Οι υπεύθυνοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πλησιάζουν σε μια συμφωνία για αλλαγή των κανόνων που διέπουν δάνεια αξίας τρισεκατομμυρίων ευρώ, σε μια κίνηση που θα μειώσει κατά δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ πιθανά τραπεζικά κέρδη, ανέφεραν πηγές κοντά στη συζήτηση στο Reuters.
Οι τράπεζες της ευρωζώνης διαθέτουν μετρητά 2,1 τρισεκατομμυρίων ευρώ που εξασφάλισαν από την ΕΚΤ με εξαιρετικά χαμηλά, μερικές φορές ακόμη και αρνητικά επιτόκια, με την ελπίδα ότι κάτι τέτοιο θα βοηθήσει στην τόνωση της οικονομίας.
Αλλά μετά από μια σειρά απροσδόκητα γρήγορες και μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων, οι τράπεζες μπορούν τώρα απλώς να «σταθμεύσουν» αυτά τα μετρητά στην ΕΚΤ, κερδίζοντας χωρίς κινδύνους, κάτι που ενοχλεί καθώς εμφανίζονται σαν να «παίζουν με το σύστημα».
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εξέτασαν πέντε επιλογές σε ένα σεμινάριο νωρίτερα αυτό τον μήνα, για να αλλάξουν τους κανόνες αυτών των Στοχευμένων Πράξεων Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης (TLTRO), οι οποίες όμως θεωρήθηκαν «προβληματικές» επειδή υπήρχαν νομικά ή πολιτικά εμπόδια ή ήταν αντίθετες με άλλους στόχους πολιτικής, δήλωσαν τρεις πηγές στο Reuters, υπό τον όρο της ανωνυμίας.
Στη συνέχεια, οι πέντε επιλογές περιορίστηκαν σε τρεις και η ΕΚΤ εργάζεται για να τις βελτιώσει. «Είμαστε πολύ κοντά και μια απόφαση πρόκειται να έρθει σύντομα», είπε μια από τις πηγές, που ζήτησε να μην κατονομαστεί. «Ο απόλυτος σχεδιασμός θα πλήξει τις τράπεζες και αυτή είναι η πρόθεσή μας».
Όλες οι πηγές είπαν ότι μια απόφαση θα μπορούσε να ληφθεί στη συνάντηση των επικεφαλής της ΕΚΤ στις 27 Οκτωβρίου, επειδή δεν υπάρχει κάποιο κέρδος από την αναμονή. Ο αντίκτυπος της κίνησης υπολογίζεται σε περίπου 30 έως 40 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, είπε μια από τις πηγές, ενώ μια δεύτερη πηγή σημείωσε ότι ο αντίκτυπος θα μπορούσε να είναι πολύ υψηλότερος, εάν τα επιτόκια αυξηθούν, όπως αναμένουν τώρα οι αγορές.
Εκπρόσωπος της ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει.
Ο επικεφαλής της γαλλικής κεντρικής τράπεζας Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλχάου, ο οποίος έχει υποστηρίξει εδώ και καιρό την αλλαγή των όρων, δήλωσε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αποφύγει «άθελα κίνητρα» για την καθυστέρηση της αποπληρωμής αυτών των κεφαλαίων.
Το πρόβλημα είναι ότι το επιτόκιο καταθέσεων 0,75% της ΕΚΤ θα αυξηθεί περαιτέρω, πιθανώς κοντά στο 2% μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, και πιθανώς υψηλότερα το 2023, αφήνοντας την κεντρική τράπεζα με ένα τεράστιο δυνητικό κόστος για πληρωμή τόκων.
Οι επιλογές
Από τις τρεις επιλογές που απομένουν, η απλούστερη θα ήταν η μονομερής αλλαγή των όρων των TLTRO, έτσι ώστε τα μετρητά που σταθμεύτηκαν στην ΕΚΤ να μην επιβραβεύονται με το επιτόκιο καταθέσεων. Το όφελος είναι ότι όλες οι τράπεζες επηρεάζονται με τον ίδιο τρόπο και η ΕΚΤ δεν θα εμφανιζόταν να κάνει «διακρίσεις». Αλλά αυτή η επιλογή είναι πιθανό να δημιουργήσει ένα νομικό εμπόδιο, με τις τράπεζες να υποβάλλουν πιθανώς αγωγές.
Μια άλλη επιλογή θα ήταν τα μετρητά από TLTRO να αντιμετωπίζονται με παρόμοιους όρους με τα ελάχιστα αποθεματικά που τηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην ΕΚΤ. Για αυτά τα αποθεματικά δίνεται πλέον τόκος 0,5% κάτω από το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ.
Μια τρίτη επιλογή θα ήταν να δημιουργηθεί ένα είδος κλίμακας που θα επέτρεπε στις τράπεζες να απολαμβάνουν ευνοϊκότερες αποδόσεις έως ένα ορισμένο όριο, μετά το οποίο θα ισχύει χαμηλότερο επιτόκιο.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υποστηρίζουν ότι είναι πολιτικά απαράδεκτο οι τράπεζες να εξασφαλίζουν «απροσδόκητα» κέρδη, ενώ η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση και οι απλοί άνθρωποι υποφέρουν. Λένε επίσης ότι αυτό το είδος διευκόλυνσης δεν συνάδει με την πολιτική επιτοκίων, η οποία σφίγγεται.
Υπάρχει όμως και ένα ευρύτερο πολιτικό ζήτημα. Η πληρωμή τόκων σε αυτά τα πλεονάζοντα αποθεματικά εξαντλεί τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών, περιορίζοντας την ικανότητά τους να στέλνουν μετρητά στους εθνικούς προϋπολογισμούς, στερώντας από το κράτος ζωτικό εισόδημα.
Αυτό κινδυνεύει να δημιουργήσει πολιτική πίεση στις κεντρικές τράπεζες σε όλη την ευρωζώνη. Σε ακραίες περιπτώσεις, οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν ακόμη και να εξαντλήσουν τα δικά τους κεφάλαια, αναγκάζοντας πιθανώς τις κυβερνήσεις να τις ανακεφαλαιοποιήσουν.