Διαψεύδει ο Κυριάκος Μητσοτάκης τα σενάρια που τον θέλουν να αποχωρεί από την ηγεσία της ΝΔ και την πρωθυπουργία πριν από τις επόμενες εθνικές εκλογές, προκειμένου να αναλάβει κάποιο ευρωπαϊκό αξίωμα. Με συνέντευξή του στον ΑΝΤ1 και τον δημοσιογράφο Νίκο Χατζηνικολάου, ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι «θα δώσω τη μάχη των εκλογών επικεφαλής της ΝΔ το 2027», ενώ επανέλαβε ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τον εκλογικό νόμο.
«Προσωπικά πιστεύω στις αυτοδύναμες κυβερνήσεις, αλλά δεν πρόκειται να αλλάξω τους κανόνες του παιχνιδιού για να κάνω πιο εύκολη την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Αν ο ελληνικός λαός κρίνει ότι πρέπει να είμαστε αυτοδύναμοι στις επόμενες εκλογές, τότε αυτή την εντολή θα μας δώσει. Αν πάλι ο λαός κρίνει ότι θέλει κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις επόμενες εκλογές, πάλι θα σεβαστούμε την εντολή του. Αλλά αυτό το οποίο δεν υπάρχει καμία περίπτωση να κάνω είναι να αρχίσω να πειραματίζομαι με τη μηχανική του εκλογικού νόμου για να διευκολύνω με κάποιο τρόπο την αυτοδυναμία», σημείωσε.
Ειδικά στην ερώτηση αν υπάρχουν πολιτικοί σχηματισμοί στο σημερινό σκηνικό με τους οποίους θα μπορούσε να συνεργαστεί η Νέα Δημοκρατία αν χρειαστεί, ο κ. Μητσοτάκης απάντησε: «Δεν μπορώ να προβλέψω ποιο θα είναι το εκλογικό τοπίο το 2027 ούτε και ποια θα είναι η πρόθεση των κομμάτων. Δεν ξέρουμε πόσα κόμματα θα μπουν στη Βουλή το 2027. Άρα, θεωρώ ότι αυτή η συζήτηση είναι εξαιρετικά πρώιμη».
Χαρακτήρισε «μπετόν αρμέ» τη συνοχή της Κ.Ο. της ΝΔ, αλλά και της βάσης του κόμματος, ενώ άφησε νέες αιχμές κατά του Αντώνη Σαμαρά: «Είναι πολύ ενοχλητικό και προσβλητικό να αμφισβητείται ο πατριωτισμός ο δικός μου και του υπουργού Εξωτερικών, όταν έχουμε πει σε όλους τους τόνους τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε. Αν αισθάνονται κάποιοι -και δεν αναφέρομαι στους πρώην πρωθυπουργούς- ότι τους δίνει κάποιους πόντους στην κοινή γνώμη, είναι δικό τους θέμα. Ξέρω ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων επιζητεί τα ήρεμα νερά». Ειδικά για τα ελληνοτουρκικά, σημείωσε ότι «η Ελλάδα πρέπει να συνομιλεί με την Τουρκία. Θα συνεχίσω να το κάνω παρά το γεγονός ότι στο βασικό ζήτημα δεν έχει επέλθει καμία προσέγγιση... Η Τουρκία επιμένει, όπως εδώ και πολλά χρόνια, να βάζει κι άλλα θέματα στο τραπέζι που η Ελλάδα δεν θα δεχτεί ποτέ να συζητήσει».
«Δικαιολογημένα αιτήματα»
Ο κ. Μητσοτάκης, όσον αφορά τους συσχετισμούς των κομμάτων στην πολιτική σκηνή, επισήμανε ότι «εξακολουθούμε η πιο ισχυρή δύναμη στη χώρα», αναγνώρισε πάντως ότι «σίγουρα έχουμε υποστεί και τη φθορά του χρόνου, αλλά και την πίεση από δικαιολογημένα αιτήματα πολιτών. Όμως εναλλακτικό σχέδιο διακυβέρνησης της χώρας δεν βλέπω να έχει διαμορφωθεί από καμία δύναμη στον τόπο αυτή τη στιγμή».
Για το πρόσωπο του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, ανέφερε ότι δεν έχει καταλήξει ακόμα στην πρότασή του. Εκτίμησε πάντως ότι «το πρόσωπο αυτό θα πρέπει να πληροί τις προδιαγραφές του ρόλου και να έχει τη δυνατότητα να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερες ψήφους στη Βουλή».
Ο πρωθυπουργός εξέφρασε την ακράδαντη πίστη του ότι «η στιγμή επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα θα έρθει» και πρόσθεσε με νόημα: «Όταν -και όχι εάν- γυρίσουν, θα είναι μια δικαίωση για την Μελίνα, που πρώτη είχε ευαισθητοποιήσει την διεθνή κοινή γνώμη».
Αναφορικά με τις καταγγελίες του υφυπουργού Μεταφορών Νίκου Ταχιάου για τον πρόεδρο του Άρη Θεσσαλονίκης κ. Καρυπίδη, ο κ. Μητσοτάκης είπε: «Ο κ. Ταχιάος κατήγγειλε το περιστατικό κατόπιν ρητής μου εντολής. Η κυβέρνηση αυτή δεν χειραγωγείται, δεν απειλείται και δεν εκβιάζεται από κανέναν, όσο ισχυρός κι αν μπορεί να αισθάνεται αυτός. Δεν παρεμβαίνουμε στον τρόπο επιβολής ποινών, η κυβέρνηση δεν είχε καμία ανάμειξη στην αλλαγή της ποινής του Άρη. Αν κάποιοι παράγοντες εξακολουθούν να αισθάνονται ότι εδώ είναι Βαλκάνια, θα βρεθούν μπροστά σε πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις».
Ερωτηθείς αν υπάρχει σκέψη έκτακτης φορολόγησης των υπερκερδών κάποιων μεγάλων ομίλων, ο πρωθυπουργός απάντησε:
«Με τους καινούργιους δημοσιονομικούς κανόνες, τα πρόσθετα έσοδα ειδικά από έκτακτες φορολογήσεις δεν μπορούμε να τα ξοδέψουμε, γιατί έχουμε οροφές δαπανών, άρα θα ήταν και λίγο δώρο άδωρον να το κάνουμε αυτό. Την κάναμε το 2024 με τα διυλιστήρια, γιατί ήταν η τελευταία χρονιά που είχαμε η δυνατότητα να το κάνουμε. Άρα δεν έχει νόημα να συζητάμε πια για έκτακτες φορολογήσεις διότι δεν μπορούμε τα χρήματα αυτά να τα ξοδέψουμε ξεπερνώντας τις οροφές δαπανών» και αντέτεινε τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις, όπως η μείωση της φοροδιαφυγής, «που είναι η πιο δίκαιη πολιτική».