Στον πρωθυπουργό επιρρίπτει την αποκλειστική ευθύνη για το "σκάνδαλο των παρακολουθήσεων" ο Αλέξης Τσίπρας σε άρθρο του που δημοσιεύεται σήμερα στην Εφημερίδα των Συντακτών και στο οποίο εκτιμά πως ο Κ. Μητσοτάκης βρίσκεται "σε ελεύθερη πτώση".
"Οι μέχρι σήμερα αποκαλύψεις για τις «νόμιμες» και παράνομες παρακολουθήσεις πολιτικών και δημοσιογράφων στοιχειοθετούν βαρύτατη προσβολή του Συντάγματος και αφήνουν βαθύ τραύμα στη δημοκρατική λειτουργία του Πολιτεύματος. Και αποκλειστικά υπεύθυνος για αυτή την εκτροπή είναι, χωρίς αμφιβολία, ο ίδιος ο κος Μητσοτάκης. Όχι μόνο γιατί ως Πρωθυπουργός έχει την αντικειμενική ευθύνη, αλλά και γιατί έσπευσε από τη πρώτη μέρα της διακυβέρνησής του να αναλάβει με νόμο, ο ίδιος, την ευθύνη της ΕΥΠ", σημειώνει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ενώ τον κατηγορεί ότι "επιχειρεί να διασωθεί μεταθέτοντας τις ευθύνες του στη "χούντα του Μαξίμου", που ο ίδιος όμως επέλεξε και στήριξε".
Ο Αλ. Τσίπρας, αφού καταγγέλλει "δημόσια ψέμματα" από τους στενούς συνεργάτες του πρωθυπουργού, τονίζει πως δεν υπάρχει "καμία αμφιβολία για τις προθέσεις αλλά και την ενοχή, τόσο των ιδίων όσο και του πολιτικού τους προϊστάμενου". Καταλογίζει, δε, στον Κ. Μητσοτάκη ότι "αποφεύγει να απαντήσει" στα κρίσιμα ερωτήματα, "μεγεθύνοντας" τις "υποψίες" ότι "δεν είναι απλά ένας επικίνδυνα ‘ανέμελος' πρωθυπουργός, αλλά ο προϊστάμενος μιας σκοτεινής ομάδας που λειτουργούσε ως εγκληματική οργάνωση, παραβιάζοντας το Σύνταγμα και κάθε δημοκρατική αξία".
Συγκεκριμένα, υποστηρίζει στο άρθρο του ότι "προφανώς, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης δεν τέθηκε υπό παρακολούθηση για λόγους εθνικού κινδύνου", αλλά για την έρευνά του σχετικά με την τροποποίηση από την κυβέρνηση του ποινικού κώδικα "προκειμένου να δοθεί ασυλία στα υψηλόβαθμα στελέχη τραπεζών", ενώ για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη μιλάει για "πρόθεση" των πολιτικών του αντιπάλων "να τον θέσουν υπό ‘επιτήρηση' και εάν προέκυπτε η δυνατότητα υπό διαρκή πολιτικό εκβιασμό".
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αξιολογεί ως "μια τελευταία πολιτική ευκαιρία" του πρωθυπουργού "να φύγει με κάποια αξιοπρέπεια", την επιλογή "της ανάληψης της πολιτικής ευθύνης, της παραίτησης και της προσφυγής στη κρίση του ελληνικού λαού". "Αν δε το πράξει, μπορεί να φαντασιώνεται ότι βρίσκεται ακόμη σε πτήση, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Που στο τέλος της θα έχει αναπόφευκτα την πρόσκρουση", υπογραμμίζει.
Συνεχίζοντας, ο Αλ. Τσίπρας στρέφεται στην "επόμενη μέρα" και τονίζει πως "δεν αρκεί η απλή εναλλαγή στην εξουσία". Όπως αναφέρει, "αυτό που απαιτείται είναι ένα σχέδιο ανάταξης και ανασύνταξης της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας. Ένα σχέδιο θεσμικής επανεκκίνησης, που θα αφορά όχι μόνο την ΕΥΠ, αλλά και τη Δικαιοσύνη, τη λειτουργία των ΜΜΕ, τις ανεξάρτητες αρχές και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς" με "σοβαρές και θαρραλέες μεταρρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν περισσότερη δημοκρατία, διαφάνεια, λογοδοσία, δικαιοσύνη και αξιοκρατία".
"Και μια κυβέρνηση δημοκρατικής ομαλότητας, αλλαγής, και προόδου, είναι η μόνη απάντηση στην εκτροπή, τις παρακρατικές μεθόδους και την καθεστωτική φαυλότητα που μας έχει οδηγήσει η τρίχρονη διακυβέρνηση Μητσοτάκη", καταλήγει ο Αλ. Τσίπρας.
Ολόκληρο το άρθρο:«Οι μέχρι σήμερα αποκαλύψεις για τις «νόμιμες» και παράνομες παρακολουθήσεις πολιτικών και δημοσιογράφων στοιχειοθετούν βαρύτατη προσβολή του Συντάγματος και αφήνουν βαθύ τραύμα στη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Και αποκλειστικά υπεύθυνος για αυτή την εκτροπή είναι, χωρίς αμφιβολία, ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης. Οχι μόνο γιατί ως πρωθυπουργός έχει την αντικειμενική ευθύνη, αλλά και γιατί έσπευσε από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής του να αναλάβει με νόμο ο ίδιος την ευθύνη της ΕΥΠ.
Η τηλεοπτική του απολογία για το συγκλονιστικό σκάνδαλο αποδεικνύει ότι παραμένει αδιάφορος για την αλήθεια, την ηθική και τον σεβασμό του κράτους δικαίου.
Τη στιγμή που έγκριτα διεθνή ΜΜΕ συγκρίνουν το καθεστώς του με των συνταγματαρχών, ο πρωθυπουργός, σε μια εκδήλωση πολιτικής και προσωπικής δειλίας, επιχειρεί να διασωθεί μεταθέτοντας τις ευθύνες του στη «χούντα του Μαξίμου», που ο ίδιος όμως επέλεξε και στήριξε. Τα δε προκλητικά δημόσια ψέματα των πιο κοντινών συνεργατών του υπουργών, όπως ο κ. Οικονόμου, ο κ. Γεραπετρίτης και ο κ. Πιερρακάκης, από την ημέρα της πρώτης καταγγελίας του δημοσιογράφου Θ. Κουκάκη μέχρι και την αποκάλυψη της επίσημης επισύνδεσης από την ΕΥΠ στο κινητό τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις αλλά και την ενοχή τόσο των ιδίων όσο και του πολιτικού τους προϊστάμενου.
Τα αναπάντητα ερωτήματα ωστόσο είναι τόσα πολλά και τόσο κρίσιμα, που όσο ο κ. Μητσοτάκης αποφεύγει να τα απαντήσει τόσο μεγεθύνονται οι υποψίες όλων ότι όσα μέχρι τώρα γνωρίζουμε αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου.
Οι υποψίες, δηλαδή, ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι απλώς ένας επικίνδυνα «ανέμελος» πρωθυπουργός, αλλά ο προϊστάμενος μιας σκοτεινής ομάδας που λειτουργούσε ως εγκληματική οργάνωση, παραβιάζοντας το Σύνταγμα και κάθε δημοκρατική αξία.
Διότι προφανώς ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης δεν τέθηκε υπό παρακολούθηση για λόγους εθνικού κινδύνου, αλλά επειδή τόλμησε να ασχοληθεί, να ερευνήσει και να αρθρογραφήσει για τη νομοθετική πρωτοβουλία Μητσοτάκη να τροποποιήσει τους ποινικούς κώδικες, με πρόσχημα την αυστηρότερη αντιμετώπιση της ρίψης μολότοφ αλλά στην πραγματικότητα προκειμένου να δοθεί ασυλία στα υψηλόβαθμα στελέχη τραπεζών που αντιμετώπιζαν βαρύτατες κατηγορίες για ανοιχτές ποινικά υποθέσεις θαλασσοδανείων.
Και ο κ. Ανδρουλάκης προφανώς δεν τέθηκε υπό παρακολούθηση επειδή είχε επαφές με Κινέζους δράκους, Αρμένιους ή Ουκρανούς μαχητές του Αζόφ, αλλά επειδή η εγκληματική οργάνωση είχε την πρόθεση να τον θέσει υπό «επιτήρηση» και εάν προέκυπτε η δυνατότητα υπό διαρκή πολιτικό εκβιασμό.
Με αυτά ως δεδομένα είναι προφανές ότι αυτή η υπόθεση δεν μπορεί και δεν θα τελειώσει δίχως περαιτέρω εξηγήσεις και αποκαλύψεις. Και σε κάθε περίπτωση καμία μιντιακή υπεροπλία και καμία συστημική στήριξη δεν θα αποβεί ικανή να εξισορροπήσει την απώλεια στήριξης και την περιδίνηση στην οποία βρίσκεται και θα βρίσκεται μέχρι τέλους ο κ. Μητσοτάκης.
Εχει βέβαια μια τελευταία πολιτική ευκαιρία να φύγει με κάποια αξιοπρέπεια. Επιλέγοντας τον δρόμο της ανάληψης της πολιτικής ευθύνης, της παραίτησης και της προσφυγής στην κρίση του ελληνικού λαού. Αν δεν το πράξει, μπορεί να φαντασιώνεται ότι βρίσκεται ακόμη σε πτήση, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Που στο τέλος της θα έχει αναπόφευκτα την πρόσκρουση.
Σε κάθε περίπτωση όμως το κρίσιμο δεν είναι τι θα πράξει ο κ. Μητσοτάκης, αλλά το ποια θα είναι η επόμενη μέρα για τον τόπο. Πώς την αντιλαμβανόμαστε και πώς θα την προετοιμάσουμε.
Διότι εδώ που φτάσαμε δεν αρκεί να επιδιώκουμε μια απλή εναλλαγή στην εξουσία. Αυτό που απαιτείται είναι ένα σχέδιο ανάταξης και ανασύνταξης της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας. Ενα σχέδιο θεσμικής επανεκκίνησης, που θα αφορά όχι μόνο την ΕΥΠ, αλλά και τη Δικαιοσύνη, τη λειτουργία των ΜΜΕ, τις ανεξάρτητες αρχές και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Απέναντι στο μαύρο σκοτάδι της καθεστωτικής απολυταρχίας και το κράτος ιδιωτικό-οικογενειακό λάφυρο να αντιπαραβάλουμε σοβαρές και θαρραλέες μεταρρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν περισσότερη δημοκρατία, διαφάνεια, λογοδοσία, δικαιοσύνη και αξιοκρατία.
Ο δημοκρατικός και προοδευτικός κόσμος, η δημοκρατική παράταξη, οφείλει να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα, σύνεση και ανένδοτη δημοκρατική μαχητικότητα αυτό το εθνικής σημασίας στοίχημα.
Γιατί οι υπαρκτές διαφορές δεν μπορούν να αποκρύψουν τον κοινό στόχο: την υπεράσπιση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των δικαιωμάτων και της ασφάλειας του πολίτη.
Και μια κυβέρνηση δημοκρατικής ομαλότητας, αλλαγής και προόδου είναι η μόνη απάντηση στην εκτροπή, τις παρακρατικές μεθόδους και την καθεστωτική φαυλότητα που μας έχει οδηγήσει η τρίχρονη διακυβέρνηση Μητσοτάκη».