Σε θέματα καθημερινότητας θέλει να επαναφέρει τον δημόσιο διάλογο η κυβέρνηση, πέραν του μείζονος ζητήματος της πανδημίας. Ζητούμενο είναι, όπως διαμηνύεται, η σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα και παράλληλα με την οικονομία, που εύλογα θα έχει τη μερίδα του λέοντος, ιδίως για την επόμενη μέρα, το Μέγαρο Μαξίμου λαμβάνει μια σειρά πρωτοβουλιών που σχετίζονται με τη φιλοσοφία του προεκλογικού προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση με δύο νομοθετήματα επιχειρεί να υπερασπιστεί το δόγμα «νόμος και τάξη»: τις Ομάδες Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων και το νέο επιχειρησιακό σχέδιο της Ελληνικής Αστυνομίας για τις δημόσιες συναθροίσεις.
Όπως σημειώνουν κυβερνητικές πηγές, η ασφάλεια και η προστασία των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων ήταν μία από τις βασικές προεκλογικές προγραμματικές δεσμεύσεις της κυβερνώσας παράταξης και από τις «κομβικές μεταρρυθμίσεις» που προωθείται το τελευταίο διάστημα. Το ζήτημα της ασφάλειας και της προστασίας, άλλωστε, εξηγούν οι ίδιες πηγές, έχει συνδεθεί με τη γενικότερη μεταρρύθμιση στη λειτουργία των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων που προωθεί το Υπουργείο. Έτσι, τα μέτρα που αποφασίστηκαν για την προστασία των Πανεπιστημίων, σύμφωνα με την κυβερνητική επιχειρηματολογία, κινούνται στην κατεύθυνση τριών αξόνων: την ίδρυση σώματος Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, την αναβάθμιση των μέτρων ασφάλειας στα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα και την αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας για αδικήματα που τελούνται εντός των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Οι Ομάδες Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων θα αποτελούνται από αστυνομικό προσωπικό, το οποίο θα υπάγεται στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας και θα συνεργάζεται με τις Πρυτανικές Αρχές του εκάστοτε Ιδρύματος που θα αναπτυχθούν.
Θύελλα αντιδράσεων πάντως έχει προκαλέσει η αναφορά του υφυπουργού Παιδείας Άγγελου Συρίγου στην ίδρυση Αστυνομίας στα Πανεπιστήμια το 1969 (σ.σ. την περίοδο της Χούντας), στο πλαίσιο διαδικτυακής συζήτησης για το νομοσχέδιο. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης άσκησαν δριμεία κριτική, ενώ ενόχληση υπήρξε και εντός της Νέας Δημοκρατίας από βουλευτές και στελέχη του κόμματος. Επισήμως πάντως, το Μέγαρο Μαξίμου καλύπτει τον υφυπουργό, κάνοντας λόγο για μια «αμιγώς ιστορική αναφορά του, που απομονώθηκε κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ, διαστρεβλώνοντας πλήρως τα λεγόμενά του».
«Όπου και όπως θέλουν»
Όσον αφορά το νέο εθνικό επιχειρησιακό σχέδιο της ΕΛ.ΑΣ. για τις δημόσιες συναθροίσεις, όπως υποστηρίζουν στην κυβέρνηση, περιγράφει τη φιλοσοφία και τον τρόπο δράσης της Αστυνομίας, σύμφωνα με τις επιταγές του σχετικού νόμου περί συναθροίσεων που ψήφισε τον Ιούλιο η Βουλή. Βασικός στόχος, σύμφωνα με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, «η αντιμετώπιση του προβλήματος της υπερβολικής όχλησης της ζωής της πόλης από μικρό αριθμό διαδηλωτών».
Θόρυβος ξέσπασε και σε αυτό το νομοσχέδιο, όσον αφορά την καταγγελία περί περιορισμού των δημοσιογράφων στις συγκεντρώσεις. Από την κυβέρνηση ξεκαθαρίζουν ότι οι δημοσιογράφοι «πάνε όπου θέλουν και καλύπτουν όπως θέλουν κάθε συνάθροιση», επισημαίνουν δε πως «η μεγαλύτερη καινοτομία αφορά στην προσπάθεια συνεννόησης μεταξύ όλων των μερών μιας συνάθροισης, δηλαδή αστυνομίας, διαδηλωτών, μη διαδηλωτών, ΜΜΕ. Για να γίνει αυτό εφικτό, η Αστυνομία θέτει δημόσια κανόνες της δικής της λειτουργίας, αυτοδεσμεύεται και προτείνει σειρά διευθετήσεων σε δημοσιογράφους και διαδηλωτές».
Απαντώντας στον ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την καταγγελία του ότι η κυβέρνηση προχώρησε για άλλη μια φορά στην απαγόρευση των συναθροίσεων με αφορμή το σημερινό συλλαλητήριο, από το πρωθυπουργικό περιβάλλον σημειώνουν ότι «το απολύτως κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνέρχεσθαι ασκείται στο πλαίσιο που ορίζουν οι έκτακτοι υγειονομικοί κανόνες… Είναι εντελώς υποκριτικό όμως από τη μια να καταγγέλλεις, όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, σε κάθε έξαρση της πανδημίας την κυβέρνηση, ενώ την ίδια στιγμή αγνοεί προκλητικά τα υγειονομικά μέτρα που η ίδια η επιστημονική κοινότητα προτείνει. Ο κορωνοϊός δυστυχώς κολλάει παντού, όπου υπάρχει συγχρωτισμός και δεν κάνει διακρίσεις».