Το μπάχαλο και τα αδιέξοδα στη διαχείριση απορριμμάτων, αλλά και τα σκάνδαλα εκατομμυρίων ευρώ και της στασιμότητας στην ανακύκλωση αναδεικνύει ερώτηση που κατέθεσαν 27 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με πρωτοβουλία του τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτή Β’ Θεσσαλονίκης, Σωκράτη Φάμελλου.
Επισημαίνουν την εμμονή της κυβέρνησης στη λάθος στρατηγική κατεύθυνση της ενεργειακής αξιοποίησης και καύσης απορριμμάτων ενάντια στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα όπου, με τις πρόσφατες τροποποιήσεις του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Απορριμμάτων, επιτρέπει τη δήθεν μεταβατική καύση ΟΛΩΝ των απορριμμάτων.
Η χώρα, με ευθύνη του κ. Μητσοτάκη, εγκλωβίζεται στο μονόδρομο της καύσης, εφόσον μονάδες επεξεργασίας απορριμμάτων μετατρέπονται σε μονάδες παραγωγής δευτερογενών καυσίμων. Επίσης έργα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε εντάξει σε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ως δημόσια έργα μετατρέπονται σε ΣΔΙΤ. Παράλληλα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αφήνει ανοικτό το πεδίο στην «επιχειρηματική πρωτοβουλία» προκρίνοντας ιδιωτικές μονάδες και στην καύση αλλά και στην επεξεργασία απορριμμάτων.
Όσον αφορά στην ανακύκλωση, επισημαίνεται το σκάνδαλο εκατομμυρίων ευρώ όσον αφορά στην ανακύκλωση συσκευασιών, με παράνομες εθνικές και ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις μέσω και του ΕΣΠΑ και του Προγράμματος Αντώνης Τρίτσης, το οποίο έχει φτάσει πλέον μέχρι και στην Ευρ. Επιτροπή.
Αποτέλεσμα αυτού, είναι η έλλειψη πόρων και εξοπλισμού στους Δήμους και η στασιμότητα της ανακύκλωσης που παραμένει κολλημένη σε ποσοστά της τάξης του 20%. Παράλληλα, ο Ελληνικός Οργανισμός Ανακύκλωσης παρουσιάζει εικόνα διάλυσης και πλήρη αδυναμία να ανταποκριθεί στις αρμοδιότητές του, ιδιαίτερα όσον αφορά στον έλεγχο, την αξιολόγηση αλλά και την έγκριση νέων Συστημάτων Εναλλακτικής Διαχείρισης.
Η ερώτηση αναδεικνύει τέλος, και την απουσία πολιτικών πρόληψης όπου, η πολυδιαφημισμένη μεταρρύθμιση των Πλαστικών Μιας Χρήσης έχει αποδομηθεί εντελώς, η εισφορά για τα πλαστικά μιας χρήσης (κυπελάκια και περιέκτες) εφαρμόζεται περιστασιακά και έχει μετατραπεί σε φορολογικό μέτρο και δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας έλεγχος στην αγορά.