Σοβαρές ενστάσεις σε ρυθμίσεις του νομοσχεδίου της κυβέρνησης που αφορούν τη λειτουργία της ΕΥΠ και τις παρακολουθήσεις διατυπώνει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων σε γνωμοδότησή της.
Αναλυτικά:
Οι διατάξεις που ρυθμίζουν τις αρμοδιότητες της Ε.Υ.Π. και τις διαδικασίες άρσης του απορρήτου, αποτελούν διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζεται επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως αυτών που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της παρακολούθησης για διαφόρους σκοπούς. Με δεδομένο ότι μέσω του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 10 παρ. 5, εμμέσως πλην σαφώς, έχει περιοριστεί δραστικά, αν δεν έχει εξαιρεθεί κατ’ ουσίαν ο έλεγχος αυτών των δραστηριοτήτων της Ε.Υ.Π. από την Αρχή και λαμβάνοντας υπόψη την ουσιαστική απουσία διατάξεων – αναφορών στην προστασία δεδομένων στις προτεινόμενες διατάξεις, τίθεται θέμα νομιμότητας – συνταγματικότητας ενόψει της διάταξης του άρθρου 9Α του Συντάγματος και της Σύμβασης 108 καθώς, δεν υφίσταται επί της ουσίας προστασία προσωπικών δεδομένων, όταν τελείται οποιαδήποτε δραστηριότητα - επεξεργασία από την Ε.Υ.Π. Τούτο δε καθίσταται ιδιαιτέρως εμφανές ενόψει των προτεινόμενων διατάξεων των άρθρων 4 και 5 με τις οποίες προβλέπεται η διαδικασία και οι προϋποθέσεις γνωστοποίησης του μέτρου της άρσης του απορρήτου και η διαχείριση του υλικού (αρχείο επεξεργασίας).
Με τις διατάξεις αυτές περιορίζεται το δικαίωμα των υποκειμένων στην ενημέρωση, το οποίο είναι μεν νομικά επιτρεπτό, εφόσον τηρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις, αλλά παραλείπεται κάθε αναφορά και πρόβλεψη για την άσκηση των υπόλοιπων δικαιωμάτων του υποκειμένου (πρόσβασης, εναντίωσης περιορισμού), τα οποία μάλιστα ακυρώνονται επί της ουσίας στο πλαίσιο των χρονικών προθεσμιών, που τίθενται στην παρ. 7 του άρθρ. 4 συνδυαζόμενη με την παρ. 1 του άρθρ. 5.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ) έχει δεχθεί ως νόμιμους τους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων, εφόσον δεν περιορίζουν τον πυρήνα αυτών. Δεδομένου ακόμη, ότι με τις σχετικές διατάξεις του σχεδίου νόμου δεν προβλέπονται ειδικότερες ρυθμίσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων, ενώ καθίστανται ανενεργές οι σχετικές ρυθμίσεις των άρθρων 54, 55 και 56 του ν. 4624/2019 για την άσκηση δικαιωμάτων, λαμβάνοντας υπόψη και ότι η Αρχή δεν δύναται σύμφωνα με το άρθρ. 10 παρ. 5 συνδυαζόμενο με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθ. 56 του ιδίου νόμου να ασκήσει τα δικαιώματα του υποκειμένου αντ’ αυτού και να επαληθεύσει τη νομιμότητα αλλά και να λειτουργήσει ως μέσο - με εχέγγυα ανεξαρτησίας - άσκησης προσφυγής (ενόψει και της απουσίας στο σχέδιο νόμου ενός μέσου ελέγχου και μέσου προσφυγής αναφορικά με την διενεργούμενη επεξεργασία από τα αρμόδια όργανα – υπεύθυνο επεξεργασίας) για το υποκείμενο των δεδομένων, δημιουργούνται έντονες αμφιβολίες, όπως αναφέρθηκε, για τη νομιμότητα των διατάξεων και τήρηση των απαιτήσεων που τίθενται από την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) κατά την αυθεντική ερμηνεία της ΕΣΔΑ για τον νόμιμο περιορισμό των δικαιωμάτων. Ακόμη κι αν συνειδητά προκρίνεται ο αποκλεισμός της Αρχής ως εποπτικού φορέα (σε αντίθεση με το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς προστασίας προσωπικών δεδομένων του ν. 2472/1997), η νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων παραμένει σε ισχύ, όπως άλλωστε αναφέρεται στο άρθρ. 5 του ν. 3649/2008 (νόμος Ε.Υ.Π.). Σε αυτή την περίπτωση όμως θα έπρεπε ρητά να προβλεφθεί και οριστεί εποπτική αρχή για την Ε.Υ.Π.
* Δείτε όλη την Γνωμοδότηση στη στήλη Συνοδευτικό Υλικό