Η κυβέρνηση Πούτιν πιέζει την Τράπεζα της Ρωσίας να δώσει σινιάλο αισιοδοξίας για τις προοπτικές της οικονομίας, σηματοδοτώντας ότι είναι έτοιμη να χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική της στο κλείσιμο ενός χρόνου από την εισβολή στην Ουκρανία.
Ενόψει της πρώτης συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας για το έτος την Παρασκευή, οι αξιωματούχοι επιδιώκουν να σταλεί σαφέστερο μήνυμα ότι τα επιτόκια αργότερα φέτος ενδέχεται να μειωθούν, σύμφωνα με πηγές του Bloomberg.
Η διοικήτρια Ελβίρα Ναμπιουλίνα και οι συνεργάτες της, ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν είναι πρόθυμοι να προτείνουν οποιαδήποτε χαλάρωση, εξαιτίας των κινδύνων υψηλότερου πληθωρισμού, ενώ αντιθέτως υποστηρίζουν ότι τα περιθώρια πτώσης των επιτοκίων είναι λιγοστά.
Ωστόσο, παρά την ασυνήθιστη διάσταση απόψεων για την οικονομική πολιτική, είναι ανοιχτοί σε βελτιωμένες προβλέψεις.
Το διακύβευμα είναι η κατεύθυνση της πολιτικής σε μια εποχή που η πτώση των εσόδων από το πετρέλαιο και οι αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό. Η οικονομία οδεύει για τα πρώτα συνεχόμενα χρόνια συρρίκνωσης στον 21ο αιώνα.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις της τον περασμένο Οκτώβριο, η κεντρική τράπεζα ανέμενε δείκτη αναφοράς κατά μέσο όρο 6,5%-8,5% φέτος, που σημαίνει ότι είναι δυνατές και αυξήσεις και περικοπές επιτοκίων. Οικονομολόγοι προβλέπουν ότι την Παρασκευή το βασικό επιτόκιο θα παραμείνει στο 7,5% για τρίτη συνεχόμενη φορά.
Το επίσημο κόστος δανεισμού δεν έχει αλλάξει από τότε που η κεντρική τράπεζα διέκοψε τον απότομο κύκλο νομισματικής χαλάρωσης. Τελευταία φορά τα επιτόκια μειώθηκαν τον Σεπτέμβριο.
«Εάν οι ομοσπονδιακές δαπάνες κινηθούν υψηλότερα, σύμφωνα με τις οδηγίες, και η κυβέρνηση συνεχίσει τις πωλήσεις συναλλάγματος, η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να συνεχίσει να μειώνει τα επιτόκια το πρώτο εξάμηνο του έτους», υποστηρίζει ο Alexander Isakov, Ρώσος οικονομολόγος του Bloomberg.
Με τη Ναμπιουλίνα επικεφαλής από το 2013, η κεντρική τράπεζα εξακολουθεί να λειτουργεί με υψηλό βαθμό ανεξαρτησίας. Η διοικήτρια είναι η βασική αρχιτέκτονας των πολιτικών που εν καιρώ πολέμου πέτυχαν την ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας απέναντι στις δυτικές κυρώσεις.
Ανώτεροι αξιωματούχοι, ωστόσο, έχουν επικρίνει την κεντρική τράπεζα για κακή διαχείριση των προσδοκιών της αγοράς και υπερβολικά απαισιόδοξες προβλέψεις, που συνήθως αποδεικνύονται κινδυνολογικές.
Ως απόδειξη για την έλλειψη πίεσης στο κόστος, η κυβέρνηση επισημαίνει τον διάμεσο πληθωρισμό που φιλτράρει τις ακραίες κινήσεις των τιμών και βρίσκεται γύρω στο μηδέν από τον Μάιο, μετά από την άνοδο που ακολούθησε τους πρώτους γύρους κυρώσεων.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προέβλεψαν τελευταία ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει τον στόχο του 4% το επόμενο έτος — από 5% έως 7% το 2023. Το Bloomberg εκτιμά ότι ένα σταθερότερο ρούβλι και η πιο αργή πιστωτική ανάπτυξη θα φέρουν τον πληθωρισμό των καταναλωτών κάτω από το 6% το 2023, από λίγο κάτω από 12% τον Δεκέμβριο.
Η κεντρική τράπεζα έχει επικεντρωθεί πρόσφατα στους πληθωριστικούς κινδύνους που απορρέουν από τις δαπάνες του προϋπολογισμού, την αύξηση των ονομαστικών μισθών και τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού ως αποτέλεσμα της επιστράτευσης.
Την περασμένη εβδομάδα, η πρώτη αναπληρώτρια διοικήτρια της κεντρικής τράπεζας Ξένια Γιουντάγιεβα επισήμανε την πιθανότητα να αναθεωρηθούν οι προβλέψεις ως αποτέλεσμα αλλαγών, μεταξύ άλλων, στην αγορά εργασίας και στις τιμές του πετρελαίου. Σε συνέντευξη στο Tinkoff Private Talks κράτησε πιο επιθετική στάση και υποστήριξε ότι η καταναλωτική ζήτηση είναι υποτονική όχι λόγω των υψηλών επιτοκίων, αλλά ως αποτέλεσμα της αβεβαιότητας και των διαταραχών της προσφοράς.