«Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει μόνο εγκληματική πολιτική ευθύνη για την υγειονομική τραγωδία στη διάρκεια της πανδημίας. Εξίσου εγκληματική είναι η ευθύνη της για την απαξίωση της δημόσιας περίθαλψης και τα διαλυτικά φαινόμενα στο ΕΣΥ. Το αποκορύφωμα της «ανθυγιεινής» κυβερνητικής πολιτικής, είναι η χωρίς προσχήματα υλοποίηση του σχεδίου της σταδιακής ιδιωτικοποίησης του δημόσιου συστήματος υγείας, αναφέρει σε δήλωσή του ο αρμόδιος τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ Α. Ξανθός.
Οπως αναφέρει: «καταργώντας την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση των γιατρών ΕΣΥ, προωθώντας ιδιωτικές επενδύσεις στις δημόσιες δομές (ΣΔΙΤ) και, εσχάτως, επαναφέροντας τους εργολάβους στα δημόσια νοσοκομεία. Οδηγώντας ταυτόχρονα σε απόλυση περίπου 6.000 συμβασιούχους ορισμένου χρόνου (ΣΟΧ) που εργάζονται εδώ και χρόνια στους τομείς της καθαριότητας, της φύλαξης και της σίτισης και έχουν συνεισφέρει με αυταπάρνηση στην προστασία της Δημόσιας Υγείας.
Η επάνοδος του ΕΣΥ στο καθεστώς των ιδιωτικών συνεργείων, δεν αιτιολογείται με κανένα τρόπο. Κοστίζει πολύ παραπάνω στο Κράτος και μετατρέπει ξανά τις δημόσιες δομές υγείας σε πεδίο «εργασιακής γαλέρας» και σκληρής εκμετάλλευσης. Είναι μια αμιγώς πολιτική απόφαση που υπηρετεί απροσχημάτιστα τη νεοφιλελεύθερη εμμονή της κυβέρνησης Μητσοτάκη για «λιγότερο Κράτος και περισσότερη αγορά» στην Υγεία, αλλά, κυρίως, εξυπηρετεί συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα που έχασαν την προνομιακή τους πρόσβαση στο δημόσιο χρήμα κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε, με την έξοδο των εργολάβων και το θεσμό των ατομικών συμβάσεων (ΣΟΧ), σε μια παρέμβαση από-ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ και εργασιακής αξιοπρέπειας για το προσωπικό των υποστηρικτικών υπηρεσιών στα νοσοκομεία.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επαναφέρει το χρεωκοπημένο μοντέλο των εργολαβικών συνεργείων, αδιαφορώντας για την τύχη χιλιάδων συμβασιούχων που θα απολυθούν και για τη βλαπτική μεταβολή στις συνθήκες εργασίας και αμοιβής όσων καταφέρουν να βρουν δουλειά στους εργολάβους.
Η καθολική αντίδραση των υγειονομικών σ’ αυτή την εξέλιξη και η διεκδίκηση της παράτασης και της ανανέωσης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, είναι ζήτημα υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος και των εργασιακών δικαιωμάτων από τις ιδεοληψίες και τις ιδιοτέλειες μιας κυβέρνησης που δεν σέβεται ούτε το Δημόσιο Σύστημα Υγείας ούτε το Κράτος Δικαίου».