Μπορεί να νιώθουμε ότι μας βολεύει αυτή η σκληρή, κατά τα φαινόμενα, κόντρα ανάμεσα στον Μακρόν και τους ισλαμιστές, με τον Ερντογάν να παίρνει οικειοθελώς τον ρόλο του «πρωταθλητή» των τελευταίων, εντούτοις η μεγάλη εικόνα είναι μάλλον διαφορετική. Διότι ο δραστικός έως και αμετροεπής σε επίπεδο δηλώσεων τρόπος με τον οποίο επέλεξε να αντιδράσει ο Πρόεδρος της Γαλλίας απέναντι στη φρικιαστική βία των εξτρεμιστών του Ισλάμ ανοίγει πολύ επικίνδυνες ατραπούς για την Ευρώπη. Κι αν «βγει το τζίνι από το μπουκάλι»*, μετά είναι ασταμάτητο...
Δεν είναι τυχαίο ότι οι Αμερικανοί, διόλου φημισμένοι γενικώς για τη διπλωματική λεπτότητα των χειρισμών τους, παρότι πρωταγωνίστησαν σε δύο μακροχρόνιους πολέμους, με άξονα την ισλαμική τρομοκρατία, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να ξεκαθαρίσουν προς κάθε κατεύθυνση πως δεν στρέφονται κατά του Ισλάμ γενικώς αλλά κατά του ισλαμικού εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας. Γι' αυτό και αποφεύγουν πάντα, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της πίστης του Ισλάμ και των ακολούθων της, δηλαδή των μουσουλμάνων.
Τα «σκίτσα» της οργής και η διάκριση μεταξύ ευσεβών και τρομοκρατών
Κατά την άποψη του υπογράφοντος, το τελευταίο διάστημα, ο κ. Μακρόν έκανε το λάθος να μπερδέψει δύο συγγενή πλην όμως όχι όμοια θέματα, με τρόπο ξεκάθαρα προσβλητικό για οιονδήποτε ευσεβή μουσουλμάνο, χωρίς να χρειάζεται να είναι εξτρεμιστής, οπαδός του «τζιχάντ».
Διότι η υιοθέτηση των σκίτσων του Charlie Hebdo για τον Μωάμεθ, εκ μέρους των επίσημων γαλλικών αρχών (μέσω της προβολής τους πάνω σε κρατικά κτήρια), όσο κι αν εμείς θεωρούμε ότι η έκδοσή τους είναι επιτρεπτή μέσα στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης, δεν παύει να αποτελεί προσβολή για μια θρησκεία που θεωρεί «ιεροσυλία» και απαγορεύει την απλή αναπαράσταση του Προφήτη, πολύ δε περισσότερο όταν αυτή είναι σατιρική και γελοιογραφική.
Η φρικιαστική βία των εξτρεμιστών που δολοφόνησαν γι' αυτά τα σκίτσα δεν καταπολεμείται, ούτε αναιρείται με την υιοθέτηση των κακόγουστων αυτών και «προβοκατόρικων», κατά την παράδοση του συγκεκριμένου εντύπου, δημιουργημάτων. Που σίγουρα, αν δεν είχαν γίνει οι αποτρόπαιες πράξεις των ισλαμιστών εξτρεμιστών, θα είχαν παραμείνει στη σφαίρα της κακογουστιάς, χωρίς να απασχολήσουν ούτε την κοινωνία της Γαλλίας ούτε βεβαίως και την Προεδρία της.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μουσουλμάνοι αποτελούν παγκοσμίως σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού (περίπου 1,8 δισ. άνθρωποι), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συλλογική ισχύ και επιρροή τους. Είναι δε εύλογο ότι η συγκεκριμένη συγκυρία, μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής και κοινωνικής δυσπραγίας, λόγω της πανδημίας, αλλά και έντονων αναταράξεων γεωπολιτικής μορφής, ουδόλως προσφέρεται για θρησκευτικές και κατ' ουσία πολιτισμικές διαμάχες, που θα μπορούσαν να έχουν ποικίλες παρενέργειες διεθνώς αλλά και ειδικώς για την Ευρώπη και πρωτίστως τη Γαλλία.
Διότι η τελευταία, συν τοις άλλοις, φαίνεται να στοχοποιείται πλέον περαιτέρω, όχι μόνο από τους εξτρεμιστές μουσουλμάνους (όπως έδειξαν οι νέες δολοφονικές επιθέσεις στη Νίκαια και την Αβινιόν) αλλά κι από πολλές μουσουλμανικές χώρες, μεταξύ των οποίων το μακρινό Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, η Ιορδανία, το Ιράν, ακόμη και η -αντίθετη στην Τουρκία- Αίγυπτος, ο ηγέτης της οποίας αναγκάστηκε και αυτός να πάρει θέση, έστω και συγκρατημένα.
Η… πάσα στον Ερντογάν και το πραγματικό πρόβλημα της Ευρώπης
Βεβαίως, ο Ερντογάν έσπευσε να αξιοποιήσει τη συγκυρία, για να εμφανιστεί ως προστάτης των απανταχού μουσουλμάνων, προκειμένου να προωθήσει τις τουρκικές φιλοδοξίες στον σουνιτικό κόσμο. Για εκείνον ήταν μια αναπάντεχη ευκαιρία να κλιμακώσει τη σύγκρουση με τη Γαλλία του Μακρόν, φορώντας τον μανδύα του υπερασπιστή στο θιγόμενο θρησκευτικό συναίσθημα των μουσουλμάνων. Το αν θα του «βγει» αυτός ο νέος κρίκος στην αλυσίδα των ενεργειών του είναι άλλο θέμα, που θα το διαπιστώσουμε προσεχώς.
Κάτω όμως από το υπερ-οικοδόμημα αυτής της υπόθεσης βρίσκεται η ουσία του θέματος, που αφορά τον πολύ μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων στη Γαλλία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης όπως η Γερμανία, που μετρούν εκατομμύρια ανθρώπους και σημαντικά ποσοστά του συνολικού πληθυσμού.
Το γεγονός ότι παραδοσιακά οι πληθυσμοί αυτοί δεν «αφομοιώνονται» στα πρότυπα των ευρωπαϊκών αξιών είναι όντως ένα πρόβλημα δυσεπίλυτο, το οποίο όμως οι αρμόδιοι εμφανίζονται να «ανακάλυψαν» με πολύ μεγάλη καθυστέρηση (παρότι γνώριζαν ότι υπήρχε περιθωριοποίηση εδώ και πολλά χρόνια) κι αφού προηγουμένως άφησαν ανεξέλεγκτες τις μετακινήσεις πληθυσμών.
Σίγουρα όμως δεν πρόκειται για πρόβλημα που πρόκειται να εξαλειφθεί, είτε με ενέργειες που κάλλιστα μπορούν να παρερμηνευθούν ως «διωγμοί» (όπως το κυνηγητό σε καταστήματα μουσουλμανικής διατροφής) κι ενδέχεται να οδηγήσουν στρώματα που κατά τεκμήριο βρίσκονται έτσι κι αλλιώς κοινωνικά και οικονομικά σε δυσχερή θέση, πλησιέστερα προς τον εξτρεμισμό.
Ειδικά δε στην περίπτωση της Γαλλίας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μουσουλμανική μειονότητα αποτελεί σε μεγάλο βαθμό κατάλοιπο ενός όχι ιδιαίτερα ένδοξου αποικιακού παρελθόντος (ποιος άραγε θυμάται τον πόλεμο της Αλγερίας και τον πρώτο πόλεμο στο Βιετνάμ;), από το οποίο ακόμη προσπαθεί η φιλική μας χώρα να ξεφύγει, διατηρώντας όμως και τις φιλοδοξίες «μεγάλης δύναμης» στη Μεσόγειο και την Αφρική.
Η «αξιακή» και η… πρακτική θεώρηση
Θα είναι δυστύχημα αν επιχειρήσουμε να λύσουμε το πρόβλημα λησμονώντας τις ευρωπαϊκές αξίες. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι η ελευθερία του ατόμου ισχύει για τους πάντες (ακόμη κι αν επιλέγουν να φοράνε μπούρκα ή να τρώνε «χαλάλ» φαγητά) και τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία (και ο σεβασμός των πεποιθήσεων, θα πρόσθετα) του άλλου. Διότι αλλιώς, τι θα μας ξεχωρίζει από εκείνους που κατακρίνουμε;
Αλλά και από καθαρά πρακτικής πλευράς, θα πρέπει να δούμε αν συμφέρει την Ευρώπη (και τη Γαλλία πρωτίστως) να ανοίξει μια αντιπαράθεση συλλήβδην με τον Ισλαμικό κόσμο, με άξονα τη θρησκεία του κι όχι την εξτρεμιστική ισλαμική τρομοκρατία.
Δεν πρέπει να ξεχάσουμε επίσης την ιστορική εμπειρία, πρόσφατη και παλαιότερη, που δείχνει ότι η προσπάθεια επιβολής των Δυτικών «αξιών», περιλαμβανομένης και της Δημοκρατίας, σε πληθυσμούς που δεν είναι κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά έτοιμοι για κάτι τέτοιο (κι ας μη μας διαφεύγει ότι μπορεί να μην είναι ποτέ έτοιμοι), κατά κανόνα καταλήγει σε παταγώδη αποτυχία.
Ακόμη λοιπόν κι αν δεχτούμε ότι στρατηγικά είναι η ώρα της αποστασιοποίησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών από το διεθνές Ισλαμικό στοιχείο, παραδεχόμενοι «ασυμβατότητα», είναι μάλλον βέβαιο ότι η τακτική Μακρόν το τελευταίο διάστημα δεν αποτελεί ούτε τον πιο διπλωματικό τρόπο έναρξης ούτε και τον πιο αποτελεσματικό. Ιδίως όταν ο «αντίπαλος» βρίσκεται εδραιωμένος και εντός των τειχών κι όταν γνωρίζουμε ότι οι εξτρεμιστές του Ισλαμισμού στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην οργή και την απελπισία, προκειμένου να στρατολογήσουν νέα μέλη στις οργανώσεις τους.
ΥΓ: Tο γεγονός ότι στο συγκεκριμένο θέμα, ο προοδευτικός Μακρόν εμφανίζεται να «φλερτάρει» με την ατζέντα της ακροδεξιάς, βρίσκοντας μάλιστα απροσδόκητους συμμάχους όπως τον Ολλανδό ηγέτη της ακροδεξιάς Γκέερτ Βίντερς(!) σκιαγραφεί ένα επίσης επικίνδυνο πολιτικό «ποτ πουρί», που αποτελεί σημείο των εξαιρετικά αβέβαιων καιρών που ζούμε. Αβέβαιων, όχι μόνο από την άποψη των «εξωτερικών εχθρών» αλλά κι από τη διαφαινόμενη αποσάθρωση των καθιερωμένων αξιών στο εσωτερικό της «φωτισμένης» Ευρώπης.
* «Εβγαλε το τζίνι από το μπουκάλι»: Αγγλοσαξονική ρήση, το νόημα της οποίας είναι ότι «ξεκίνησε κάτι που είναι ασταμάτητο».