμποδίζεται από το γεγονός ότι οι προμήθειες πυρομαχικών, εξοπλισμού και ανταλλακτικών πρέπει να γίνονται μέσω της χερσονήσου της Κριμαίας στη Μαύρη Θάλασσα, η οποία ως γνωστόν προσαρτήθηκε το 2014. Εδώ υπάρχουν δύο δύσκολα σημεία στα οποία παρατηρείται συμφόρηση, κατά τη διέλευση από τη ρωσική ενδοχώρα μέσω της γέφυρας της Κριμαίας και στη συνέχεια κατά την έξοδο από την Κριμαία μέσω του ισθμού του Περεκόπ. Την ίδια ώρα, οι προσπάθειες προέλασης στο Κίεβο από τα βόρεια έχουν ήδη αποτύχει μία φορά, τις πρώτες ημέρες του πολέμου. Στο Ντονμπάς, αντίθετα, οι προμήθειες γίνονται αρκετά καλά και έτσι η Μόσχα μπορεί να επιβάλει στο Κίεβο την προσφιλή της τακτική φθοράς.
Δεν έχει κριθεί ο πόλεμος ακόμη
Ένας άλλος λόγος που κάνει τη Μόσχα να επιμένει στην επίθεση στο Μπαχμούτ είναι η συμβολική σημασία που έχει αποκτήσει η πόλη για τη Μόσχα μετά από μήνες μαχών. Ήδη η πτώση της γειτονικής μικρότερης πόλης Σολεντάρ, ελλείψει ειδήσεων για επιτυχίες στο ρωσικό μέτωπο, έχει οδηγήσει σε κάτι σαν διαμάχη δικαιοδοσίας ανάμεσα στο υπουργείο Άμυνας και τους μισθοφόρους του Βάγκνερ για το ποιος εκ των δύο μπορεί να καυχιέται.
Σύμφωνα με την αντίληψη της Μόσχας, η κατάληψη του Μπαχμούτ είναι το κλειδί για την κατάληψη του Ντονμπάς, εκ των διακηρυγμένων πολεμικών στόχων του προέδρου Πούτιν. Αλλά και για την ουκρανική πλευρά το Μπαχμούτ έχει υψηλή συμβολική αξία. Ο πρόεδρος Ζελένσκι έχει διακηρύξει μόλις την περασμένη Παρασκευή: «Κανείς δεν θα εγκαταλείψει το φρούριο του Μπαχμούτ, θα πολεμήσουμε όσο μπορούμε».
Από στρατιωτική άποψη, η διατήρηση της πόλης δεν έχει νόημα εδώ και αρκετό καιρό. Οι καθημερινές απώλειες Ουκρανών υπολογίζονται σε 100 νεκρούς και τραυματίες. Τα ΜΜΕ γράφουν ότι η Ουάσινγκτον έχει ήδη συμβουλεύσει το Κίεβο να αποσυρθεί. Αλλά προφανώς δεν έχει δοθεί καμία διαταγή μέχρι στιγμής. Μετά την απόσυρση των ουκρανικών δυνάμεων από το Λισιτσάνσκ, στην περιοχή του Λουχάνσκ τον περασμένο Ιούλιο, έχει κρατήσει η νέα αμυντική γραμμή μεταξύ του Σιβέρσκ και του Μπαχμούτ στην περιοχή του Ντονέτσκ.
Μετά την παράδοση του Σολεντάρ τον περασμένο Ιανουάριο, το επόμενο σημείο αυτής της γραμμής θα εγκαταλειφθεί κατά πάσα πιθανότητα τώρα με το Μπαχμούτ. Για τον ρωσικό στρατό αυτό θα άνοιγε παράλληλα τον δρόμο προς το Σλοβιάνσκ και το Κραματόρσκ. Δεν θα ήταν όμως επιχείρηση-αστραπή. Το πιθανότερο είναι πως οι ουκρανικές μονάδες θα υποχωρούσαν παίρνοντας νέες αμυντικές θέσεις, και έτσι η αργή, αιματηρή συντριβή του ουκρανικού στρατού από τους Ρώσους θα μπορούσε να συνεχιστεί λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα. Έτσι, ο πόλεμος απέχει πολύ από το να κριθεί.
Το γεγονός ότι, όλως παρεμπιπτόντως μέσα σ' αυτή τη δύσκολη συγκυρία, ο υπουργός Άμυνας Ολέξι Ρεσνικόφ αποδυναμώνεται λόγω των σκανδάλων διαφθοράς και των φημών περί παραίτησης ή απομάκρυνσής του είναι ένα ενοχλητικό παράπλευρο θέατρο πολέμου για το Κίεβο. Στις διαπραγματευτικές ικανότητες του Ρεσνικόφ πιστώνεται, για παράδειγμα, η πρόσφατη σημαντική εξέλιξη με τις παραδόσεις οχημάτων και αρμάτων μάχης από τους δυτικούς εταίρους. Ο Ρεσνικόφ, ωστόσο, δεν ανακατεύεται στις επιχειρησιακές αποφάσεις. Τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων του στρατού έχει το γενικό επιτελείο, του οποίου εξακολουθεί να ηγείται ο Βαλερί Σαλούσνι.
ΠΗΓΗ: DEUTSCHE WELLE