Μητσοτάκης για Τραμπ: Σημαντικό να καθίσει πρώτα η σκόνη

«Δεν βλέπω αλλαγές στο πώς βλέπουν οι ΗΠΑ την Ελλάδα», επεσήμανε ο πρωθυπουργός σε συζήτηση με τον Ενρίκο Λέτα. Πώς τοποθετήθηκε για τις σχέσεις της υπερδύναμης απέναντι στην Ευρώπη.

Δημοσιεύθηκε: 21 Ιανουαρίου 2025 - 20:51

Load more

«Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα σύμπτωση ότι η εκδήλωση αυτή πραγματοποιείται μία ημέρα μετά την ορκωμοσία του 47ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος τυχαίνει να είναι και ο 45ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω λέγοντας ότι είναι σημαντικό να αφήσουμε να καθαρίσει το τοπίο, να διακρίνουμε αυτά που κατά τα φαινόμενα συνιστούν επανάληψη κάποιων προεκλογικών εξαγγελιών και να δούμε ποια ακριβώς θα είναι η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στην Ευρώπη», ανέφερε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης που συμμετείχε σε συζήτηση με τον πρόεδρο του Ινστιτούτου «Jacques Delors» και πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας Ενρίρκο Λέτα, στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωσε το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο. Τη συζήτηση συντόνισε η δημοσιογράφος Κατερίνα Παναγοπούλου.

Ο πρωθυπουργός απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τις εξαγγελίες του Αμερικανού προέδρου και το μέλλον των ευρωατλαντικών σχέσεων, έκανε λόγο για ένα «κάλεσμα αφύπνισης για την Ευρώπη. Τόνισε ότι «η Ευρώπη αντιμετωπίζει αυτή τη νέα πραγματικότητα, πιστεύω, πολύ πιο συνειδητοποιημένη και πολύ πιο ώριμη γεωπολιτικά. Αλλά πρέπει να επισημάνω ότι ο πρόεδρος Τραμπ είχε κάνει παρόμοιες δηλώσεις και το 2016. Τα χειρότερα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά έναν εμπορικό πόλεμο μεγάλης κλίμακας μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, αποφεύχθηκαν. Εξακολουθώ να ελπίζω ότι αυτό θα συμβεί».

Θέλησε ωστόσο να επισημάνει ότι «εάν πράγματι ισχύει ότι το νέο παγκόσμιο περιβάλλον θα μετακινηθεί περισσότερο από μια διεθνή τάξη βασισμένη σε αξίες ή κανόνες σε έναν συναλλακτικό τρόπο αντιμετώπισης των διεθνών προβλημάτων, αυτό πιστεύω ότι μας υποχρεώνει ακόμα περισσότερο να αντιμετωπίσουμε πολύ σοβαρά θέματα που έχουμε συζητήσει, θέματα που παρουσίασε ο Ενρίκο στην έκθεσή του, αλλά ιδίως το θέμα της άμυνας, όπου σαφώς πρέπει να κάνουμε πολύ περισσότερα και να κινηθούμε πιο έξυπνα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προστατεύουμε την ασφάλεια της ηπείρου μας».

Υπενθύμισε επίσης ότι επίκειται μια μια έκτακτη Σύνοδος Κορυφής που θα πραγματοποιηθεί κοντά στις Βρυξέλλες στις 3 Φεβρουαρίου, αφιερωμένη σε αυτό το θέμα. «Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτές οι εκλογές είναι πράγματι ίσως το τελευταίο εφαλτήριο που χρειαζόμασταν για να περάσουμε από τα λόγια στις πράξεις. Με τον όρο ‘πράξεις', δεν εννοώ απαραίτητα μια συγκρουσιακή στάση απέναντι στις ΗΠΑ. Είμαστε παραδοσιακά σύμμαχοι. Μας συνδέει η ιστορία. Έχουμε πολεμήσει μαζί σε παγκόσμιους πολέμους. Εννοώ ότι αυτή η ισχυρή εταιρική σχέση δεν πρόκειται να ακυρωθεί, είμαι πολύ αισιόδοξος γι' αυτό. Αλλά πρέπει να διερευνήσουμε εάν «η τέχνη της συμφωνίας» αφορά λύσεις που θα είναι επωφελείς για όλους, τότε ακριβώς αυτές οι λύσεις που θα είναι οριζόντια επωφελείς πρέπει να διερευνηθούν».

Σε ερώτηση σχετικά με τον ρόλο την Ελλάδας στις ευρωατλαντικές σχέσεις και την πιθανή αύξηση των αμυντικών δαπανών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε: «Πρώτα απ' όλα, επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν άριστες σχέσεις. Δεν πιστεύω ότι η σχέση αυτή υπήρξε ποτέ καλύτερη από ό,τι τα τελευταία πέντε χρόνια. Έχουμε υπογράψει μια συνολική συμφωνία για την ασφάλεια και την αμυνα. Η σχέση μας υπερβαίνει κατά πολύ την άμυνα και την ασφάλεια. Έχουμε δει αυξημένο ενδιαφέρον από αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας να επενδύσουν στην Ελλάδα. Φυσικά, έχουμε παραδοσιακά πολύ ισχυρούς πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς δεσμούς. Βλέπουμε μεγάλο ενδιαφέρον από αμερικανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα να έρθουν και να συνεργαστούν με τα δημόσια πανεπιστήμιά μας. Πρόκειται για μια πολύ ισχυρή και, πιστεύω, ανθεκτική σχέση.

Ασφαλώς, είχα την τιμή να μιλήσω και να απευθυνθώ σε κοινή συνεδρίαση των δύο σωμάτων του Κογκρέσου. Γνωρίζουμε ότι έχουμε πολύ ισχυρούς δεσμούς στη Ουάσιγκτον, τόσο στο Ρεπουμπλικανικό όσο και στο Δημοκρατικό Κόμμα. Πρόκειται για μια πολύ ισχυρή εταιρική σχέση και δεν αναμένω οποιαδήποτε αλλαγή όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ βλέπουν την Ελλάδα όσον αφορά στη διμερή σχέση. Αλλά, βέβαια, πιστεύω ότι είναι επίσης σημαντικό να εξετάσουμε τη σχέση μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες όχι απλώς μέσα από το διμερές πρίσμα, αλλά να βεβαιωθούμε ότι μπορούμε να καταλήξουμε σε μια ενιαία προσέγγιση όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα συνομιλήσουμε με τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Νομίζω ότι ο πρόεδρος Τραμπ το 2017 ή το 2018 -δεν είμαι σίγουρος πότε ήταν, ήταν πριν αναλάβω, πριν αποκτήσω το προνόμιο να ηγηθώ της χώρας-, απευθύνθηκε στους καθήμενους στο τραπέζι της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ και κυριολεκτικά μίλησε ευθέως για κάθε χώρα, τονίζοντας ότι οι περισσότερες από αυτές δεν δαπανούσαν το 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα.

Θεωρώ ότι είχε δίκιο. Η αλήθεια είναι ότι η ευρωπαϊκή ήπειρος, και σίγουρα ορισμένες από τις μεγάλες χώρες, έχουν επιδείξει ιδιαίτερο εφησυχασμό όσον αφορά στην ανάθεση των εγγυήσεων για την ασφάλειά μας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Χωρίς η Ευρώπη να επωμίζεται το κόστος και να αναλαμβάνει το μερίδιο που μας αναλογεί.

Αυτό έγινε. Αυτό είναι πλέον παρελθόν. Αυτό δεν θα είναι πλέον αποδεκτό. Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι το 2% για το ΝΑΤΟ θα αποτελέσει επίσης παρελθόν. Πιστεύω ότι θα συμφωνήσουμε σε ένα υψηλότερο όριο. Δεν ξέρω ποιο θα είναι αυτό. Δεν θα είναι το 5%, αλλά θα είναι σίγουρα υψηλότερο από το 2%.

Η Ελλάδα προσεγγίζει αυτή τη συζήτηση, πιστεύω, από μια θέση ισχύος, διότι ήδη δαπανούμε πάνω από το 3% του ΑΕΠ μας για την άμυνα. Παραδοσιακά δαπανούμε περισσότερο από 2% λόγω των ιδιαίτερων γεωπολιτικών ανησυχιών που έχουμε όσων αφορά τη γειτονιά μας, πράγμα που σημαίνει ότι, επίσης σε σύγκριση με άλλες χώρες, δεν επωφεληθήκαμε ποτέ από το μέρισμα ειρήνης που εκμεταλλεύτηκαν πολλές χώρες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όταν και είχαν την πολυτέλεια να δαπανούν 1% για την άμυνα και να διοχετεύουν το υπόλοιπο των αμυντικών δαπανών σε όλες τις άλλες πολιτικές. Εμείς δεν είχαμε ποτέ αυτό το πλεονέκτημα.

Θα πρέπει, λοιπόν, να ξοδέψουμε περισσότερα σε εθνικό επίπεδο και στη συνέχεια θα πρέπει να δούμε πώς θα ξοδέψουμε περισσότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

Τόνισε στη συνέχεια ότι ένα θέμα που θα θέσει ξανά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι «πώς θα τροποποιήσουμε τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να αποκτήσουμε μεγαλύτερη ευελιξία για δαπάνες στον τομέα της άμυνας. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω τι εννοώ. Εάν μια χώρα όπως η Ελλάδα υπερβαίνει σήμερα το σημείο αναφοράς για τις δαπάνες της επειδή δαπανά περισσότερα για την άμυνα, θα μπει στις διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος. Πιθανότατα, αφού λάβει χώρα αυτή η διαδικασία, θα λάβουμε το πράσινο φως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διότι υπάρχει ειδική εξαίρεση όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες. Το πρόβλημα είναι ότι πολλές χώρες δεν μπορούν να αντέξουν να περάσουν από αυτή τη διαδικασία.

Η πρότασή μου είναι πολύ απλή: η ιδέα είναι αυτό που θα συνέβαινε εκ των υστέρων, Ενρίκο, να συμβεί εκ των προτέρων. Θα πρέπει να έχουμε περισσότερο δημοσιονομικό χώρο αυστηρά για επενδύσεις στην άμυνα, πάνω από το σημείο αναφοράς των δαπανών, προκειμένου να ενθαρρύνουμε τις χώρες να δαπανούν περισσότερα για την άμυνα. Αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, ο ταχύτερος τρόπος για να ενθαρρύνουμε τις χώρες να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Θα πρέπει να είναι ένα λογικό νούμερο, διότι όλοι γνωρίζουμε ότι και εμάς μας παρακολουθούν οι αγορές και δεν θέλουμε να θέσουμε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική μας θέση».

Και υπογράμμισε: «στη συνέχεια, βέβαια, το επόμενο ερώτημα θα είναι: εντάξει, οι εθνικοί προϋπολογισμοί θα κάνουν ό,τι μπορούν, αλλά χρειαζόμαστε ένα ευρωπαϊκό ταμείο που θα χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκά χρήματα για να ξοδεύουμε για την άμυνα; Η απάντησή μου είναι «ναι» και στο δεύτερο ερώτημα. Αν το κάναμε μια φορά, με το ‘NextGenerationEU' μετά τον COVID, ήμασταν τολμηροί, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι βρισκόμαστε σε ένα γεωπολιτικό σημείο καμπής με τον πόλεμο στην Ουκρανία να βρίσκεται σε εξέλιξη και με αβεβαιότητα όσον αφορά τη φύση της διατλαντικής σχέσης. Αν δεν το κάνουμε τώρα, δεν νομίζω ότι θα συμβεί ποτέ. Και είμαι βέβαιος ότι αυτή η συζήτηση θα ξεκινήσει σοβαρά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 3 Φεβρουαρίου».

Ερωτηθείς σχετικά με την άνοδο κομμάτων της άκρας δεξιάς και τη συζήτηση για την woke ατζέντα, ο πρωθυπουργός ανέφερε: «Ναι, τυχαίνει να πιστεύω ότι υπάρχουν δύο φύλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Αυτή είναι η προσωπική μου άποψη, αυτό υπαγορεύει η βιολογία.

Κάθε χώρα, ωστόσο, είναι διαφορετική. Έχουν δοθεί διάφορες εξηγήσεις σχετικά με την ηχηρή επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία. Σίγουρα -το έχω σχολιάσει αυτό- οι ακραίες θέσεις του ρεύματος woke (wokism) στις ΗΠΑ είχαν ως αποτέλεσμα το εκκρεμές να ταλαντεύεται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θα ήθελα να επισημάνω ότι αυτές οι ακραίες θέσεις, οι οποίες είναι, πιστεύω, ευρέως διαδεδομένες στις φιλελεύθερες πανεπιστημιουπόλεις των κορυφαίων αμερικανικών πανεπιστημίων, δεν έχουν εμφανιστεί στην Ευρώπη. Δεν πιστεύω ότι έχουμε αυτό το πρόβλημα στην Ευρώπη για να δικαιολογήσουμε μια αντίδραση εναντίον αυτής της συγκεκριμένης ατζέντας. Αυτό ήταν πρωτίστως ένα φαινόμενο στις ΗΠΑ.

Όσον αφορά την Ελλάδα, πιστεύω ότι αποδείξαμε ότι μπορεί να υπάρξει μια ισχυρή κεντροδεξιά συμμαχία που ωθεί τα περιθωριακά κόμματα σε αυτό που θα έπρεπε να είναι ο φυσικός τους χώρος, δηλαδή να είναι μικρά κόμματα χωρίς βαθύ αποτύπωμα στον δημόσιο διάλογο.

Φυσικά, όπως επισήμανε ο Ενρίκο, είμαστε σήμερα μία από τις λίγες απόλυτα σταθερές πολιτικά ευρωπαϊκές χώρες. Η σταθερότητα είναι ένα πολύ πολύτιμο «νόμισμα» στον σημερινό κόσμο. Είναι αυτό που μας επιτρέπει να εφαρμόσουμε γρήγορα το εκλογικό μας πρόγραμμα, να μην χάνουμε χρόνο σε συζητήσεις στο πλαίσιο μιας κυβέρνησης συνεργασίας».

Πρόσθεσε ότι «ο Ενρίκο Λέτα ορθά επισήμανε ότι ο τρικομματικός συνασπισμός, όπως αυτός στη Γερμανία, ήταν μια ‘συνταγή αδράνειας', η οποία τελικά οδήγησε την κυβέρνηση στην πτώση. Συνεπώς, το να έχεις μια μονοκομματική κυβέρνηση με κοινοβουλευτική πλειοψηφία, σε αυτόν τον κόσμο όπου πρέπει να ληφθούν γρήγορες αποφάσεις και όπου η Ελλάδα έχει πραγματικά αρχίσει να υλοποιεί ένα σχέδιο για να φτάσει την υπόλοιπη Ευρώπη, κατά τη γνώμη μου αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα.

Όταν συζητούμε με ξένους επενδυτές, η πολιτική -και όχι μόνο η οικονομική- κατάσταση μιας χώρας είναι ίσως εξίσου σημαντική με τη συνολική δημοσιονομική σταθερότητα, ώστε να γνωρίζουν ότι υπάρχει προβλεψιμότητα και να γνωρίζουν ποιος είναι ο συνομιλητής τους σε κάθε βήμα μιας πιθανής σημαντικής επένδυσης».

Όπως τόνισε ο πρωθυπουργός, «αναμφίβολα, λοιπόν, υπάρχει μια τάση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ προς αυτό που αποκαλούμε ‘σκληρή' δεξιά ή ‘εξτρεμιστική' δεξιά. Πιστεύω ότι στην Ελλάδα καταφέραμε να την περιορίσουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων που ψηφίζουν κόμματα τα οποία βρίσκονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά αυτά τα κόμματα, κατά τη γνώμη μου, εξακολουθούν να είναι κόμματα που βρίσκονται στο περιθώριο. Σίγουρα δεν αποτελούν μέρος και δεν θα αποτελέσουν μέρος οποιασδήποτε δυνητικής άσκησης οικοδόμησης συνασπισμού στο μέλλον.

Αυτό δεν συμβαίνει στην Αυστρία, όπου η ακροδεξιά ηγείται τώρα του συνασπισμού για τη διακυβέρνηση της χώρας. Παλαιότερα ήταν ο μικρός εταίρος του συνασπισμού, τώρα, η ακροδεξιά στην Αυστρία είναι ο μεγαλύτερος εταίρος του συνασπισμού. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί στην Ελλάδα».

Η επόμενη ερώτηση αφορούσε την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα στην Ευρώπη με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να επισημαίνει: «Να προσθέσω κάτι σε αυτό που είπε ο Ενρίκο, το οποίο θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό: πρέπει ξεκάθαρα να αναμορφώσουμε τους κανόνες μας σχετικά με τον ανταγωνισμό. Σχεδιάστηκαν σε μια εποχή που μας απασχολούσε κυρίως ο εσωτερικός ευρωπαϊκός ανταγωνισμός. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι ήταν δύσκολο για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις να συγκροτήσουμε μεγάλους παίκτες που θα μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικοί σε αυτό το πολύ σκληρό παγκόσμιο περιβάλλον.

Πιστεύω ότι αυτό το έχει συνειδητοποιήσει και η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αναμένω γρήγορα πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, θα πρέπει να γίνει στον τομέα της άμυνας. Δεν μιλάμε μόνο για το πόσα χρήματα θα διαθέσουμε, αλλά και για να διασφαλίσουμε ότι θα έχουμε μεγαλύτερους και πιο αποτελεσματικούς παίκτες που θα μπορούν να διαμορφώσουν τα βέλτιστα πρότυπα και να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας.

Επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε ένα άλλο σημείο, το οποίο θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό, διότι αναφέρθηκε στην έκθεση του Enrico. Είναι αυτό που αποκαλούμε ‘28ο καθεστώς', η ιδέα να υπάρχει ένα νομικό καθεστώς, ιδίως για νεοσύστατες εταιρείες, για τις νεοφυείς επιχειρήσεις, που θα τους επιτρέπει να λειτουργούν και στις 27 ευρωπαϊκές χώρες.

Αυτό θα άλλαζε πραγματικά τους όρους του παιχνιδιού, διότι όταν απευθυνόμαστε στις νεοφυείς επιχειρήσεις μας και τους λέμε «μα έχετε μια αγορά 450 εκατομμυρίων πελατών», αυτό είναι αρκετά συχνά μια οφθαλμαπάτη. Δεν είναι αλήθεια, διότι ακόμα πρέπει να ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα, να παίρνουν διαφορετικές άδειες στο κάθε κράτος μέλος.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι νεοφυείς επιχειρήσεις δεν είναι τόσο επιτυχημένες στην Ευρώπη και πολλές επιλέγουν να μετακομίσουν στις ΗΠΑ, είναι ακριβώς το γεγονός ότι δεν έχουν πραγματικά πρόσβαση σε μια ενιαία αγορά 450 εκατομμυρίων πελατών.

Τώρα, όσον αφορά τον ρόλο της Ελλάδας στην Ευρώπη, πιστεύω ότι προσπαθήσαμε πολύ σκληρά να αφήσουμε πίσω μας -και νομίζω ότι το καταφέραμε- τα χρόνια όταν η Ελλάδα θεωρούνταν μια χώρα που ασχολείται μόνο με τα δικά της προβλήματα και επιβαρύνει την Ευρωπαϊκή Ένωση με τις δικές της εσωτερικές αποτυχίες. Αυτή η περίοδος είναι για τα καλά πίσω μας. Πιστεύω ότι στόχος μας ως κυβέρνηση είναι να διαδραματίσουμε έναν ουσιαστικό και εποικοδομητικό ρόλο στην ευρύτερη ευρωπαϊκή συζήτηση. Αυτό είναι πάντα αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε, αυτό που προσπαθώ να κάνω εγώ στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αυτό που προσπαθούν να κάνουν οι υπουργοί στις συνεδριάσεις των Συμβουλίων τους.

Θεωρώ ότι αυτή είναι, να το επαναλάβω, πραγματικά μια εποχή για τολμηρές ιδέες και τολμηρές πρωτοβουλίες. Διανύω τώρα τον έκτο χρόνο συμμετοχής μου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οπότε αποτελώ πλέον έναν από τους πιο έμπειρους ηγέτες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ισχυρό και ικανό να σφυρηλατεί τέτοιου είδους συναινέσεις. Για παράδειγμα, μιλούσα για την άμυνα πριν από δύο χρόνια, τότε ουδείς άκουγε πραγματικά. Αλλά τώρα η συζήτηση αρχίζει να έχει μεγάλη δυναμική.

Πρέπει επίσης να έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι στην Ευρώπη σπάνια τα πράγματα κινούνται με εντελώς γραμμικό τρόπο. Μπορεί να υπάρχουν περίοδοι όπου δεν συμβαίνουν πολλά, όπου συζητάμε και συζητάμε και συζητάμε. Για παράδειγμα, η ένωση κεφαλαιαγορών, ένα άλλο θέμα που έχει επισημανθεί τόσο από τον Enrico όσο και από τον Mario Draghi στην δική του έκθεση. Δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε τις κεφαλαιαγορές των ΗΠΑ, διότι οι κεφαλαιαγορές μας είναι εντελώς κατακερματισμένες. Δεν είναι ότι δεν έχουμε αποταμιεύσεις, έχουμε αποταμιεύσεις ύψους 1,2 τρισεκ. ευρώ, αλλά κάθε χρόνο 300 δισ. ευρώ αποταμιεύσεων μετακινούνται κυρίως προς τις ΗΠΑ. Η ένωση κεφαλαιαγορών είναι απολύτως επιβεβλημένη προκειμένου να δημιουργηθεί η δυναμική που χρειαζόμαστε».

Υπογράμμισε επίσης: «Θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου πολλές από αυτές τις συζητήσεις πρέπει να μετουσιωθούν σε τολμηρές αποφάσεις. Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε ώστε να συμβάλλουμε σε αυτό. Ασφαλώς, φοράμε δύο «καπέλα». Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο φοράμε το εθνικό μας καπέλο, αλλά και το ευρωπαϊκό μας καπέλο. Όταν φοράμε το ευρωπαϊκό σας καπέλο, όλοι μας πρέπει, μερικές φορές, να κάνουμε μικρούς συμβιβασμούς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα, σε κάποιες περιπτώσεις, για τις μεγαλύτερες χώρες.

Τελευταίο σημείο: η ανάμνηση των πέντε ημερών που διαπραγματευτήκαμε το ‘NextGenerationEU' είναι ακόμη πολύ ζωντανή. Τρεις ή τέσσερις μήνες πρωτύτερα η Γερμανία ήταν κάθετα αντίθετη, μέχρι που τάχθηκε υπέρ. Κάποια στιγμή, και γι' αυτό νομίζω ότι είχατε δίκιο όταν είπατε ότι ίσως η εκλογή Trump συνιστά αυτό το σημείο καμπής, είναι ίσως, ας το αποκαλούμε έτσι, ‘μια στιγμή COVID από γεωπολιτικής άποψης', όταν κάτι σημαντικό συμβαίνει και συνειδητοποιούμε ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε τα πράγματα με τον τρόπο που τα κάναμε μέχρι τώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμούμε το γεγονός ότι τα τελευταία πέντε χρόνια συνέβησαν σημαντικά πράγματα στην Ευρώπη, αλλά σαφώς δεν ήταν αρκετά».

Ερωτηθείς σχετικά με την Πράσινη Συμφωνία και την επίδρασή της στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, ο πρωθυπουργός σημείωσε:

«Αν πραγματικά υποφέρετε από αϋπνία, μπορείτε επίσης να διαβάσετε την έκθεση Ντράγκι. Αλλά, πράγματι, και οι δύο εκθέσεις είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσες. Θα μπορούσα να μιλάω για ώρες πάνω σε αυτό το θέμα, αλλά επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να εστιάσω την απάντησή μου.

Τι είναι η πράσινη μετάβαση; Μια προσπάθεια να μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και να φτάσουμε σε ουδέτερο ισοζύγιο έως το 2050. Γιατί το κάνουμε αυτό; Επειδή θέλουμε να συμβάλουμε στη γενικότερη προσπάθεια να διασφαλίσουμε ότι η θερμοκρασία δεν θα αυξηθεί σε επίπεδο όπου η ζωή στον πλανήτη μας θα γίνει ανυπόφορη. Μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα μόνοι μας; Ασφαλώς όχι, διότι αντιπροσωπεύουμε μόνο το 6% ή, νομίζω, το 7% των παγκόσμιων εκπομπών.

Πρέπει να εφαρμόσουμε την πράσινη μετάβαση με ρυθμό που θα καταστρέψει τη βιομηχανία μας, θα την καταστήσει λιγότερο ανταγωνιστική και θα την επιβαρύνει με περιττές ρυθμίσεις; Η απάντηση, και πάλι, είναι σαφώς όχι, μολονότι κάποια στιγμή υπήρξε ο κίνδυνος να στείλουμε μηνύματα στην αγορά ότι αυτή ήταν η πρώτη προτεραιότητά μας και ίσως ήμασταν υπερβολικά βολονταριστές στη σκέψη μας, με την έννοια ότι «αν το κάνουμε εμείς, όλοι θα μας ακολουθήσουν» και «θα είμαστε πρωτοπόροι» προς ένα πολύ λαμπρότερο μέλλον. Αποδείχθηκε ότι ο κόσμος είναι πιο περίπλοκος από αυτό.

Πιστεύω ότι σήμερα ο διάλογος αφορά ότι, ναι, πρέπει να γίνει η πράσινη μετάβαση, αλλά με ρυθμό και τρόπο που να μην καταστρέφει την ανταγωνιστικότητά μας και να μην πλήττει τους λιγότερο προνομιούχους. Έχετε απόλυτο δίκιο. Αυτή ακριβώς είναι η νέα ισορροπία που πρέπει να βρεθεί, ιδίως όσον αφορά στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Πολλές από αυτές τις οδηγίες για τη βιωσιμότητα είναι απλώς υπερβολικά επαχθείς, όχι μόνο για τις μικρές εταιρείες αλλά και για τις μεγαλύτερες εταιρείες, πρέπει να επαναξιολογηθούν. Η Ursula von der Leyen έχει δεσμευτεί για ένα πολύπλευρο νομοθέτημα που θα αντιμετωπίσει και θα προσπαθήσει να μειώσει τις περιττές ρυθμίσεις κατά 25%.

Με αυτά τα δεδομένα, όταν μιλάμε για την πράσινη μετάβαση, ο βασικός μοχλός είναι η ενέργεια. Η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη υπήρξε ηγέτης στην καθαρή ενέργεια, όχι απαραίτητα ο ηγέτης που προσδοκούσα στην καθαρή τεχνολογία, διότι μας έχουν ξεπεράσει άλλοι, ιδίως οι Κινέζοι. Αλλά, και πάλι, όταν μιλάμε για πράσινη ενέργεια, αιολική και ηλιακή ενέργεια, το τελικό αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι χαμηλότεροι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος. Ο καταναλωτής πρέπει να δει ότι υπάρχει σαφές όφελος από αυτό. Αυτό δεν συμβαίνει ακόμη για πολλούς λόγους, αλλά ένας από αυτούς τους λόγους είναι επειδή η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη είναι εντελώς κατακερματισμένη, αν όχι διαλυμένη», τόνισε.

Είπε επίσης ότι «υπό κανονικες συνθήκες, θα θέλατε να βλέπετε την ηλεκτρική ενέργεια να ρέει σε όλη την Ευρώπη και η φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια να φτάνει σε εκείνους που την χρειάζονται πραγματικά. Ο λόγος για τον οποίο δεν συμβαίνει αυτό είναι επειδή δεν έχουμε πραγματικά μια ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και επειδή έχουμε τεράστια προβλήματα με τα δίκτυά μας. Αυτό επισημαίνεται και από τον Μάριο Ντράγκι. Πρόκειται για ένα ακόμη ευρωπαϊκό δημόσιο αγαθό που θα μας ωφελήσει όλους. Αλλά κανείς δεν κάνει τον σχεδιασμό κοιτάζοντας την Ευρώπη ως σύνολο. Κοιτάμε ίσως τους γείτονές μας, αλλά κανείς δεν κοιτάζει τη μεγάλη εικόνα, τι ακριβώς θα ωφελήσει την Ευρώπη στο σύνολό της. Αυτή είναι ακόμα μια μεγάλη πρόκληση που θα αντιμετωπίσουμε.

Το τελευταίο μου σημείο σχετικά με την πράσινη μετάβαση είναι ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε την προσαρμογή. Έχουμε επενδύσει πολλά χρήματα στον μετριασμό των επιπτώσεων. Αν δείτε το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (NextGenerationEU), για παράδειγμα, έχουν δρομολογηθεί νέα προγράμματα προσαρμογής κατοικιών ή αλλαγής των συστημάτων θέρμανσης. Πρόκειται για μια τυπική σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε μικρή κλίμακα. Ένα οικονομικό κίνητρο από την Ευρώπη για να προσθέσετε στις δικές σας δαπάνες προκειμένου να αναβαθμίσετε το σπίτι σας και να το κάνετε πιο ενεργειακά αποδοτικό.

Αλλά η προσαρμογή είναι αυτή τη στιγμή το πρόβλημα για το οποίο δεν μιλάμε πραγματικά. Η κλιματική αλλαγή, όμως, είναι ήδη εδώ. Είδατε τι συνέβη στην Καλιφόρνια. Πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στην πολιτική προστασία. Πρέπει να ξανασκεφτούμε τον τρόπο που κατασκευάζουμε, που σχεδιάζουμε τις πόλεις μας.

Φυσικά, πρέπει επίσης να έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι υπάρχουν σήμερα κίνδυνοι έναντι των οποίων δεν μπορεί να βρεθεί ασφάλιση. Αυτό συνέβη στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη, συνήθως, είναι η κυβέρνηση που είναι ο ‘ασφαλιστής έσχατης ανάγκης', που θα παρέμβει και θα πληρώσει. Αλλά για πόσο καιρό και για ποιους τύπους καταστροφών; Διότι γνωρίζουμε ότι οι τάσεις στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα δεν πρόκειται να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη.

Αν με ρωτάτε, είμαι αισιόδοξος ότι σε 20, 30 χρόνια αυτό το πρόβλημα θα έχει λυθεί; Ναι, επειδή είναι διαθέσιμα σημαντικά ιδιωτικά κεφάλαια που κατευθύνονται σε καθαρές τεχνολογίες, ώστε είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν λύσεις εκεί έξω που δεν γνωρίζουμε ακόμη, αλλά θα βρεθούν. Το πρόβλημα είναι τι θα συμβεί μεταξύ του σήμερα και του 2040 ή του 2050, όταν και οι λύσεις θα είναι ξεκάθαρες. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πρέπει να τηρούμε ουδέτερη στάση έναντι των διάφορων τεχνολογιών. Είναι μεγάλο λάθος αυτή τη στιγμή να λέμε: ‘Αυτό είναι λάθος, αυτή η τεχνολογία είναι καλή, αυτή η τεχνολογία είναι κακή'».

Ο πρωθυπουργός είπε στο σημείο αυτό ότι είναι πολύ απογοητευμένος από το γεγονός ότι «μερικές φορές, ακόμα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιμετωπίζουμε το φυσικό αέριο ως κάτι φρικτό. Ναι, αλλά απαλλαγήκαμε από τον άνθρακα, ο οποίος είναι πολύ χειρότερος από το φυσικό αέριο. Όλοι, όμως, γνωρίζουμε ότι θα χρειαζόμαστε το φυσικό αέριο για τα επόμενα 30 έως 40, ίσως 50 χρόνια. Αν χρειαζόμαστε το φυσικό αέριο για τα επόμενα 30 με 40 χρόνια, τότε πρέπει να γίνουν και κάποιες επενδύσεις στο φυσικό αέριο. Εμείς, για παράδειγμα, πήραμε την απόφαση να αναθέσουμε σε δύο μεγάλες αμερικανικές εταιρείες να αναζητήσουν κοιτάσματα φυσικού αερίου, επειδή δεν θέλουμε να εξαρτόμαστε από χώρες όπως η Ρωσία, οι οποίες μπορεί να μας προκαλέσουν μεγάλους γεωπολιτικούς «πονοκεφάλους» και μας κοστίζει μια περιουσία η εισαγωγή του φυσικού αερίου.

Θα πρότεινα περισσότερο ρεαλισμό και καλύτερη κατανόηση του τι πραγματικά συμβαίνει. Να μην θέτουμε πολύ αυστηρούς κανόνες. Να αφήσουμε τις χώρες να επιλέξουν τον δικό τους δρόμο, τις δικές τους τεχνολογίες. Να εξετάσουμε το τελικό αποτέλεσμα και όχι να προσδιορίζουμε τα πάντα στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, το τι ακριβώς θα πρέπει να κάνουμε», είπε ολοκληρώνοντας τις τοποθετήσεις του ο πρωθυπουργός.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ

Load more

Δείτε επίσης

Load more

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.



Πολιτική Cookies
& Προστασία Προσωπικών Δεδομένων