Τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσει όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά το μείζον πρόβλημα της ακρίβειας στην ενέργεια αναζητά η Κυβέρνηση. Πλέον, οι φουσκωμένοι λογαριασμοί και οι επακόλουθες ανατιμήσεις στο σύνολο των προϊόντων αποτελούν τον μεγαλύτερο «πονοκέφαλο» για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και το επιτελείο του, δεδομένου ότι η ένταση της πανδημίας σταδιακά -με πολύ αργούς ρυθμούς πάντως- έχει αρχίσει να αποκλιμακώνεται. Το πρόβλημα, όπως αναγνωρίζει υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος, είναι ότι «ενώ γίνεται ό,τι είναι δυνατόν -εντός των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της οικονομίας μας- για να στηριχθούν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η ενεργειακή κρίση, οι τιμές πρωτίστως του φυσικού αερίου σε διεθνές επίπεδο έχουν εκτοξευθεί σε πρωτοφανή μεγέθη. Αυτό το γεγονός δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη και την Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι πολίτες να μην μπορούν να αντιληφθούν στην τσέπη τους τη σημαντική κρατική βοήθεια, στην πραγματική της διάσταση».
Ο πρωθυπουργός, κατά τη συνέντευξη που παραχώρησε στον ΣΚΑΪ, διαβεβαίωσε πως η κυβέρνηση θα συνεχίσει να στηρίζει όσους το έχουν ανάγκη και για όσο διάστημα χρειαστεί με διαρκείς παρεμβάσεις. «Κανένα μέτρο χωρίς μέτρημα, στοχευμένα και όχι οριζόντια μέτρα που στηρίζουν πρωτίστως τους πιο αδύναμους», τόνισε, αναφερόμενος κατ’ αρχήν στον Μάρτιο και τον Απρίλιο, ενώ εξέφρασε την αισιοδοξία του πως από την άνοιξη θα αρχίσουν να αποκλιμακώνονται οι τιμές της ενέργειας.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο προσδοκούν ότι μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου του έτους, τόσο η υγειονομική όσο και η ενεργειακή κρίση θα έχουν ξεπεραστεί, τουλάχιστον στην οξύτερη μορφή τους, προκειμένου η χώρα να επιστρέψει σε μια φυσιολογική κατάσταση και να αρχίσουν να φαίνονται με μεγαλύτερη σαφήνεια τα αποτελέσματα της εφαρμοζόμενης μεταρρυθμιστικής πολιτικής.
Από εκεί και πέρα, θεωρούν πως η «μεγάλη εικόνα», με αιχμή του δόρατος την οικονομία, είναι θετική για τη χώρα και πλέον θα μπορεί να αποτυπωθεί και εμπράκτως στον κόσμο. Εστιάζουν σε ένα πλέγμα μέτρων, όπως η μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, η διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, ενώ επικαλούνται τα επίσημα στοιχεία για το 2021 και τις προβλέψεις της Ε.Ε. και της Ε.Κ.Τ. για το επόμενο διάστημα, καθώς και μια σειρά δεικτών που -όπως λένε- «δικαιώνουν την οικονομική πολιτική και εκπέμπουν αισιοδοξία για το μέλλον».
Τίτλοι τέλους
Κομβικό σημείο σε αυτή την προσπάθεια είναι να βγει η χώρα μας από την ενισχυμένη εποπτεία φέτος και να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα από τους πρώτους μήνες του 2023. Έτσι, ευελπιστούν να ξεκλειδώσουν «δισεκατομμύρια πόρων τα οποία θα μπορούν να επενδυθούν πια στην Ελλάδα», ενώ έμφαση δίνεται και στην πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ εντός του έτους.
Όσον αφορά τους στόχους του για τη συνέχεια, ο πρωθυπουργός υπογράμμισε την υποχρέωσή του να βάλει «οριστικούς τίτλους τέλους στην περιπέτεια την οποία πέρασε η χώρα την τελευταία δεκαετία». Και αυτό, σύμφωνα με την κυβερνητική επιχειρηματολογία, θα είναι πολύ πιο εμφανές στο τέλος της τετραετίας, το 2023, παρά την φετινή χρονιά, η οποία ακόμα είναι γεμάτη με «αγκάθια». Εξ’ ου και η σταθερή θέση του κ. Μητσοτάκη για στήσιμο των εθνικών καλπών «στην ώρα τους». Στην υλοποίηση αυτού του σχεδιασμού, σημαντικός παράγοντας θα είναι ο τουρισμός, ο «μεγάλος αιμοδότης της οικονομίας, του προϋπολογισμού και του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών», όπως τον χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός. «Θα λειτουργήσει πολύ καλύτερα, θα έχουμε πολύ περισσότερους επισκέπτες από ό,τι είχαμε πέρυσι, όπου και πέρυσι ξεπεράσαμε κατά πολύ και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις μας», σημείωσε.
Βεβαίως, μεγάλο ερωτηματικό θα είναι ο προϋπολογισμός του 2023 και ο φόβος νέων μέτρων, όπως διατυπώνεται από διάφορες πλευρές, ταυτόχρονα με την τύχη του Συμφώνου Σταθερότητας κατά το επόμενο έτος. Από το Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο εκφράζουν την ελπίδα ότι θα αποφευχθούν νέες δυσάρεστες εκπλήξεις και με το συγκεκριμένο φόντο να οδηγηθεί η χώρα στις εκλογές. Σε αυτές ένα από τα διλήμματα που θα θέσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στους πολίτες θα είναι αυτό της πολιτικής σταθερότητας της χώρας, γι’ αυτό θα ζητήσει την ανανέωση της εμπιστοσύνης τους.
«Αν καταφέρουμε -και θα τα καταφέρουμε- με μια σταθερή κυβέρνηση την επόμενη τετραετία να έχουμε ρυθμούς ανάπτυξης πολύ μεγαλύτερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τότε πραγματικά στο τέλος της οκταετίας -εφόσον μας εμπιστευτούν και πάλι οι Έλληνες πολίτες- θα μπορούμε να πούμε, ναι, αλλάξαμε την χώρα», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός, περιγράφοντας το όραμά του για την επόμενη μέρα.