Με την προσοχή στραμμένη στην πανδημία, η Βουλή συζητά για τους νέους ποινικούς κώδικες και τις τροπολογίες «της τελευταίας στιγμής», που προκαλούν αντιδράσεις στα έδρανα της αντιπολίτευσης.
Μία από αυτές, που κατατέθηκε χθες το απόγευμα και φέρει τις υπογραφές έξι υπουργών, δίνει τη δυνατότητα σε εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς να «υπηρετούν» στην Αντιπροεδρία της κυβέρνησης και στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
Σφοδρή είναι η αντίδραση (και) της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία με ανακοίνωσή της σήμερα χαρακτηρίζει τη διάταξη «αδιανόητη». Και προσθέτει: «Μέχρι σήμερα επιτρέπονταν αποσπάσεις στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για υποβοήθηση του νομοθετικού έργου. Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογητική βάση για απόσπαση στον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης, ο οποίος δεν έχει τέτοια καθήκοντα».
Όπως σημειώνουν βουλευτές της αντιπολίτευσης (σ.σ. η συζήτηση ολοκληρώνεται σήμερα με ψηφοφορία), μέχρι τώρα αυτή τη δυνατότητα για απόσπαση σε κυβερνητικούς αξιωματούχους είχαν πρώην δικαστικοί λειτουργοί, καθώς ποτέ οι εν ενεργεία δεν είχαν κληθεί να συνδράμουν επισήμως το κυβερνητικό έργο.
Η τροπολογία, που υπογράφεται από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Παναγιώτη Πικραμμένο και τους υπουργούς Κώστα Τσιάρα, Χρήστο Σταϊκούρα, Μάκη Βορίδη, Θεόδωρο Σκυλακάκη και Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, αιτιολογείται με το επιχείρημα ότι η απόσπαση δικαστικών λειτουργών είναι αναγκαία για το νομοπαρασκευαστικό έργο.
Ορίζεται δε, ότι η απόσπασή τους στην Αντιπροεδρία της κυβέρνησης και στο υπουργείο Δικαιοσύνης θα είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και θα διαρκεί ένα έτος με δυνατότητα ισόχρονων παρατάσεων. Συγκεκριμένα, ορίζεται: «Δικαστικοί λειτουργοί με βαθμό: εφέτη των πολιτικών και ποινικών και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντεισαγγελέα εφετών και ανωτέρων, καθώς και δικαστικοί λειτουργοί της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι δυνατόν να αποσπαστούν στον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Η απόσπαση αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομοπαρασκευαστικών έργων, καθώς και καθηκόντων σχετικών με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, και διαρκεί για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους, με δυνατότητα ισόχρονων παρατάσεων».
«Κατά λάθος» η άρση προστασίας μαρτύρων
Νωρίτερα, μία άλλη τροπολογία προκάλεσε αναταραχή στην αίθουσα, καθώς αφορούσε τη μη προστασία προστατευόμενων μαρτύρων, μέσω των υπό ψήφιση ποινικών κωδίκων. Κι αυτό διότι μία από τις ρυθμίσεις προέβλεπε την κατάργηση του ακαταδίωκτου όσων αποκαλύπτουν ότι δωροδόκησαν υπάλληλο, πολιτικό ή δικαστή.
Η αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν έντονη, με τους ομιλητές της να επισημαίνουν ότι η κυβέρνηση προχωρά στο «χτύπημα» του θεσμού των προστατευόμενων μαρτύρων, τη στιγμή που εκκρεμεί η κύρωση ευρωπαϊκής οδηγίας…για αυξημένη προστασία μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος. Τελικά, ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας ανακοίνωσε (χθες) ότι η ρύθμιση αποσύρεται, μιλώντας για «λάθος και παραδρομή που θα διορθωθεί».
Ο τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Θεόφιλος Ξανθόπουλος, πάντως, δεν δέχθηκε τα περί «λάθους» και δήλωσε ότι επρόκειτο για συνειδητή προσπάθεια της κυβέρνησης, «που έχει στο νου της να πλήξει τους προστατευόμενους μάρτυρες του σκανδάλου Novartis». Υπενθύμισε δε, ότι η κυβερνητική πλειοψηφία στην Προανακριτική επιτροπή της Βουλής «προσπάθησε να αποκαλύψει την ταυτότητα των μαρτύρων αλλά απέτυχε χάρη στη σθεναρή στάση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου».
Ποινικοποίηση της «διασποράς ψευδών ειδήσεων»
Η έτερη ρύθμιση (στους νέους ποινικούς κώδικες) που προκάλεσε ακόμα και την παρέμβαση της ΕΣΗΕΑ αφορά τα περί διασποράς ψευδών ειδήσεων. Στην επιστολή-υπόμνημα που απέστειλε το Δ.Σ. της Ένωσης Συντακτών στη Βουλή, τονίζεται ότι με την επιχειρούμενη τροποποίηση «ελλοχεύει ο κίνδυνος να παρεμβαίνει η Δικαιοσύνη και να περιορίζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του λόγου και την έκφραση απόψεων για ό,τι συμβαίνει γύρω μας, με την αιτιολογία ότι έτσι διασπείρονται ψευδείς ειδήσεις που προκαλούν ανησυχία στους πολίτες και κλονίζεται η εμπιστοσύνη του κοινού.
Στην πράξη, ποινικοποιείται η προσωπική άποψη και η έκφρασή της στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ή στο Διαδίκτυο, ενώ σαφώς και δεν αποτελεί είδηση αλλά προσωπική κρίση». Όπως επισημαίνει, «Η διατύπωση ‘ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες κ.λπ.’ είναι ουσιαστικά αόριστη, αφού δεν προσδιορίζεται πουθενά τι αποτελεί είδηση ικανή να προκαλέσει ανησυχία ή φόβο στους πολίτες και με ποια κριτήρια αποφασίζεται ότι έχει προκληθεί ο φόβος αυτός και η ανησυχία τους».
Υπενθυμίζει δε, ότι σύμφωνα με την παλιά διατύπωση του νόμου για την τέλεση του εγκλήματος «δεν ήταν αρκετή η διασπορά ψευδών ειδήσεων, αλλά έπρεπε από τη διασπορά αυτή να προκληθεί ανησυχία ή φόβος σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων».
Κατόπιν τούτου, οι εκπρόσωποι της ΕΣΗΕΑ ζητούν από τον υπουργό Δικαιοσύνης να αποσύρει την εν λόγω διάταξη. Προειδοποιεί μάλιστα ότι στην περίπτωση που δεν αποσυρθεί, η Ένωση Συντακτών «θα σταθεί αρωγός σε οποιονδήποτε δημοσιογράφο αντιμετωπίσει τις συνέπειες του νόμου, προκειμένου να αναδειχθεί η αντισυνταγματικότητα της εν λόγω ρύθμισης».