«Αν η πραγματικότητα δεν μας βολεύει, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα». Η ρήση αυτή φαίνεται να ταιριάζει «γάντι» στα φληναφήματα περί ικανοποίησης που ψελλίζει προς το εσωτερικό ακροατήριο η κυβέρνηση. Με βάση τα όσα είχαν προηγηθεί τους μήνες που πέρασαν, δύσκολο να φανταστεί κάποιος χειρότερο αποτέλεσμα για τα ελληνικά συμφέροντα, στη χθεσινή Σύνοδο Κορυφής. Κι αυτό παρά το «μικρό καλάθι» που όλοι κρατούσαμε!
Καμία απόφαση για κυρώσεις, καμία αναφορά ούτε καν της λέξης «κυρώσεις» στο επίσημο κείμενο, αναβολή (ξανά) χωρίς καμία δέσμευση έως τον Μάρτιο και με την υποκριτική δικαιολογία (που αναιρεί το όποιο κύρος της ΕΕ) ότι τότε θα υπάρχει εικόνα για το πώς διαμορφώνεται η… αμερικανική πολιτική επί του θέματος Τουρκία!
Αξιοσημείωτα επίσης είναι δύο γεγονότα που διαμορφώθηκαν στη Σύνοδο: Γαλλία και Αυστρία, που φάνηκαν να δίνουν ισχυρή στήριξη στην Ελλάδα, ανέκρουσαν πρύμνα, προφανώς υπό την πίεση Γερμανίας και άλλων, ενώ στην πλειονότητά τους οι χώρες που έχουν ακτογραμμή και συμφέροντα στη Μεσόγειο (Ισπανία, Ιταλία και Μάλτα) πρακτικά βρέθηκαν στην αντίθετη από εμάς πλευρά! Ελλάδα και (λιγότερο) Κύπρος βρέθηκαν ουσιαστικά μόνες.
Το σχέδιο Ερντογάν είναι σε πλήρη εξέλιξη και «γράφει» επιτυχίες
Στο μεταξύ, βεβαίως, η Τουρκία του Ερντογάν έχει σχεδόν ολοκληρώσει τους στόχους της, «γκριζάροντας» με τις βόλτες του Oruc Reis επί μήνες την ελληνική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, αλλά και βάζοντας πρακτικά στο τραπέζι ενός ενδεχόμενου διαλόγου όλη την ατζέντα των διεκδικήσεών της, από τον εναέριο χώρο έως την αποστρατικοποίηση των νήσων, σε βαθμό που να δημιουργεί την αίσθηση ότι κρατά ακόμη και τη Θράκη σε «εφεδρεία», θέμα επί του οποίου συνεχίζει να εθελοτυφλεί -επί δεκαετία- η ελληνική πλευρά.
Σε πείσμα διάφορων ανοήτων (να με συγχωρέσετε για τις οξυμένες εκφράσεις, αλλά το θέμα είναι πολύ σοβαρό) που έγραφαν πομφόλυγες περί του αντιθέτου, η ισχυρή ανάμειξη της Τουρκίας στη σύρραξη του Ναγκόρνο-Καραμπάχ αποτέλεσε ξεκάθαρη νίκη, αναβαθμίζοντας τον ρόλο της σε όλη την περιοχή του Καύκασου, με την ανοχή της Ρωσίας, που την αποδέχθηκε ως ισότιμο συνομιλητή. Κι αυτή η εξέλιξη έρχεται να προστεθεί στις διόλου αποτυχημένες έως στιγμής παρεμβάσεις της, από τη Συρία έως και τη Λιβύη.
Έχουμε φτάσει στο σημείο Δύση και Ρωσία να ερίζουν για την εύνοια του Ερντογάν, ανοίγοντας περαιτέρω την όρεξή του, κι εμείς προσπαθούμε να αγνοήσουμε ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, η Τουρκία έχει αναχθεί σε περιφερειακή δύναμη κι ότι ήδη κτίζει προνομιακή σχέση και με την Κίνα, την ανερχόμενη δεύτερη παγκόσμια υπερδύναμη, που αργότερα ή γρηγορότερα, θα αναμειχθεί γεωπολιτικά και στη Μεσόγειο!
Εν ολίγοις, για λόγους οικονομικούς, μεταναστευτικούς, θρησκευτικούς, αλλά κυριότερα για λόγους γεωπολιτικούς και στρατιωτικούς, παρά την πίεση στην οικονομία της, η στρατηγική σημασία της Τουρκίας διαρκώς αναβαθμίζεται, σε ένα περιβάλλον που γίνεται ολοένα και πιο βίαιο και αβέβαιο, την ώρα που εμείς συνεχίζουμε να ερμηνεύουμε (ή να κάνουμε ότι ερμηνεύουμε ως… καλά παιδιά) τις διεθνείς σχέσεις, με τα δεδομένα του προηγούμενα αιώνα και επικλήσεις στο «διεθνές δίκαιο».
Ο κίνδυνος του στρατηγικού αδιεξόδου για την Ελλάδα είναι πλέον, μετά από χρόνια επιτηδευμένης αδράνειάς μας, απόλυτα ορατός!
Οι ελπίδες για τον Μπάιντεν και η προειδοποίηση Βενιζέλου
Όσοι, δε, εναποθέτουν τις ελπίδες τους στη «Άι Βασίλη» Μπάιντεν, καλά θα κάνουν να διαβάσουν προσεκτικά το πρόσφατο άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου (που πρώτος και σε ανύποπτο χρόνο προειδοποίησε ότι έρχεται η ώρα των αποφάσεων στα ελληνοτουρκικά) στο World Review, για το ποιο είναι το «καλό σενάριο».
Εμείς παραθέτουμε απλώς την κατακλείδα, διατυπωμένη με τον λόγιο και διπλωματικό του λόγο, εύκολα όμως κατανοήσιμη ως προς τη σημασία της:
«Μια παρόμοια (σ.σ. θετική) αλλαγή στην αμερικανική προσέγγιση θα θέσει με πιο επιτακτικό τρόπο το ερώτημα για την ετοιμότητα της ελληνικής πλευράς να μετάσχει σε έναν διάλογο με την Τουρκία, στο πλαίσιο πάντα των βασικών μας επιλογών. Έναν διάλογο επιβεβλημένο από το διεθνές δίκαιο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, με κατάληξη τη συμφωνημένη προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη, η απόφαση της οποίας θα γίνει αποδεκτή. Έναν διάλογο για σοβαρά και εφαρμόσιμα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Έναν διάλογο για τη συνύπαρξη στο ΝΑΤΟ με σεβασμό στις αρχές της Συμμαχίας.
Το ερώτημα περί ετοιμότητας αφορά βεβαίως και την ελληνοκυπριακή πλευρά, ιδίως τώρα που η Τουρκία εκτίθεται, καθώς έσπευσε να απομακρυνθεί και ρητορικά από το σχήμα της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας και θέτει ευθέως και επισήμως ζήτημα λύσης "δύο κρατών".
Η περίοδος που διανύουμε, είναι γεμάτη από προκλήσεις και αβεβαιότητες. Είναι συνεπώς ανοιχτή σε στρατηγικού χαρακτήρα επαναξιολογήσεις, που δεν γίνονται με γενικόλογες κοινοτοπίες, υπεκφυγές ή επανάληψη στερεοτύπων. Όλα φυσικά εκκινούν από το εσωτερικό μέτωπο. Από την ικανότητα του κράτους να λειτουργεί αποτελεσματικά και να διαχειρίζεται κρίσεις. Από την ενδυνάμωση όλων των παραμέτρων της εθνικής ισχύος, από την ανάκαμψη της οικονομίας και την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και της αμυντικής και αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας, μέχρι το κοινωνικό κλίμα, τον πολιτικό πολιτισμό, το εθνικό φρόνημα.
Η πολυεπίπεδη αυτή πρόκληση μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε μια πραγματική άσκηση εθνικής αυτογνωσίας και να γιορτάσουμε με ουσιαστικό τρόπο τη μεγάλη επέτειο των 200 ετών από την έναρξη της Επανάστασης της Ανεξαρτησίας».
Εάν όμως θέσουμε το θέμα πιο «ωμά», τα πράγματα γίνονται πολύ πιο απλά αλλά και ευδιάκριτα σοβαρά. Με βάση τις διατυπωμένες θέσεις της χώρας μας στα ελληνοτουρκικά, το «βρείτε τα» των Ευρωπαίων και η διαιτητική στάση που στην καλύτερη περίπτωση θα κρατήσουν οι ΗΠΑ, οδηγούν σε ένα διάλογο εφ' όλης της ύλης, στο πλαίσιο του οποίου θα κληθούμε να αποφασίσουμε τι θα δώσουμε εμείς στην Τουρκία, σε σχέση με τα όσα υποστηρίζουμε (ορθώς ή λανθασμένα, αυτό είναι άλλη συζήτηση) επί δεκαετίες!
Το χειρότερο όμως είναι ότι οδεύουμε προς τις συμπληγάδες, χωρίς σχέδιο και στρατηγική, χωρίς εθνική ομοψυχία, χωρίς στοιχειώδη έστω συναίνεση.
Αν συνεχίσουμε έτσι, θα το πληρώσουμε πολύ ακριβά.