Οι εκλογές έλυσαν με καθαρό τρόπο το πώς και από ποιον θα κυβερνηθεί η χώρα. Κάπου εκεί όμως, τελειώνουν τα ευχάριστα κι αρχίζουν τα δυσάρεστα. Δυστυχώς, δεν αφορούν μόνο την ανυπαρξία ισχυρής αντιπολίτευσης, ακόμη και στην επάρκεια εδρών για κινητοποίηση κοινοβουλευτικών διαδικασιών, όπως η σύσταση προανακριτικής επιτροπής ή η κατάθεση πρότασης μομφής, ούτε την εντυπωσιακή άνοδο της ακροδεξιάς.
Ο πρώτος παράγοντας τον οποίο πολλοί θέλουν να αγνοούν, είναι ότι την τελευταία δεκαετία, μέσα στην οποία έγιναν εθνικές εκλογές έξι φορές, η αποχή κινείται κατά μέσο όρο πάνω από το 40%. Σε σχέση με το διάστημα από τη μεταπολίτευση του 1974 έως και τις εκλογές του 2004, έχει σχεδόν διπλασιαστεί.
Ταυτόχρονα, η εκλογική επιρροή των μεγαλύτερων συστημικών κομμάτων έχει περιοριστεί πλέον σε βαθμό που τρομάζει. Δεν είναι μόνο η σύγκριση με τα ποσοστά της τάξεως του 85%-90% που ελάμβαναν τα «συστημικά κόμματα» στις δεκαετίες 1990-2000. Είναι και η σύγκριση με το 2015 και το 2019.
Στις δεύτερες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015, το εκλογικό άθροισμα του ΣΥΡΙΖΑ (που είχε ήδη τουμπάρει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και είχε υπογράψει μνημόνιο), της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ της εποχής και του Ποταμιού ήταν 74%. Το 2019, το άθροισμα ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ άγγιξε σχεδόν το 80%. Στις εκλογές του 2023, τα τρία αυτά κόμματα έπιασαν 72,3% στις πρώτες και 70,23% στις δεύτερες εκλογές, με απλή και μετά με ενισχυμένη αναλογική.
Πού πήγε αυτό το 7%-9% της κάλπης; Η απάντηση είναι ότι μεταφέρθηκε τόσο προς την άκρα αριστερά όσο και προς την άκρα δεξιά. Και κατά σύμπτωση, με περίπου ίδια τελικά ποσοστά. Η άκρα δεξιά (Σπαρτιάτες, Ελληνική Λύση, ΝΙΚΗ κ.λπ.) κινείται σε ποσοστό της τάξεως του 14%, ομοίως και η ακροαριστερά στο 14% (ΚΚΕ, Πλεύση, ΜέΡΑ 25 κ.λπ.).
Ίσως το πιο ανησυχητικό συμπέρασμα προκύπτει όμως όταν συνδυάσουμε το ύψος της αποχής του 40% με αυτά τα αποτελέσματα: Ένα ποσοστό των πολιτών που σχεδόν αγγίζει το 60% είτε αδιαφορεί για κάθε συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία είτε αποστρέφεται τα συστημικά κόμματα, εντάσσοντας σε αυτά και τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το ποσοστό εκείνων που υποστηρίζουν και ψηφίζουν κάποιο συστημικό τρόπο διακυβέρνησης (μόλις το 42% των πολιτών αθροιστικά) έχει επιστρέψει σε επίπεδα που θυμίζουν την εκλογική περίοδο του 2012 και την πρώτη του 2015, και όχι κάτι καλύτερο από τι συνέβαινε το 2019, μετά δηλαδή την πρώτη περίοδο σχετικής ομαλότητας και κάποιας «κανονικότητας».
Γιατί πάμε λοιπόν προς τα πίσω και όχι μπροστά; Η απλή απάντηση είναι ότι κανονικότητα όπως την ξέραμε δεν φαίνεται να υπάρχει, ούτε στη συγκυρία ούτε στην αντίληψη μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος. Η οικονομική κρίση των μνημονίων, που κράτησε μια δεκαετία, άφησε πίσω της πληγές που, πριν επουλωθούν, επιβαρύνθηκαν από τις επιπτώσεις της πανδημίας και από την ακρίβεια που ξέσπασε αμέσως μετά.
Προσώρας, η κατάσταση αυτή επικαλύπτεται από το κατόρθωμα της Νέας Δημοκρατίας -και του Κυριάκου Μητσοτάκη προσωπικά- να διεμβολίσει τον λεγόμενο μεσαίο χώρο, ενδεχομένως και ένα μέρος του κεντροαριστερού χώρου, συγκεντρώνοντας σχεδόν το 58% της «φιλοσυστημικής» ψήφου. Εάν το συγκρίνουμε με το 2019, μιλάμε για μια αύξηση κατά περίπου οκτώ ποσοστιαίες μονάδες.
Επειδή όμως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, προκύπτει το σημαντικό ερώτημα, τι θα γίνει αν αυτή η «κυρίαρχη» επίδραση του Κυριάκου Μητσοτάκη ατονήσει στο προσεχές μέλλον, είτε διότι θα αυξηθεί η αντισυστημική ψήφος προς τα δεξιά του είτε διότι υπάρχει σοβαρή διαρροή από το κέντρο, χωρίς συρρίκνωση της αριστερής ή της δεξιάς αντισυστημικής ψήφου, που είναι εν πολλοίς και αντιευρωπαϊκή.
Σε αυτή την περίπτωση θα προκύψει πρόβλημα κυβερνησιμότητας, ακόμη και σε καθεστώς ενισχυμένης αναλογικής, αλλά και ευρύτερης νομιμοποίησης του αποτελέσματος, καθόσον συνοδεύεται από εξίσου υψηλά επίπεδα αποχής.
Εν ολίγοις, ενδέχεται τα πολιτικά φαινόμενα να απατούν. Η χώρα αποκτά πράγματι σταθερή κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται κυρίαρχος του παιχνιδιού. Κοινοβουλευτικά βεβαίως είναι. Οι υπόγειες τάσεις, όμως, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές. Δείχνουν, αφενός, ότι για μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, περίπου το 40%, οι πολιτικές εξελίξεις είναι αδιάφορες ή απορριπτέες κι αφετέρου, ότι ένα ποσοστό 30% εκείνων που ψηφίζουν, παραμένει σφόδρα αντίθετο στο «σύστημα», αυξάνοντας σημαντικά (κατά 7%-8%) τις δυνάμεις του σε σχέση με το 2019.
Παρατηρώντας και τις τάσεις στην Ευρώπη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για «σημείο των καιρών». Η τάση για ενίσχυση της ακροδεξιάς αναπτύσσεται ήδη δυναμικά σε πολλές και διαφορετικές χώρες της Ευρώπης, μαζί της και η αντισυστημική και εν πολλοίς αντιευρωπαϊκή ψήφος. Αυτό δεν αναιρεί όμως ούτε τη σημαντικότητα του φαινομένου ούτε την ανάγκη αντιμετώπισής του στην εγχώρια πραγματικότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η υποστήριξη Ηλία Κασιδιάρη προς τους Σπαρτιάτες προφανώς ανοίγει ένα κεφάλαιο για την προστασία της Δημοκρατίας, για τη «μαχόμενη Δημοκρατία» περί της οποίας μιλά σε θεσμικό επίπεδο ερμηνείας του Συντάγματος ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Πόσο μαχόμενη όμως μπορεί να είναι μια Δημοκρατία, η λειτουργία της οποίας χάνει σταδιακά τις «καρδιές και τα μυαλά» μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης; Όταν καθίσταται απλώς «το μη χείρον βέλτιστο»; Πώς θα αμυνθεί η Δημοκρατία, όταν για τον θεμέλιο λίθο της, τις εκλογές, αδιαφορεί το 40% των πολιτών, έχοντας προφανώς απαξιώσει τις σχετικές πολιτικές διαδικασίες;
Και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί στο μέλλον η τυχόν επέλαση εκείνων που αισθάνονται αδικημένοι από το σύστημα, αλλά επιχειρούν να κάνουν κάτι γι’ αυτό, ψηφίζοντας τα αντίθετά του;
Τα ερωτήματα προκύπτουν σχεδόν αβίαστα, το θέμα είναι να μην αργήσουν οι απαντήσεις.