H ανακοίνωση των Pfizer και BioNTech πως το εμβόλιο που αναπτύσσουν από κοινού είναι περισσότερο από 90% αποτελεσματικό στην αποτροπή συμπτωματικών κρουσμάτων Covid-19 δημιουργεί ελπίδες ότι μπορεί να επανέλθει μια κάποια ομαλότητα στην καθημερινότητα. Το αποτέλεσμα που ανακοίνωσαν οι δύο εταιρείες είναι εκπληκτικό για ένα εμβόλιο πρώτης γενιάς, καθώς πολλοί δεν τολμούσαν να ελπίζουν καν για αποτελεσματικότητα άνω του 70%.
Ο Richard Hatchett, επικεφαλής του ιδρύματος CEPI, το οποίο χρηματοδοτεί έρευνες για εμβόλια κατά πανδημιών, χαρακτήρισε «τεράστια θετικά και ενθαρρυντικά» τα αποτελέσματα, προσθέτοντας πως αυξάνουν την πιθανότητα να είναι επιτυχημένα και πολλά άλλα εμβόλια που αναπτύσσονται. Αυτό έχει σημασία, γράφει ο Economist, διότι ένα εμβόλιο κατά της Covid δεν θα είναι αρκετό. Όχι μόνον επειδή το συγκεκριμένο εμβόλιο των Pfizer-BioNTech, που ονομάζεται BNT162b2, πρέπει να διατηρείται σε εξαιρετικά κρύα θερμοκρασία και η παγκόσμια διανομή του θα είναι δύσκολη, αλλά επίσης επειδή απαιτεί να χορηγηθεί σε δύο δόσεις, που θα απέχουν τρεις εβδομάδες μεταξύ τους. Πολλές κυβερνήσεις ελπίζουν να υπάρξει ένα εμβόλιο που θα μπορεί να διατηρηθεί σε θερμοκρασίες πιο κοντά σε αυτές του δωματίου και που θα μπορεί να χορηγηθεί σε μία μόνο δόση.
Υπάρχουν τρία βασικά ερωτήματα αναφορικά με το εμβόλιο, γράφει ο Economist. Το ένα είναι η έκταση στην οποία είναι αποτελεσματικό στους ηλικιωμένους, μια από τις πιο ευάλωτες στην Covid-19 ομάδες, που μπορεί να μην αντιδράσουν τόσο καλά στο εμβόλιο. Ένα δεύτερο ερώτημα είναι εάν αποτρέπει τη μολυσματικότητα, καθώς παραμένει πιθανό ένα εμβόλιο να αποτρέπει το ενδεχόμενο κάποιος να εμφανίσει συμπτώματα της Covid-19, αλλά να μην αποτρέπει την μετάδοση του ιού σε άλλους. Και τέλος, η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητά του είναι παντελώς άγνωστη.
Τα ευρήματα των Pfizer-BioNTech είναι αναμφίβολα εξαιρετικά θετικά, ενώ η Pfizer υποστηρίζει πως δεν έχουν προκύψει σοβαρά ζητήματα ασφάλειας κατά τη διάρκεια των δοκιμών που βρίσκονται σε εξέλιξη, αν και συνεχίζεται η συγκέντρωση δεδομένων για την αποτελεσματικότητα.
Εν τω μεταξύ, τις επόμενες εβδομάδες αναμένονται νεότερα και για δύο άλλα εμβόλια, αυτού που αναπτύσσει η AstraZeneca σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και αυτού της αμερικανικής εταιρείας βιοτεχνολογίας Moderna, σύμφωνα με τον Economist. Το εμβόλιο των AstraZeneca-Oxford είναι ήδη γνωστό πως προκαλεί καλή ανοσοποιητική αντίδραση στους ηλικιωμένους. Έτσι, ακόμα και αν το εμβόλιο της Pfizer δεν τα πάει τόσο καλά στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, υπάρχει πιθανότητα κάποιο εμβόλιο να καλύψει το κενό.
Εν ολίγοις, βρισκόμαστε σε απόσταση αναπνοής από την έλευση εμβολίων που θα «δαμάσουν» την πανδημία. Αλλά θα χρειαστεί χρόνος. Το επόμενο βήμα, όπως σημειώνει ο Economist, θα είναι η Pfizer να αιτηθεί έκτακτη έγκριση για το εμβόλιο στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας διαθέτει διαδικασία που επιτρέπει να χρησιμοποιούνται τέτοιες εγκρίσεις σε χώρες που δεν έχουν αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές.
Η αίτηση για το BNT132b2 θα πρέπει να περιμένει μέχρι την τρίτη εβδομάδα του Νοεμβρίου. Η Pfizer δεν θα υποβάλει αίτηση μέχρις ότου έχει συγκεντρώσει δεδομένα δύο μηνών για την ασφάλεια του εμβολίου από τους συμμετέχοντες στις σχετικές δοκιμές. Οι αρμόδιες αρχές μπορεί να εγκρίνουν τη χρήση του για ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως για παράδειγμα σε γιατρούς και νοσοκόμες νοσοκομείων, μέχρι το τέλος του έτους, εν αναμονή περαιτέρω δεδομένων για την ασφάλεια. Η ευρύτερη έγκριση μπορεί να έρθει το πρώτο τρίμηνο του 2021.
Στην αρχή, οι προμήθειες των εμβολίων θα είναι περιορισμένες, αν και η μαζική παραγωγή του BNT162b2 έχει ξεκινήσει ήδη από τον Οκτώβριο. Οι τρέχουσες προβλέψεις θέλουν να είναι διαθέσιμες 50 εκατομμύρια δόσεις εμβολίου το 2020 και 1,3 δισ. δόσεις το 2021.
Υπάρχουν, όμως, και τεράστια ζητήματα σε ό,τι αφορά τη διανομή. Όπως επισημαίνει ο Economist, ποτέ δεν έχει ξαναγίνει παγκοσμίως εμβολιασμός σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Η UNICEF θα είναι ένας από τους φορείς που θα ηγούνται της παγκόσμιας διανομής των εμβολίων κατά της Covid-19. Ο φορέας αυτός παράγει ετησίως 600-800 εκατ. σύριγγες για παιδικούς εμβολιασμούς ρουτίνας και, όπως αναφέρει, οι απαιτήσεις για την Covid πιθανότατα θα είναι τριπλάσιες ή και τετραπλάσιες. Τόσο η UNICEF όσο και ο Π.Ο.Υ. χαρτογραφούν την παγκόσμια διαθεσιμότητα ψυκτικής αλυσίδας, προκειμένου να μπορέσουν οι χώρες να λάβουν τα εμβόλια.
Πιο μακροπρόθεσμα, οι κατά 90% αποτελεσματικότητες εμβολίων θα καταστήσουν εφικτή την ανοσία της αγέλης. Αν αρκετοί άνθρωποι λάβουν τόσο αποτελεσματικά εμβόλια, τότε αυτοί στους οποίους δεν χορηγείται ή δεν μπορεί να χορηγηθεί θα είναι επίσης προστατευμένοι. Βραχυπρόθεσμα, όμως, η προτεραιότητα είναι να υπάρξει η σωστή στόχευση στη χορήγηση των εμβολίων εκεί που είναι πιο αναγκαία. Αυτό θα βοηθήσει ώστε να τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία και να διασφαλιστεί μια ταχύτερη ανάκαμψη για την παγκόσμια οικονομία.
Η αποτελεσματικότητα κατά 90% του εμβολίου δημιουργεί ένα ακόμα προβληματάκι, σχολιάζει ο Economist. Καθώς η προστασία που προσφέρει είναι σχεδόν ολοκληρωτική, θα γίνει ένα ουσιώδες εργαλείο για τους γιατρούς, τους νοσοκόμους και τους κοινωνικούς λειτουργούς, επιτρέποντάς τους να κάνουν τη δουλειά τους με λιγότερο φόβο. Πολλοί άνθρωποι σε πολλά άλλα επαγγέλματα θα νιώσουν το ίδιο, αλλά θα πρέπει να κάνουν υπομονή και να περιμένουν για να έρθει η δική τους η σειρά.
Ένα άλλο θετικό στοιχείο είναι πως η προσέγγιση mRNA που χρησιμοποιούν οι Pfizer και BioNTech δεν έχει αποδειχθεί ξανά πως είναι αποτελεσματική στους ανθρώπους. Τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από μεγάλης κλίμακας δοκιμές αυτής της τεχνολογίας σημαίνουν πως οι εταιρείες μπορούν γρήγορα και εύκολα να κάνουν μικρές τροποποιήσεις στην ακολουθία του mRNA, αλλάζοντας έτσι τις πρωτεΐνες κατά των οποίον το σώμα αναπτύσσει ανοσία. Αυτό σημαίνει πως αν προκύψουν νέα στελέχη της Covid-19, τότε μπορούν να δημιουργηθούν γρήγορα οι κατάλληλες τροποποιήσεις του εμβολίου, ώστε να περιοριστούν τα νέα στελέχη.
Είναι πιθανόν να χρειαστούν αρκετοί μήνες μετά την όποια ρυθμιστική έγκριση, για να έχουν αποτέλεσμα τα εμβόλια στην πορεία της πανδημίας, ωστόσο αυτό σηματοδοτεί την αρχή του τέλους, καταλήγει ο Economist.