Το μήνυμα ότι η ελληνική πλευρά είναι διατεθειμένη να συμμετάσχει στην επανέναρξη του διαλόγου με την Τουρκία, εφόσον αυτή εμπράκτως αποδείξει ότι σταματά τις προκλήσεις, στέλνει η ελληνική κυβέρνηση στην Τουρκία, με φόντο την επιστροφή του Oruc Reis στο λιμάνι της Αττάλειας.
«Είναι ένα θετικό πρώτο βήμα, ελπίζω να έχει συνέχεια», δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου στη Θεσσαλονίκη, επαναλαμβάνοντας τη βούληση της χώρας μας «να συζητήσουμε με την Τουρκία, αλλά σε κλίμα ειρηνικό, χωρίς προκλήσεις και κυρίως χωρίς μονομερείς ενέργειες».
Η συγκεκριμένη κίνηση των Τούρκων, πάντως, σε καμία περίπτωση δεν εφησυχάζει το Μέγαρο Μαξίμου, δεδομένου του απρόβλεπτου του Ταγίπ Ερντογάν και της άκρως επιθετικής στάσης του ιδίου και των υπόλοιπων κυβερνητικών στελεχών του, ειδικά το τελευταίο διάστημα. «Μπορεί αύριο να έχουμε πάλι τα ίδια και χειρότερα, δεν θα μας εκπλήξει», σημειώνει κυβερνητικό στέλεχος, μολονότι στο πρωθυπουργικό περιβάλλον επικρατεί μια συγκρατημένη αισιοδοξία για τη συνέχεια.
«Εφόσον η αποκλιμάκωση την οποία υποδηλώνει η επιστροφή του Oruc Reis στο λιμάνι της Αττάλειας έχει μία συνέχεια, είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε αυτές τις διερευνητικές επαφές», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης, προσδιορίζοντας ως νέα αφετηρία το σημείο που αυτές σταμάτησαν το 2016 και με μόνο αντικείμενο την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών.
Ταυτόχρονα, υπερασπίστηκε τη θέση του να είναι «πάρα πολύ προσεκτικός» και να μην… παίξει το παιχνίδι της φραστικής κλιμάκωσης απέναντι στον κ. Ερντογάν. «Να μην επιτεθώ ποτέ προσωπικά στον Τούρκο πρόεδρο και αυτό θα εξακολουθώ να κάνω. Διότι είναι πάρα πολύ εύκολο να κλιμακώνει κανείς τα λόγια και μετά να βρίσκεται σε καταστάσεις οι οποίες είναι εξαιρετικά δυσχερείς», είπε.
«Γραπτή κατανόηση»
Θολό πάντως παρέμεινε το σημείο για την έγγραφη συμφωνία με την Τουρκία κατά την τριμερή στο Βερολίνο, όπως ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης είχε αποκαλύψει σε άρθρο του σε τρία ξένα ΜΜΕ. Απαντώντας στην αντιπολίτευση για «μυστική διπλωματία» για την οποία τον κατηγορεί, ο πρωθυπουργός δεν ήταν απόλυτα ξεκάθαρος, κάνοντας λόγο για μια «γραπτή κατανόηση. Δεν ήταν τίποτε άλλο από τη γραπτή αποτύπωση, τα πρακτικά μίας κατ’ αρχάς συμφωνίας, η οποία επιτεύχθηκε στο Βερολίνο μεταξύ της Διπλωματικής μου Συμβούλου, του Συμβούλου του Τούρκου προέδρου και του κ. Χέκερ, του Συμβούλου της κυρίας Μέρκελ. Δεν αποτέλεσε, σε καμία περίπτωση, συμφωνία διεθνή, όπως άκουσα κάποια πρωτοφανή πράγματα, ότι δεσμεύσαμε τη χώρα σε συμφωνίες χωρίς να ενημερώσουμε κανέναν. Ήταν η γραπτή αποτύπωση μιας προφορικής συμφωνίας, τα πρακτικά με άλλα λόγια, τα οποία κρατήθηκαν από αυτή τη συνάντηση, για να υπάρχει αποτυπωμένο στο χαρτί τι συμφωνήθηκε», τόνισε.
Την ίδια ώρα, ενώ, όπως είπε, είχε ενημερώσει σχετικά τους πολιτικούς αρχηγούς, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ και ΚΚΕ το αρνήθηκαν, ασκώντας δριμεία κριτική στην κυβέρνηση και προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη για όσα είπε στη συμπρωτεύουσα.
Ο ίδιος πάντως, αφού υπογράμμισε ότι «υπάρχουν και πράγματα τα οποία λέγονται σε αυτές τις συζητήσεις που δεν πρέπει να βγαίνουν προς τα έξω», επέλεξε να είναι εγκρατής, χωρίς να υψώνει τους τόνους απέναντι στην αντιπολίτευση, αλλά το αντίθετο: «Το κλίμα στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις μεταξύ των πολιτικών αρχηγών με κάνει να πιστεύω ότι υπάρχει ένα minimum πλαίσιο συνεννόησης, και αντικειμενικά υπάρχει. Και πρέπει να υπάρχει. Και πρέπει να υπάρχει εθνική γραμμή. Και νομίζω ότι αυτή η εθνική γραμμή, με κάποιες εξαιρέσεις, έχει αποτυπωθεί», σημείωσε χαρακτηριστικά. Μάλιστα, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο σύγκλησης Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, όχι στην παρούσα φάση, ωστόσο «υπάρχει πάντα στο τραπέζι ως επιλογή».
Ο πρωθυπουργός θέλησε, εξάλλου, να εμπεδώσει στους πολίτες ένα αίσθημα ασφάλειας όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά, εστιάζοντας στις «ισχυρές διεθνείς συμμαχίες που έχει χτίσει η χώρα», καθώς και στη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής που υπάρχει σε επίπεδο Ε.Ε., στο άρθρο 42 παρ. 7 της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.