Αισιόδοξους τόνους επιμένει να καλλιεργεί η Κυβέρνηση, όσον αφορά την πορεία της πανδημίας. Παρά τους σταθερά πολύ υψηλούς αριθμούς των νεκρών, των διασωληνωμένων και των νέων εισαγωγών στα Νοσοκομεία κατά τις τελευταίες μέρες, στο Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Υγείας τις αποδίδουν στα… υπόλοιπα της μετάλλαξης «Δέλτα» που πιέζει ακόμα το ΕΣΥ και εκτιμούν ότι σύντομα, από τις αρχές Φεβρουαρίου, η κατάσταση θα είναι εμφανώς βελτιωμένη.
Ο βασικός λόγος, σύμφωνα με το πρωθυπουργικό περιβάλλον, για τον οποίο το σύστημα υγείας εξακολουθεί να δοκιμάζεται είναι το γεγονός ότι την προηγούμενη περίοδο, όταν η «δέλτα» ήταν η απόλυτη κυρίαρχη στην ελληνική κοινωνία, οι ανεμβολίαστοι πολίτες, κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας, αποδείχθηκαν ευάλωτοι απέναντι στη βαριά νόσηση. Συνέπεια τούτου είναι οι μακράς διάρκειας νοσηλείες, συχνά με άσχημο τέλος, με τα σχετικά στατιστικά στοιχεία να προβληματίζουν ιδιαίτερα τους επιστήμονες.
Χθες, ένας ακόμα, ο Νίκος Καπραβέλος, συντονιστής διευθυντής Β’ ΜΕΘ Παπανικολάου, ανέφερε πως «οι θάνατοι είναι υψηλοί στη χώρα. Είναι σημείο που προσβάλει όλο το σύστημα υγείας και τη χώρα ολόκληρη... Σε άλλες χώρες το έχουν αντιμετωπίσει, δυστυχώς η Ελλάδα δεν κατάφερε να το αντιμετωπίσει». Κατά τον ίδιο, τρεις είναι οι παράγοντες που οδηγούν σε υψηλούς θανάτους, η νοσηρότητα του ιού, το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης και οι δυνατότητες του συστήματος υγείας, ενώ χαρακτήρισε «πληγή» για το ΕΣΥ την υποστελέχωση των μονάδων.
Προσωπικό και ΜΕΘ
Από την άλλη, τα κυβερνητικά στελέχη, όπως ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, επαναλαμβάνουν την ενίσχυση της δημόσιας υγείας, με «μεγάλη αύξηση και σε προσωπικό, πέραν των 10.000, και υπερδιπλασιασμό σε κλίνες εντατικής θεραπείας», ενώ διαβεβαιώνουν πως συνεχίζονται οι περαιτέρω κινήσεις. Σημειώνουν, ως παραδείγματα, τη συμφωνία με τις ιδιωτικές κλινικές στην Αθήνα για να εξασφαλιστούν απλές κλίνες για Covid, την επίταξη των υπηρεσιών ιδιωτών γιατρών, καθώς και τον διορισμό γιατρών στα νοσοκομεία.
Με αυτή την στρατηγική, όπως λένε, θα ξεπεραστεί και αυτή η δύσκολη περίοδος των δύο – τριών επόμενων εβδομάδων, μετά τις οποίες αναμένεται να αρχίσει η άρση των περιοριστικών μέτρων που χθες πήραν παράταση μιας ακόμα εβδομάδας από την Επιτροπή των λοιμωξιολόγων του υπουργείου Υγείας.
«Θεωρώ ότι είμαστε πολύ κοντά στην άρση αυτών των περιορισμών που μπήκαν από το τέλος του χρόνου και μετά», εκτίμησε χθες (στον ΣΚΑΪ) ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, αναγνώρισε πως -παρά την μείωση των κρουσμάτων- η πίεση στο σύστημα υγείας υφίσταται ακόμη και υπενθύμισε πως βρισκόμαστε στη δεύτερη εβδομάδα λειτουργίας με την δια ζώσης εκπαίδευση στα σχολεία και προφανώς όλα αυτά τα στοιχεία συνυπολογίζονται.
Προβληματισμός υπάρχει εξάλλου και για το μεγάλο -κατά τις εκτιμήσεις των ειδικών- αριθμό των ασυμπτωματικών φορέων και της αυξημένης μεταδοτικότητας της μετάλλαξης «όμικρον», κάτι που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τα αυξημένα τεστ.
Και όλα αυτά, ενώ προ των πυλών βρίσκεται η υλοποίηση του κυβερνητικού σχεδίου για το νέο ΕΣΥ. Σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας, Θάνο Πλεύρη, με αφετηρία τα 1,5 δις ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό θα δοθεί στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Στόχος, όπως εξήγησε, είναι να αναβαθμιστούν συνολικά όλες οι παρεχόμενες υπηρεσίες, ενώ διεμήνυσε πως -όπου χρειαστεί- θα υπάρξουν συνέργειες και με τον ιδιωτικό τομέα, στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, στα Νοσοκομεία και στον ΕΟΠΥΥ.