Κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στη Δυτική Μακεδονία, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφθηκε τη Δευτέρα το εργοτάξιο της υπό κατασκευής νέας πτέρυγας του «Μαμάτσειου» νοσοκομείου Κοζάνης, που θα διπλασιάσει τη δυναμικότητά του.
Στη συνέντευξη τύπου που έδωσε στα περιφερειακά ΜΜΕ την Τρίτη ρωτήθηκε «τι να τα κάνουμε τα νέα κτίρια χωρίς γιατρούς», καθώς το νοσοκομείο παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα υποστελέχωσης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη ΜΕΘ που κινδυνεύει να κλείσει και την Παιδιατρική Κλινική.
Απαντώντας ο πρωθυπουργός δεν απέφυγε την αυτοκριτική, αναγνωρίζοντας το σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλά περιφερειακά νοσοκομεία.
«Είναι μια πραγματικότητα αυτή και θέλω να είμαι ειλικρινής κάνοντας και τη δικιά μας αυτοκριτική: Φαίνεται ότι τα κίνητρα τα οποία μέχρι στιγμής έχουμε σκεφτεί και έχουμε δρομολογήσει, δεν επαρκούν ώστε να πείσουμε γιατρούς να έρθουν στα περιφερειακά νοσοκομεία και να στελεχώσουν κρίσιμες θέσεις», σημείωσε και προανήγγειλε ένα νέο σχέδιο παρεμβάσεων για την επίλυση του προβλήματος.
«Επεξεργαζόμαστε με το υπουργείο Υγείας ένα νέο σχέδιο, για το πώς μπορούμε κατά προτεραιότητα να στελεχώσουμε περιφερειακά νοσοκομεία, ειδικά σε ειδικότητες οι οποίες είναι απολύτως κρίσιμες. Πιστεύω ότι πολύ σύντομα θα μπορούμε να κάνουμε κάποιες εξαγγελίες, οι οποίες να είναι πολύ σημαντικές», τόνισε.
Ο κ. Μητσοτάκης επεσήμανε πως αποτελεί προσωπική του προτεραιότητα το νέο ΕΣΥ της δεύτερης τετραετίας, εφόσον οι πολίτες ανανεώσουν την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση στις ερχόμενες εκλογές, ενώ έκανε λόγο για αναδιάταξη δυνάμεων στον υγειονομικό χάρτη της Δυτικής Μακεδονίας.
«Υπάρχουν υποδομές, υπάρχουν τα νοσοκομεία, υπάρχει μια ολιστική προσέγγιση για το πώς μπορούμε να αναδιατάξουμε συνολικά τις δυνάμεις μας στη Δυτική Μακεδονία, έτσι ώστε κάθε νοσοκομείο να μπορεί να κάνει καλά αυτά τα οποία πρέπει να κάνει καλά. Γιατί μιλάμε για ένα δίκτυο νοσοκομείων σε μια Περιφέρεια στην οποία υπάρχει σχετικά εύκολη επικοινωνία, η οποία θα γίνει ακόμα πιο εύκολη με τα μεγάλα οδικά έργα τα οποία δρομολογούμε», υπογράμμισε.
Παρατήρησε ότι η πανδημία δοκίμασε το Εθνικό Σύστημα Υγείας και υποστήριξε πως η ανταπόκριση ήταν καλύτερη από αυτό που πολλοί περίμεναν λαμβάνοντας υπόψη τις αδυναμίες του ΕΣΥ. Παράλληλα, όμως, ανέδειξε και χρόνιες παθογένειες, που πρέπει να διορθωθούν στο πλαίσιο μιας ολιστικής προσέγγισης.
«Όταν μιλάμε για μια ολιστική προσέγγιση στην υγεία δεν μιλάμε μόνο για τα νοσοκομεία, θέλω να το τονίσω αυτό. Υπάρχουν ζητήματα στα νοσοκομεία τα οποία πρέπει να λυθούν, όμως μια προσέγγιση ολιστική για την υγεία ξεκινάει από τις πολιτικές δημόσιας υγείας, από πολιτικές που έχουν να κάνουν π.χ. με την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου, με την υγιεινή διατροφή, με τον προσυμπτωματικό έλεγχο, με την πρωτοβάθμια φροντίδα, με τον προσωπικό γιατρό. Περνάμε στη συνέχεια στα νοσοκομεία και φτάνουμε στη μετανοσοκομειακή φροντίδα», ανέφερε και κατέληξε:
«Όλα αυτά συνθέτουν ένα ολιστικό σχέδιο, ο πιο αδύναμος κρίκος αυτή τη στιγμή όμως παραμένουν τα νοσοκομεία, η στελέχωση, όχι μόνο σε γιατρούς αλλά και σε νοσηλευτικό προσωπικό».