Η ντρίπλα του Κυριάκου Μητσοτάκη στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας μας έβαλε στο ίδιο (πολιτικό) έργο θεατές με αλλαγές στο cast.
Το Μαξίμου βγάζει από το ντουλάπι το σήριαλ “με ποιους θα συγκυβερνήσετε” και “θα κάνετε κυβέρνηση της δραχμής” (!), αλλά αυτή τη φορά ασκεί το πρέσινγκ στο ΠΑΣΟΚ και όχι στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχε κάνει όλο το διάστημα πριν από τις εκλογές του 2023.
Η επιμονή, τότε, της Κουμουνδούρου να πιέζει για “προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας” με αφορμή την απλή αναλογική παρά το εξίσου επίμονο “όχι” της Χ. Τρικούπη, οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εκλογική πανωλεθρία, αφού το περίφημο “κεντρώο” κοινό προτίμησε την πολιτική σταθερότητα.
Το ίδιο ακριβώς πρέσινγκ ασκεί τώρα η ΝΔ στο ΠΑΣΟΚ, με αφορμή τα μετεκλογικά σενάρια που παρέθεσε ο Νίκος Ανδρουλάκης: είτε αυτοδύναμες κυβερνήσεις της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ, είτε κυβερνητικές συνεργασίες με τα όμορα κόμματά τους.
Η ανάλυση αυτών των σεναρίων από τον Παύλο Γερουλάνο και τον Μιχάλη Κατρίνη, οι οποίοι έδωσαν έμφαση στις κεντροαριστερές συνεργασίες “με κορμό του ΠΑΣΟΚ” και συμμετοχή των κομμάτων του χώρου που θα συμφωνούσαν σε κοινό πολιτικό πρόγραμμα, έκανε το Μαξίμου να ανάψει στο φουλ τις μηχανές.
Εμφανίζοντας, αυτή τη φορά, το ΠΑΣΟΚ ως το κόμμα που προβάλλει την πολιτική αστάθεια και που δεν θα διστάσει να συγκροτήσει …κυβέρνηση της δραχμής, επειδή δεν εξαιρεί από το προσκλητήριο τον Γιάννη Βαρουφάκη.
Βεβαίως, ο κ. Γερουλάνος μίλησε για “αμφίπλευρη διεύρυνση”, αλλά αυτό ουδόλως έκαμψε τα κυβερνητικά χτυπήματα. Η πίεση αυτή οδηγεί την “επίσημη” Χ. Τρικούπη σε “ξεκαθάρισμα προθέσεων” προκειμένου “να μην πάθουμε κι εμείς ό,τι έπαθε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2023”.
Ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Κώστας Τσουκαλάς, για παράδειγμα, εμφανίστηκε κοφτός: “Έχουμε την αυτόνομη πορεία μας. Η ανασύνθεση της κεντροαριστεράς λαμβάνει χώρα μέσα στο ΠΑΣΟΚ που ο στόχος μας είναι, με την αμφίπλευρη διεύρυνση, να καλύψουμε τα όρια από την Αριστερά και ως το Κέντρο”.
Κόβοντας μάλιστα κάθε συζήτηση περί εκλογικών συμμαχιών (“δεν είναι η ώρα για θέματα συνεργασιών”) πέταξε τη μπάλα στο Μαξίμου: “ας απαντήσει η ΝΔ εάν θα συνεργαστεί κυβερνητικά με την Λατινοπούλου και τον Βελόπουλο”, εννοώντας σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας.
Στην ίδια γραμμή ο βουλευτής και στενός συνεργάτης του κ. Ανδρουλάκη, Παναγιώτης Δουδωνής: “ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν μίλησε ποτέ για συμπόρευση με κανένα κόμμα από όσα αναφέρονται”. Ενώ ακόμα πιο σκληρός εμφανίσθηκε ο ευρωβουλευτής Νίκος Παπανδρέου: “αν συνεργαστούμε με τον ΣΥΡΙΖΑ θα πέσουμε στο 5%”…
“Βεβαίως θέλουμε να έρθουν από παντού, από το Κέντρο από την Κεντροδεξιά και την αριστερά. Το να πάμε όμως σε συνεργασίες, σε λαϊκά μέτωπα, δεν υπάρχει…”, δήλωσε η Άννα Διαμαντοπούλου.
«Κι αν κολλήσουμε στο 17%;»
Το παραπάνω μωσαϊκό οφείλεται, φυσικά, στις διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν στο στελεχιακό δυναμικό του ΠΑΣΟΚ για τις συνεργασίες και… με ποιούς. Ασχέτως εάν οι υπέρμαχοί τους δεν αποκηρύσσουν μία (μελλοντική…) συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, υπό την προϋπόθεση ότι το κόμμα τους θα έχει πλέον την πρωτοκαθεδρία, μετά τη νέα, δημοσκοπική αυτή τη φορά, κατρακύλα που γνωρίζει το όμορο κόμμα.
Παρότι, όμως, ξορκίζουν τη συζήτηση για συνεργασίες, καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι η τακτική της αυτονομίας, που υπηρέτησε και υπηρετεί η ηγεσία της Χ. Τρικούπη, μπορεί να συνεχιστεί υπό μία προϋπόθεση: ότι το ΠΑΣΟΚ θα γνωρίζει σταθερή και υπολογίσιμη δημοσκοπική άνοδο. Η ελαφρά πτώση που παρουσίασε στις τελευταίες μετρήσεις (17+%) δεν επιτρέπει… αυτοκρατορικές βλέψεις.
Αλλά και οι υπέρμαχοι των συνεργασιών προσκρούουν στα ισχνά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ (7-8%) και στο 1-1,5% της Νέας Αριστεράς, με αποτέλεσμα να ακούγεται πειστικό το “γαλάζιο” επιχείρημα: και συνεργασία να κάνετε, όλοι μαζί δεν φτάνετε στο ποσοστό της ΝΔ…
Ποιος θα κερδίσει κεντρώους-αριστερούς;
Στη λογική των συνεργασιών, με την έννοια μάλιστα του “προοδευτικού μετώπου”, επιμένει σταθερά η Κουμουνδούρου, καθώς “και να θέλαμε δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ”, όπως λένε με ειλικρίνεια στελέχη της.
Η “πρόβα” που ήθελε να πετύχει, με αφορμή την Προεδρική εκλογή, δεν επιτεύχθηκε, αφού το ΠΑΣΟΚ επέλεξε ως υποψήφιο τον Τάσο Γιαννίτση χωρίς να σκεφτεί καν να στηρίξει την Λούκα Κατσέλη.
Εν προκειμένω, η ανάγνωση που κάνουν ψύχραιμοι αναλυτές και από τα δύο κόμματα είναι η εξής: στρέφοντας ο Κυριάκος Μητσοτάκης το τιμόνι δεξιά, με την επιλογή του Κώστα Τασούλα, η Χ. Τρικούπη προτίμησε να καλύψει το “κενό” στον χώρο του πολιτικού κέντρου με ένα πρόσωπο από το εκσυγχρονιστικό-σημιτικό ΠΑΣΟΚ, παρά να πειραματιστεί με μέτωπα “που έτσι κι αλλιώς δεν την εκφράζουν”.
Ως εκ τούτου, στην Κουμουνδούρου πιστεύουν ότι, αντίστοιχα, με την επιλογή της κ. Κατσέλη θα απευθυνθούν σε ένα πιο αριστερόστροφο κοινό που βρίσκεται “και στο ΠΑΣΟΚ”, έτσι ώστε να “μοιράσουν” τα διαφορετικά ακροατήρια: “το δεξιό -υπερδεξιό στη ΝΔ, το εκσυχρονιστικό-κεντρώο στο ΠΑΣΟΚ, το πιο αριστερό στον ΣΥΡΙΖΑ”.
Ανταγωνισμός σε φιλολαϊκές προτάσεις
Συμφωνούν όμως και στη θέση ότι το εάν θα αποδώσουν όλα αυτά θα εξαρτηθεί από δύο παραμέτρους:
- Η δημοσκοπική άνοδος του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ ώστε “να πιάσουν τόπο τα μηνύματα”.
- Από τις τυχόν… νέες ντρίπλες που θα επιχειρήσει ο κ. Μητσοτάκης στο επόμενο διάστημα, ώστε να μη χάσει το μεγαλύτερο τμήμα του “κέντρου” που του έδωσε τις δύο μεγάλες εκλογικές νίκες.
Προς το παρόν, Χ. Τρικούπη και Κουμουνδούρου επιδίδονται σε επίμονη ενασχόληση με την “καθημερινότητα” που καίει τους πολίτες. Επ΄αυτού, είναι διακριτός… ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ για το ποιο κόμμα θα καταθέσει καίριες προτάσεις νόμου στη Βουλή: το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε με τις τράπεζες και τα ασφάλιστρα υγείας, ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε με την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο.
Θεωρητικά, έχουν χρόνο και έδαφος να “κεντήσουν” αφού ο δρόμος προς τις κάλπες είναι μακρύς. Και, όπως σημείωσε με νόημα η κ. Διαμαντοπούλου: “Ξέρουμε πόσα κόμματα θα έχουμε; (σ.σ. μέχρι τις εκλογές). Ξέρουμε αν θα φύγει το εκσυγχρονιστικό κέντρο από τη ΝΔ και θα κάνει άλλο κόμμα; Ξέρουμε πώς θα είναι το ΠΑΣΟΚ το 2025 και αν φτάσει στο 27% ή μείνει στο 17%;”…