«Η μάχη του Προϋπολογισμού μπορεί για την κυβερνητική πλειοψηφία να έχει παραδοσιακά το χαρακτήρα της ψήφου εμπιστοσύνης, αλλά έχει και το χαρακτήρα της αντίθεσης, της καταγγελίας και της αντιπρότασης για τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Άρα πρέπει να δούμε αυτήν την αντιπαράθεση ως μία συνολική κοινοβουλευτική μάχη σύγκρουσης με την εφαρμοζόμενη πολιτική Μητσοτάκη”.
Με αυτή τη θέση απευθύνθηκε ο Αλέξης Τσίπρας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, την οποία συγκάλεσε μία ημέρα πριν αρχίσει στη Βουλή πενθήμερη συζήτηση για τον νέο Προϋπολογισμό.
Όπως πρόσθεσε, η εν λόγω μάχη έρχεται στη στιγμή της “διπλής πανδημίας”:
- Από τη μία της υγειονομικής, που πάει κάθε μέρα από το κακό στο χειρότερο, με τη χώρα τους τελευταίους μήνες πρωταθλήτρια σε όλη τη Δυτική Ευρώπη σε απώλειες ανά εκατομμύρο πληθυσμού και με το ΕΣΥ υπό κατάρρευση. Και αυτό διαμορφώνει αντικειμενικά βαρύτατες ευθύνες για την κυβέρνηση και τους χειρισμούς της.
- Από την άλλη με την «πανδημία» της ακρίβειας, η οποία ακόμα δεν έχει κορυφωθεί. "Βρισκόμαστε στην άνοδο του φαινομένου που πλήττει πολύ βαριά νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Οι τρομακτικές ανατιμήσεις σε όλα τα προϊόντα και κυρίως οι εξωφρενικές αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος και στην ενέργεια βγάζουν εκτός προϋπολογισμού νοικοκυριά και επιχειρήσεις και οδηγούν σε ραγδαία μείωση εισοδήματος και αγοραστικής δύναμης", υπογράμμισε.
"Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι την ώρα της συζήτησης στη Βουλή, η πλειοψηφία των επαγγελματιών, οι αγρότες, οι μισθωτοί και κυρίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωποι με μία τρομακτική διόγκωση του κόστους παραγωγής και συρρίκνωσης του εισοδήματος, ενώ τα νοικοκυριά βρίσκονται αντιμέτωπα με το σύνδρομο της τρίτης εβδομάδας. Τα χρήματά τους δηλαδή τελειώνουν πριν καν ολοκληρωθεί η τρίτη εβδομάδα του μήνα".
Αναφερόμενος στα οικονομικά στοιχεία του νέου Προϋπολογισμού, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρέπεμψε στα νούμερα που δίνουν στοιχεία ανάκαμψης, μετά την τρομακτική ύφεση του περασμένου έτους.
Και εξήγησε ότι είναι άλλο να μιλά κανείς για βιώσιμη ανάπτυξη και άλλο να μιλάμε για ανάκαμψη, το rebound δηλαδή, από την περσινή χρονιά που είχαμε πτώση του ΑΕΠ κοντά στις 9 μονάδες.
Ειδικότερα τόνισε:
Το κρίσιμο θέμα είναι εάν αυτή η ανάκαμψη θα είναι συμπεριληπτική, θα αφορά δηλαδή την πλειοψηφία των πολιτών, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ή αν θα αφορά κάποιους λίγους που θα έχουν αύξηση κερδών ακόμη και στη περίοδο της πανδημίας. Ενώ εξίσου κρίσιμο θέμα είναι η βιωσιμότητα, η προοπτική και η πορεία της ελληνικής οικονομίας συνολικά.
Δεν είναι λοιπόν υπερβολή ότι στην Ελλάδα του κ. Μητσοτάκη ευημερούν οι αριθμοί αλλά υποφέρουν οι άνθρωποι.
Ένα βασικό στοιχείο στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση παρουσιάζει έναν προϋπολογισμό, ο οποίος θεωρεί λήξασα τη πανδημία και παροδικό το κύμα ανατιμήσεων και ακρίβειας.
Ο λόγος που ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του καταθέτουν αυτόν τον εκτός τόπου και χρόνου προϋπολογισμό, αγνοώντας και την εν εξελίξει κρίση της πανδημίας και την ακρίβεια, είναι οι δεσμεύσεις τους, οι οποίες αποτυπώθηκαν στο Μεσοπρόθεσμο που εγκρίθηκε τον περασμένο Ιούνιο, για δημοσιονομική προσαρμογή μέσα στο 2022 και το 2023 της τάξεως των 9 ποσοστιαίων μονάδων.
Πρόκειται για μια τρομακτική δημοσιονομική προσαρμογή εν μέσω πανδημίας και έκρηξης της ενεργειακής κρίσης.
Η κυβέρνηση έχει θέσει στόχο να πάει το πρωτογενές έλλειμμα από το 7% στο 1% στο τέλος του 2022 και στο +2% πλεόνασμα στο τέλος του 2023.
Η δημοσιονομική προσαρμογή 9 μονάδων σε δύο χρόνια είναι αντίστοιχη της τρομακτικής δημοσιονομικής προσαρμογής που έγινε το 2013, την πιο σκληρή μνημονιακή περίοδο. Και είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί χωρίς δραματικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και έκρηξη των ανισοτήτων.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν τον λόγο για τον οποίον η κυβέρνηση αποφασίζει να καταθέσει έναν προϋπολογισμό που θεωρεί λήξασα πανδημία και κόβει με το μαχαίρι τις δαπάνες ενίσχυσης και τα μέτρα στήριξης.
Επομένως, η κριτική μας στην κυβέρνηση αφορά και στην πλασματική εικόνα που καλλιεργεί για τη χώρα και την πανδημία αλλά και στην άρνηση να στηρίξει τις ευπαθείς κοινωνικές, οικονομικές και επαγγελματικές ομάδες λόγω της πανδημίας, εξαιτίας των δεσμεύσεών της στο μεσοπρόθεσμο. Καθώς και στην ατολμία της να διεκδικήσει από τώρα την αναθεώρηση του Σύμφωνου Σταθερότητας.
Η πρόβλεψη – δέσμευση Μητσοτάκη για 2% πρωτογενές πλεόνασμα το 2023 έρχεται την ώρα που η συζήτηση αυτή για το πού θα «προσγειωθεί» η ΕΕ την επομένη της πανδημίας και την ανάδειξη μίας εναλλακτικής ατζέντας απέναντι στις αποτυχημένες συνταγές λιτότητας που εφαρμόστηκαν στην προπανδημική περίοδο, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη απουσιάζει από αυτή τη συζήτηση. Σημαντικό στοιχείο της κριτικής μας απέναντι στον παρόντα προϋπολογισμό αποτελεί ο σχεδιασμός κατανομής των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ένας σχεδιασμός που βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο. Δεν βάζει μπροστά τις ανάγκες και τους στόχους.
Δεν έχει σαν στόχο μια συμπεριληπτική βιώσιμη ανάπτυξη. Δεν έχει σαν στόχο την άμβλυνση των ανισοτήτων και κυρίως και των περιφερειακών ανισοτήτων, ούτε καν τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία πλήρως αποκλεισμένες. Δεν έχει σαν στόχο την μείωση της ανεργίας. Αλλά πρώτα σχεδιάζουν το πώς θα μοιράσουν τα χρήματα σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και μετά με βάση την μοιρασιά που έχουν προαποφασίσει, βλέπουν ποιοι στόχοι μπορούν να υλοποιηθούν.
Αλλά ακόμα και έτσι, η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη επιδεικνύει μία πρωτοφανή αναποτελεσματικότητα να προχωρήσει εγκαίρως στην απορρόφηση αυτών των χρημάτων. Ήδη με βάση τον περσινό προϋπολογισμό, προέβλεπαν εκταμίευση 1,5 δις. ευρώ μέσα στο 2022. Αυτό αναθεωρήθηκε κατά την κατάθεση του Μεσοπροθέσμου στα 650 εκατομμύρια, για να κλείσει τελικά η παρούσα χρήση με εκταμίευση που όπως όλα δείχνουν δεν θα ξεπερνά τα 150 εκατ. ευρώ.
Στο σκέλος της υγειονομικής κρίσης, όχι μόνο δεν προβλέπει αυξημένες δαπάνες για την Υγεία, αλλά αντίθετα προβλέπει και τρομακτική μείωση των δαπανών σχεδόν 800 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για μία εγκληματική απόφαση.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν αρνείται να στηρίξει το ΕΣΥ μόνο λόγω απροθυμίας να δαπανήσει για το κοινωνικό κράτος αλλά και από ιδεοληπτική εμμονή, αφού έχει αφήσει εδώ και δύο χρόνια χωρίς στήριξη το δημόσιο σύστημα Υγείας και τους υγειονομικούς. Ακριβώς γιατί η αντίληψή του για την οικονομία και την κοινωνία δεν είναι η αντίληψη ενός ισχυρού δημόσιου χώρου αλλά της ενίσχυσης με κάθε τρόπο του ιδιωτικού τομέα ακόμη και σε βάρος του Δημοσίου.