Με ένα κείμενο άνω των 3.000 λέξεων υπό τον τίτλο «Αποχαιρετώντας τον ΣΥΡΙΖΑ, που δεν υπάρχει πια», ο Γιώργος Σταθάκης ανοίγει την πόρτα εξόδου από το κόμμα.
Τρεις ημέρες πριν από την «πολεμική» συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, ο πρώην υπουργός και πρώην βουλευτής Χανίων, ο οποίος στήριξε την υποψηφιότητα του Ευκλείδη Τσακαλώτου για την προεδρία του κόμματος, υποστηρίζει ότι «το ‘ταξίδι του ΣΥΡΙΖΑ’ έκλεισε οριστικά με την εκλογή Κασσελάκη».
Τονίζοντας δε, ότι «η Αριστερά δεν έχει θέση στο κόμμα Κασσελάκη-Παππά-Πολάκη», φωτογραφίζει το ενδεχόμενο σχηματισμού νέου φορέα: «Αυτό θα κάνει και τώρα (σ.σ. η Αριστερά). Μπορεί να επιχειρήσει και πιο απτά πολιτικά εγχειρήματα. Ίσως. Το αριστερό κοινό που εγκατέλειψε τον ΣΥΡΙΖΑ το 2023 είναι μεγάλο, σίγουρα η πλειοψηφία των 15 μονάδων που απώλεσε. Και η τάση συνεχίζεται. Οι Αριστεροί και Αριστερές θα κρίνουν και είμαστε πολλοί».
- Ολόκληρο το άρθρο στο news247.gr
“Το «ταξίδι του ΣΥΡΙΖΑ» έκλεισε οριστικά με την εκλογή Κασσελάκη.
Ετσι καταγράφεται στον διεθνή Τύπο και την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, ως «τίτλοι τέλους» του ριζοσπαστικού αριστερού ΣΥΡΙΖΑ, του μεγαλύτερου αριστερού κόμματος στην Ευρώπη (μαζί με τους Podemos). Και αν όντως πρόκειται για το «τέλος», ίσως μία συζήτηση για το τι συνέβη, τι γίνεται και τι έρχεται να είναι αναγκαία.
Στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ο Κασσελάκης εκπροσώπησε τη «λαϊκιστική» τάση του, την «Κίνηση Μελών» (Ν. Παππάς, Ρ. Δούρου, Π. Πολάκης, Θ. Τζάκρη, κ.λπ.) και τους νεοεισελθέντες (Αντώναρος, κ.λπ.). Η Αχτσιόγλου από την άλλη εκπροσώπησε την τάση των στενών συνεργατών του Αλέξη Τσίπρα («έξι συν έξι» - Αχτσιόγλου, Χαρίτσης, Ηλιόπουλος, κ.λπ.), την «Ομπρέλα» (Τσακαλώτος, Φίλης, Σκουρλέτης) και τα ιστορικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι πολιτικές διαφορές που εκφράστηκαν στην κάλπη των εσωκομματικών εκλογών προϋπήρχαν.
Οι λαϊκιστές είναι θιασώτες της αναβίωσης του παραδοσιακού δικομματισμού, της μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. προς το Κέντρο και του απογαλακτισμού του από την Αριστερά, είτε ως κουλτούρα, είτε ως ιστορική παρακαταθήκη του χώρου. Είναι φιλικοί στη χρήση παραδοσιακών εργαλείων πολιτικής, όπως οι πελατειακές σχέσεις, ενώ ο πολιτικός τους λόγος είναι επικεντρωμένος στον «Αντι-Μητσοτακισμό», δηλαδή στην ανάδειξη των στοιχείων διαφθοράς, ανικανότητας, αλαζονείας, από την παρούσα κυβέρνηση και τον «ψευτο-πατριωτισμό». Προγραμματικά είναι παντελώς ανύπαρκτοι και ως πολιτικό προσωπικό ανίκανοι να συμβάλουν στην παραγωγή νέων ιδεών για την κατάκτηση της πλειοψηφίας ή τη διακυβέρνηση.
Για την τάση της Αχτσιόγλου και εν γένει για το αριστερό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. προέχει η προγραμματική αντιπολίτευση, η ριζοσπαστική ταυτότητα, ο μεταρρυθμιστικός προγραμματικός λόγος και οι θεσμικές αλλαγές. Υπό αυτήν την έννοια, στις πρόσφατες εκλογές αυτό το μπλοκ αποτέλεσε τον κληρονόμο της γνώσης και της εμπειρίας που αποκτήθηκε από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο φόντο αυτό, η νίκη της «τάσης Κασσελάκη» στρέφει οριστικά τον ΣΥΡΙΖΑ στον «λαϊκισμό» και την πολιτική και ιδεολογική αναβίωση ενός κόμματος που προσομοιάζει στο πάλαι ποτέ -εκτός τόπου και χρόνου πλέον- «παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ».
Η «νίκη των λαϊκιστών» δεν έπεσε από τον ουρανό. Είναι αποτέλεσμα της απόλυτα καταστροφικής στρατηγικής που επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 και μετά. Η στρατηγική είχε τέσσερα κομβικά σημεία.
Tην αποσιώπηση και ενίοτε την επικριτική ενοχή επί των πεπραγμένων της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
«Tο άνοιγμα στην κοινωνία» (εκλογή Τσίπρα από τη βάση). Τα μέλη αυξήθηκαν από 40.000 σε 140.00. Το ένα τρίτο εξ αυτών εξαφανίστηκε αμέσως, ενώ δεύτερο τρίτο συμμετείχε μόνο στις εκλογικές διαδικασίες. Η πρακτική αυτή οδήγησε στη ρευστοποίηση του κόμματος, καθώς πλέον σε τοπικό επίπεδο κυριάρχησαν τα προσωπικά δίκτυα των βουλευτών.
Tη διεύρυνση του πολιτικού προσωπικού πρώτης γραμμής μέσα από την ετερογενή συνάθροιση ανεπαρκών, κατά την κρίση πολλών «εντός και εκτός των τειχών», προσωπικοτήτων, με ελάχιστες ίσως σημαντικές εξαιρέσεις.
Την καθήλωση της αντιπολιτευτικής τακτικής στην αποκαθήλωση του «προσώπου του Μητσοτάκη». Εντός αυτού του πλαισίου η όποια πετυχημένη προγραμματική αντιπολίτευση χανόταν μέσα στην «ακατάσχετη πολυλογία» των λαϊκιστών που προτιμούσαν να αναδεικνύουν, συνεχώς και μόνο, τη Μαρέβα, τα «πετσωμένα» ΜΜΕ, τον «άριστο» Πρωθυπουργό, τη διαφθορά, την «επικοινωνία» αντί να επικεντρώνονται στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την επίλυση των καίριων προβλημάτων της κοινωνίας.
Η στρατηγική αυτή κατέρρευσε και ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε κατά κράτος. Αν το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε από το 36% στο 32%, εξαιτίας των απωλειών που είχε κυρίως στα μεσαία στρώματα, το 2023 απώλεσε τη μεγάλη εκλογική του βάση, δηλαδή τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα και τη νεολαία. Κοινώς η ενίσχυση του «λαϊκιστικού και διευρυμένου» ΣΥΡΙΖΑ συνοδεύτηκε από την απώλεια του πολιτικού του ερείσματος των λαϊκών στρωμάτων. Το «άνοιγμα στην κοινωνία» κατέρρευσε μαζί με την αντιπολιτευτική στρατηγική του «αντι-μητσοτακικού λαϊκισμού».
Οι χαμένες εκλογές και ο μύθος της υπονόμευσης
Οι εκλογές του 2023 κρίθηκαν, ως συνήθως, στα «μεγάλα θέματα της πολιτικής». Οι ποιοτικές έρευνες κατέγραφαν την υπεροχή του Μητσοτάκη έναντι του Τσίπρα στα θέματα της οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής (40%/20%), ενώ στα θέματα του κοινωνικού κράτους και στα θεσμικά υπήρχε ισορροπία (30%/30%) ή μικρή υπεροχή του Τσίπρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, δεν έκανε τίποτα για να κλείσει την ψαλίδα. Η εμπιστοσύνη των πολιτών και η αξιοπιστία προφανώς ήθελαν άλλη στρατηγική, πέραν της Μητσοτάκης Α.Ε. και της «ψευτο-πατριωτικής» κριτικής περί ενδοτισμού της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά. Το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα, προς μεγάλη έκπληξη όλων, ήταν αυτό που κατέγραφαν οι ποιοτικές έρευνες στα θέματα της οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής, μήνες πριν από την ίδια την εκλογική αναμέτρηση.
Η Ν.Δ. κέρδισε τις εκλογές για τρεις στρατηγικούς λόγους. Πρώτον, διαμόρφωσε ένα ευρύ και συμπαγές πολιτικό μπλοκ. Με αφετηρία το «Ναι» του δημοψηφίσματος, συσπείρωσε τη Ν.Δ., μέρος του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι (μετά την αποτυχία της ενοποίησής του με το ΠΑΣΟΚ) και μέρος της ακροδεξιάς (μέσα από τη συμμετοχή στις διαδηλώσεις για το Μακεδονικό, την ενσωμάτωση προσώπων και το φλερτ κατά την άσκηση της εξουσίας με «όψεις» του ακροδεξιού ριζοσπαστισμού). Δεύτερον, με κεντρικό σύνθημα την «επιστροφή στην κανονικότητα», αναβίωσε ένα εκτενές σύστημα πελατειακών σχέσεων, δομών ελεγχόμενης διακυβέρνησης και εξυπηρέτησης μικροσυμφερόντων. Τρίτον με το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» και συνθήματα που προέταξαν το «να τελειώνουμε με την Αριστερά», δεν συσπείρωνε μόνο τη διευρυμένη εκλογική της βάση, αλλά διεμβόλισε παράλληλα το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, συνεπικουρούμενη από τη «μιντιακή» υπεροχή της.
Ετσι, την περίοδο 2019-2023 οι λαϊκιστές του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησαν «πόλεμο κατά της Αριστεράς». Στο πλαίσιο της εσωκομματικής αντιπαράθεσης η Αριστερά παρουσιαζόταν ως να ήταν υπεύθυνη για την ήττα του 2019 (π.χ. 37 δισ. του Τσακαλώτου -που τώρα πάλι έχει επανέλθει στη δημόσια σφαίρα, το Ασφαλιστικό του Κατρούγκαλου, το υποτιθέμενο «ξεζούμισμα» της μεσαίας τάξης που όλα αυτά απηχούσαν τις παραπλανητικές δοξασίες της Ν.Δ.). Εμφανιζόταν επίσης ως υπαίτια για τη μη ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. το 2019-2023, καθώς νοούνταν ότι διευκόλυνε τη Ν.Δ. με την υποτονική αντιπολίτευση στον Μητσοτάκη καθώς αυτή απείχε από το αντι-μητσοτακικό «παραλήρημα». Η μεγαλύτερη στρατηγική νίκη της Ν.Δ. ήταν ότι μετέφερε εντός του ΣΥΡΙΖΑ την ιδέα του «να τελειώνουμε με την Αριστερά». Οι λαϊκιστές έγιναν οι καλύτεροι προπαγανδιστές των «ιδεών του Μητσοτάκη».
Μετά την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ το 2023 το χάσμα των δύο τάσεων έγινε μεγαλύτερο. Για την «αποτυχία του Τσίπρα» ενεργοποιήθηκε ο αρχέγονος μύθος της «κερκόπορτας» -η υπονόμευση από τις φράξιες και τις ομάδες και ο εσωτερικός εχθρός. Σε αυτό το πλαίσιο κλιμακώθηκαν οι επιθέσεις στην αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, στα στελέχη της και φυσικά στην αριστερή ιδεολογία και πολιτική εν γένει. Επικράτησαν ρητορικά μοτίβα που επαναλαμβάνονταν με αυτοματισμούς, για τον «ΣΥΡΙΖΑ του 3%», το «δεν χρειαζόμαστε τον Μαρξ», τις αναφορές στους «καρεκλοκένταυρους», στους «αργόσχολους του κομματικού μισθού», στους «αχάριστους αριστερούς Κατσιφάρες», στους «ανεπάγγελτους», στους «υπονομευτές του Τσίπρα», στα «sms της Αχτσιόγλου», στις «ελίτ και τα ιερατεία» και πολλές άλλες αθλιότητες. Ταυτόχρονα, το βήμα της «αντι-αριστερής» υστερίας έγιναν οι lifestyle εκπομπές (πολλή Τατιάνα, πρωινάδικα και φυσικά Ευαγγελάτος). Σύσσωμη η νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παρέλαυνε στις lifestyle εκπομπές για να δηλώνει πόσο ραδιούργα, υπονομευτική και αναχρονιστική είναι η Αριστερά.
Ενώ κανείς από τους λαϊκιστές δεν διέθετε το πολιτικό βάρος να ενώσει και να νικήσει (Παππάς, Πολάκης, Δούρου) στις εσωκομματικές εκλογές και οι μετριοπαθείς Φάμελος και Τεμπονέρας της πιο ουδέτερης ΡΕΝΕ ήταν διστακτικοί να συμμετέχουν, βρέθηκε ο Κασσελάκης να τους ενώσει. Ως να ήταν έτοιμοι από καιρό. Οι λαϊκιστές νίκησαν με τα πιο κατάπτυστα πολιτικά μέσα. Με κεντρικό σύνθημα να νικήσουμε τους «υπονομευτές του Τσίπρα». Και ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε ως «ευάλωτος από καιρό» σε μία «επιθετική κίνηση» «κατάληψης του κόμματος».
Η λανθασμένη πολιτική στρατηγική της περιόδου 2019-2023 είχε προλειάνει το έδαφος. Και η βαριά εκλογική ήττα το επιτάχυνε. Κοινώς το ειδικό βάρος των λαϊκιστών διευρύνθηκε σε έναν αποτυχημένο και συρρικνωμένο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ακραίος λαϊκισμός ως κεντρική πολιτική
Και σήμερα μένει το πρόσωπο του νέου προέδρου. Μία απολίτικη ρευστή φιγούρα (θαυμαστής του Μητσοτάκη, ψήφισε Παπανδρέου, αλλά τελικά είναι Αριστερός). Δεν έχει παρά θολές ιδέες για την ιστορία της χώρας, την πολιτική, την Ευρώπη, τα πολιτικά ρεύματα σκέψης, την πολιτική της ΝΔ στα «μεγάλα θέματα», τη γεωπολιτική, την ίδια τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ως μη πολιτικός δεν θα όφειλε φυσικά να γνωρίζει.
Επιβάλλεται όμως εφόσον εμφανίζεται ως κάποιος που μοναδικό του προσόν, κατά το ισχυρισμό του, είναι ότι «εγώ είμαι αυτός που μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη» («εκεί που απέτυχε ο Τσίπρας»).
Αν η κεντρική πολιτική υπόσχεση μπορούσε να συνοψιστεί σε μία φράση, είναι το «αμερικάνικο όνειρο» σε ελληνική εκδοχή, ένα όραμα δηλαδή ταυτισμένο με το κοσμοείδωλο που παραδοσιακά προβάλλει η αμερικανική Δεξιά για τον εαυτό της. Ο Κασσελάκης επενδύει στην τραμπική φαντασίωση της αδιαμεσολάβητης σχέσης με τη μάζα, του «εγώ μιλάω με την κοινωνία απευθείας και δεν χρειάζομαι το κόμμα». Κάθε δημόσια εμφάνιση του προέδρου έχει επαναλαμβανόμενες κοινοτοπίες περί άμεσων και πρακτικών λύσεων που «θέλει ο λαός», θα τις «λέει ο λαός» και ο Κασσελάκης «θα τις εφαρμόζει».
Ο «ακραίος λαϊκισμός» είναι το νέο μοτίβο του ΣΥΡΙΖΑ και δεν χρειάζονται «πολλά λόγια» ή βαθυστόχαστες αναλύσεις.
Φυσικά το φαινόμενο είναι διεθνές. Η «κοινωνία του θεάματος» έχει παράξει λαϊκιστές πολιτικούς ηγέτες όπως τον Μπέπε Γκρίλο (κωμική εκπομπή), τον Ζελένσκι (κωμικό σίριαλ που υποδυόταν τον έντιμο πρωθυπουργό) και τον Τραμπ (ριάλιτι σόου). Μόνο που η Αριστερά την είχε γλιτώσει. Οχι πια. Δυστυχώς μας προέκυψε.
Η Αριστερά αναδείχθηκε σε οιονεί ηγεμονική πολιτική δύναμη την περίοδο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση για να αλλάξει την Ελλάδα. Να την κάνει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, με θεσμούς, διαφάνειας και δημοκρατικής συγκρότησης, με μειωμένες κοινωνικές, έμφυλες και περιφερειακές ανισότητες, και αλλαγή της ίδιας της πολιτικής κουλτούρας του τόπου. Πέτυχε αρκετά. Απέτυχε σε άλλα. Παρέμεινε μία «ενοχλητική» δύναμη για το παραδοσιακό ηγεμονικό μπλοκ εξουσίας και εν δυνάμει βαθιά μεταρρυθμιστική.
Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με την πλειάδα των Αριστερών υπουργών δεν ήταν ανατρεπτική, αλλά παρέμενε αυτόνομη, ηθική και απαρέγκλιτα προσηλωμένη στο δημόσιο συμφέρον. Τώρα η επιδίωξη των λαϊκιστών είναι να πάψει να είναι «ενοχλητική». Κοινώς να αρθεί το πολιτικό διακύβευμα και να επισφραγιστεί το τέλος της «αριστερής παρένθεσης».
Ένα πικρό τέλος
Το ταξίδι τελείωσε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Ταυτίστηκε με την άνοδο του Τσίπρα, του «ηθικού πλεονεκτήματος» και της «αξιοσύνης» της Αριστεράς. Ταυτίστηκε δυστυχώς και με την πτώση του Τσίπρα και την ψευδαίσθηση ότι αντλώντας στοιχεία από ένα «ΠΑΣΟΚ τύπου Αντρέα», θα ήταν εφικτή η επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. στη διακυβέρνηση της χώρας.
Ομως το ΠΑΣΟΚ, όταν έκλεισε ο κύκλος του Αντρέα του 1981, ανανεώθηκε. «Αφησε τον Αντρέα στην άκρη». Αλλαξε ρότα. Το πέτυχε με τον «Εκσυγχρονισμό» του Σημίτη. Εν μία νυκτί, έδωσε ηγεμονία στο ΠΑΣΟΚ έναντι της Ν.Δ. στο θέμα της οικονομίας (έστω με μπόλικο νεοφιλελευθερισμό του Τρίτου Δρόμου), προέβαλε τον έντονο φιλοευρωπαϊσμό του, σε αντίθεση με τα τριτοκοσμικά του Αντρέα και προσέλκυσε αριστερούς προβάλλοντας τις αλλαγές στους αναχρονιστικούς θεσμούς, φτιάχνοντας μια νέα εντυπωσιακή πλειοψηφία.
Με την παραπάνω στρατηγική το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ έδωσε άλλα 15 χρόνια ζωής στο γερασμένο κίνημα. Συγκρούστηκε με την εκκλησία, έβαλε τη χώρα στο ευρώ, την Κύπρο στην Ευρώπη και χειρίστηκε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε αντι-εθνικιστική βάση. Ταυτόχρονα κατέγραψε τρομερές αποτυχίες στα θέματα της διαπλοκής, της διαφθοράς και κυρίως της χρηματοπιστωτικής «φούσκας» που οδήγησε στη χρεοκοπία.
Εντούτοις σε σχέση με τη σημερινή συζήτηση για πώς «αναγεννάται ένα κόμμα», η κεντρική ιδέα μετράει, η στρατηγική σκέψη, το σχέδιο για την κατάκτηση της ηγεμονίας και η μεγάλη πολιτική σκακιέρα.
Το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ χρειαζόταν να μπολιαστεί με καινούργιες κεντρικές ιδέες, κάποιας μορφής ηγεμονική πολιτική στροφή, κάποιου είδους στρατηγική σύλληψη της μεγάλης εικόνας, που θα του επέτρεπε να επανεφεύρει τον εαυτό του μετά το τέλος της μνημονιακής περιόδου. Η μόνη ιδέα όμως υλοποιήθηκε ήταν οργανωτική (αυτή της διεύρυνσης) και ουχί πολιτική. Οι προσθήκες και οι μεταγραφές ήταν μάλλον ασυνάρτητες.
Ετσι χωρίς μία μεγάλη πολιτική στρατηγική ιδέα, ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυε πλέον στην «επόμενη καταστροφή» της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Πολλές ιδέες έπεσαν στο τραπέζι, όπως εκείνη ενός επικείμενου «νέου Μνημονίου» που θα ερχόταν λόγω των δημοσιονομικών πιέσεων των Ευρωπαίων. Μετά ήταν η οικονομική καθίζηση με την πανδημία, η ενεργειακή κρίση που ακολούθησε και μετά η έκρηξη του πληθωρισμού με την ενεργειακή κρίση. Μόνο που αυτή η πολυαναμενόμενη κατάρρευση δεν ήρθε.
Τα 45 δισ. δανεικά, οι ευρωπαϊκοί πόροι και η δημοσιονομική και νομισματική χαλάρωση στην Ε.Ε. ήταν το όπλο της κυβέρνησης έναντι της παραπαίουσας οικονομίας, ενώ απορροφούσε χωρίς κραδασμούς τις αλλεπάλληλες θεσμικές εκτροπές της και την απερίγραπτη οικοδόμηση μηχανισμών ελέγχου της δημοκρατίας.
Οσο το μπλοκ του 40% έμενε συμπαγές, τίποτα δεν άλλαζε. Ετσι ο ΣΥΡΙΖΑ έμεινε με την κριτική της «χειρότερης κυβέρνησης όλων των εποχών», το οποίο από μόνο του δεν κερδίζει εκλογές. Και χωρίς προοπτική κυβερνησιμότητας για όσο διάστημα η Κεντροαριστερά παρέμενε διχοτομημένη το αποτέλεσμα ήταν δραματικό. Στις εκλογές του 2023 η Κεντροαριστερά κατέγραψε το χαμηλότερο ποσοστό δεκαετιών με άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ στο 30%.
Η πραγματικότητα είναι ότι στις πρόσφατες εκλογές ουδείς ήξερε τι πρεσβεύει ο ΣΥΡΙΖΑ και τι θα κάνει την επόμενη μέρα. Υπήρχαν οι «αυξήσεις μισθών και συντάξεων και η μείωση των τιμών» που θα τροφοδοτούσε η φορολόγηση των υπερκερδών. Υπήρχε και η «διαγραφή των κόκκινων δάνειων» της πανδημίας, (κατ’ ουσίαν όσων δηλαδή εξαιρέθηκαν από την επιστρεπτέα προκαταβολή). Με όλα τα θετικά ή αρνητικά που είχαν οι εξαγγελίες αυτές ήταν εξόφθαλμα ανεπαρκείς.
Το μέλλον επιζητούσε μεγάλες τομές, την ελπίδα για ένα νέο κύμα μεγάλων αλλαγών που χρειάζεται η οικονομία εν μέσω της κλιματικής κρίσης, της πράσινης μετάβασης, της οικονομικής υστέρησης και των κοινωνικών ανισοτήτων. Εκλογές δεν κερδίζονται χωρίς θετικό διακύβευμα και ηγεμονικό λόγο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυριολεξία αλλού. Και, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αλλού ήταν και οι λαϊκές τάξεις και οι νέοι επίσης.
Τι να κάνουμε;
Και τώρα τι πρέπει να κάνουμε; Κατ’ αρχάς να αναγνωρίσουμε την τριπλή στρατηγική νίκη της Ν.Δ. Πρώτον, ο Μητσοτάκης «αποδυνάμωσε» τον Τσίπρα. Οι τελευταίες μετρήσεις καταλληλότητας για πρωθυπουργό ήταν 43%/13%. Δεύτερον, με τη νίκη Κασσελάκη και των λαϊκιστών διαλύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερό κόμμα και έκλεισε η περίφημη «αριστερή παρένθεση». Και τρίτον, εξανεμίστηκε η προοπτική επιστροφής του στην κυβέρνηση, έπαψε δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. να είναι «κόμμα εξουσίας».
Μπορεί άραγε η σημερινή ομάδα πρώτης γραμμής (Παππάς, Δούρου, Γ. Τσίπρας, Τζάκρη, Αποστολάκης κ.λπ.) και με συντονιστή τον Πολάκη να δώσει αξιοπιστία και προοπτική κυβερνησιμότητας; Ποιος λογικός άνθρωπος θα δώσει μία δεύτερη σκέψη σε αυτό; Το πρόβλημα είναι διπλά δομικό. Είναι ταυτόχρονα έλλειμμα πολιτικής και έλλειμμα προσώπων.
Στην τελευταία εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, το «νέο» για την ελληνική κοινωνία πολιτικό προσωπικό, του «ΣΥΡΙΖΑ του 3%», εξέπεμπε αξιοπιστία. Πρώτα από όλα αξιοπιστία εξέπεμπε το οικονομικό του επιτελείο. Και πολλοί άλλοι. Με αυτό το πολιτικό προσωπικό ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές και κυβέρνησε. Με πολλά προβλήματα, αλλά με αξιοπιστία. Και αυτό εξέπεμπε η συντριπτική πλειοψηφία των υπουργών. Αυτοί κράτησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στο 32%. Παρά το «προπατορικό αμάρτημα» της συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ, που αποτέλεσε το μεγάλο μειονέκτημα στην ανανέωση της λαϊκής εντολής. Πολιτική και πρόσωπα.
Ολα αυτά δεν θα είχαν σημασία σήμερα εάν δεν επιβάρυναν το πολιτικό σύστημα της χώρας και δεν το έθεταν σε νέες επικίνδυνες ατραπούς. Η ηγεμονία του Μητσοτάκη είναι απειλητική για τη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Και η δεύτερη θητεία ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς. Με την εκλογή Κασσελάκη το πολιτικό σύστημα χάνει κάθε προοπτική να αποκτήσει μία φερέγγυα αντιπολίτευση. Αντίθετα αυτή γίνεται ο καθρέπτης του αντιπάλου που συντηρεί τη χώρα στην παρακμή. Ακυρώνει κάθε ελπίδα για μια πολιτική στροφή μεγάλης εμβέλειας που θα βγάλει τη χώρα από τη «μόνιμη παγίδα φτώχειας», το οικονομικό στάτους κβο και την κοινωνική και περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στις πέντε τελευταίες χώρες των 27 χωρών της Ε.Ε. σε πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα. Με κίβδηλους πανηγυρισμούς για την επενδυτική βαθμίδα, την ώρα που στην πραγματικότητα η οικονομία παραμένει περιθωριοποιημένη στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο και χωρίς κανένα γεωπολιτικό βάρος.
Το πολιτικό σύστημα της δημοκρατικής παράταξης βρίσκεται βραχυκυκλωμένο με δύο κόμματα του συν πλην 15%, καχεκτικά και αδύναμα με μικρή προοπτική. Στον «κεντρώο χώρο» συνωστίζονται μερίδα της ΝΔ, ένα ΠΑΣΟΚ με υποτονική ηγεσία, που ψάχνει ακόμα την πολιτική του ταυτότητα, και ένα νεόκοπο λαϊκιστικό μόρφωμα με έναν «μη πολιτικό» ηγέτη.
Ο «συνωστισμός στο Κέντρο» φυσικά θα έχει νικητές και ηττημένους. Το ΠΑΣΟΚ αρνείται επίμονα κάθε επικοινωνία ή αμοιβαία στήριξη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα περιμένει. Εκανε ένα βήμα μικρό στις βουλευτικές εκλογές. Εφτιαξε μια ευπρόσωπη ομάδα νέων στελεχών με αναφορές στην ηγεσία και εσωτερική συνοχή.
Εκανε ένα λίγο μεγαλύτερο βήμα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, πάλι με νέο πρόσωπο, στην Αθήνα. Θα περιμένει τη βασανιστική αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ, προσδοκώντας να ηγεμονεύσει, έστω με χαμηλές πτήσεις, στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Η «πασοκοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ» είναι αδιέξοδη. Μπορεί ουκ ολίγοι να μισοαρθρώνουν την ιδέα της από κοινού καθόδου με το ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές. Μερικά στελέχη ποντάρουν στην επόμενη μέρα μετά τις ευρωεκλογές. Η προσκόλληση φαντάζει ως στρατηγική απόγνωσης. Σίγουρα υποκρύπτει την παραίτηση από το ότι «ο Κασσελάκης θα νικήσει τον Μητσοτάκη». Δυστυχώς από το 2019 και μετά όσοι επενδύουν στη διεύρυνση, στο άνοιγμα, στην κεντρώα στροφή και δεκάδες άλλες ιδέες που οδήγησαν στην «ήττα του 2023», σήμερα βρίσκονται ακόμα πιο μακριά από το να σκεφτούν την «Πολιτική, τη Στρατηγική και τις Συμμαχίες».
Η Αριστερά δεν έχει θέση στο «κόμμα Κασσελάκη-Παππά-Πολάκη»
Σέβομαι απόλυτα τους συντρόφους και συντρόφισσες που από τη Δευτέρα μετά τις εσωκομματικές εκλογές τα βρόντηξαν και παραιτήθηκαν από μέλη του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Σέβομαι και όσους παραμένουν να αναζητήσουν συνθέσεις, πιθανόν αναδιατάξεις, οργανωμένες αποχωρήσεις ή μελλοντικές ανατροπές. Τους σέβομαι και αυτούς. Ειδικά για ένα κόμμα που παραμένει πολύ μεγάλο σε οποιαδήποτε σύγκριση στον ευρωπαϊκό χώρο.
Σέβομαι και αυτούς που ψήφισαν Κασσελάκη για πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχουν συναίσθηση της «πολιτικής αυτοκτονίας», όπως δεν την είχαν και οι οπαδοί του Τσοχατζόπουλου το 1996. Αλλά η δημοκρατία είναι δημοκρατία και περιλαμβάνει και την «πολιτική αυτοχειρία». Ούτε η πρώτη φορά θα είναι, ούτε και η τελευταία.
Να συμφωνήσουμε όμως ότι για την Αριστερά έφτασε η απόλυτη στιγμή. Το πολιτικό ζήτημα είναι αξεπέραστο. Η πολιτική στρατηγική της «ήττας του 2023» έγινε η κυρίαρχη πολιτική της επόμενης μέρας στον ΣΥΡΙΖΑ. Με στοιχεία «γελοιοποίησης» πλέον ο «λαϊκισμός» δηλώνει αποφασισμένος να προχωρήσει με κάθε τρόπο, με την ίδια στρατηγική του ασυμβίβαστου «αντιμητσοτακικού λαϊκισμού», των μηνύσεων και των αιτημάτων παραίτησης των υπουργών. Κάθε διάλογος ουσίας έχει χάσει το πεδίο του. Κάθε έννοια κόκκινης γραμμής έχει ήδη καταπατηθεί, πριν από την εκλογή προέδρου και μετά. Η Αριστερά δεν έχει θέση δυστυχώς στο «κόμμα Κασσελάκη-Παππά-Πολάκη».
Το τι θα κάνει η Αριστερά στο μέλλον παραμένει άγνωστο. Το «μέλλον διαρκεί πολύ». Πρώτον, για κάποια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας ίσως είναι ακόμα απαραίτητη. Δεύτερον, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι ο κίνδυνος της περιθωριοποίησης είναι υπαρκτός. Αλλά για την ίδια την Αριστερά ο ρόλος αυτός δεν την τρόμαξε ποτέ. Ηταν εκεί για τις μεγάλες στιγμές και τις μεγάλες εκπλήξεις, από το 1958 μέχρι το 2015.
Για όσο καιρό απέφευγε την περιχαράκωση και επικεντρωνόταν σε αυτό που ξέρει να κάνει καλά. Να ασκεί δηλαδή την ιδεολογική ηγεμονία για τη δημοκρατία, τους θεσμούς, την εργασία, την παιδεία, τον πολιτισμό, την οικονομία, από ένα σημείο και μετά, για τον φεμινισμό, την οικολογία. Αυτό θα κάνει και τώρα. Μπορεί να επιχειρήσει και πιο απτά πολιτικά εγχειρήματα. Ισως. Το αριστερό κοινό που εγκατέλειψε τον ΣΥΡΙΖΑ το 2023 είναι μεγάλο, σίγουρα η πλειοψηφία των 15 μονάδων που απώλεσε. Και η τάση συνεχίζεται. Οι Αριστεροί και Αριστερές θα κρίνουν και είμαστε πολλοί.