Σε σκληρό παιχνίδι στρατιωτικού και διπλωματικού πόκερ με το ενδεχόμενο επεισοδίου απολύτως ορατό, είτε ηθελημένα, είτε και από «ατύχημα» εξελίσσεται η διένεξη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όπως είχαμε προβλέψει προ καιρού ο Ερντογάν λειτουργεί αυτή την περίοδο ως επισπεύδων. Βιάζεται να εκμεταλλευτεί το διάστημα έως τις αμερικανικές εκλογές, το Νοέμβριο, (στο οποίο απολαμβάνει της ιδιαίτερης σχέσης του με τον Τράμπ αλλά και του κενού ισχύος που δημιουργούν τα εσωτερικά προβλήματα στις ΗΠΑ) προκειμένου να διασφαλίσει κάποια μελλοντικά πλεονεκτήματα.
Την εκτίμηση αυτή ενισχύουν δημοσιεύματα δημοσιογραφικών του φερέφωνων, σύμφωνα με τα οποία ΗΠΑ και Ρωσία, για διαφορετικούς λόγους δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την τρέχουσα ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο, μεταξύ της χώρας μας και της Τουρκίας, ενώ αντίθετα αυτό δημιουργεί σοβαρά προβλήματα και ανησυχίες ασφάλειας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, σχετιζόμενες και με το μεταναστευτικό.
Στο πλαίσιο αυτό, η υπογραφή ελληνικής συμφωνίας για ΑΟΖ με την Αίγυπτο, φαίνεται ότι έδωσε αφορμή στον Ερντογάν να επιστρέψει άμεσα στην τακτική της έντασης, διακόπτοντας το μορατόριουμ που ο ίδιος είχε προτείνει στις θαλάσσιες έρευνες, προκειμένου να υπάρξει διάλογος με τη μεσολάβηση της Γερμανίας.
Στη πράξη συμφωνώντας με την Αίγυπτο μερική οριοθέτηση ΑΟΖ, η ελληνική πλευρά εξασφάλισε ένα αρκετά ισχυρό διπλωματικό «χαρτί», προκειμένου να το αντιπαραβάλει στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, από την άλλη όμως φαίνεται να επιτάχυνε τις εξελίξεις στο μέτωπο της έντασης, αντί όπως πρότειναν κάποιοι και μέσα στην κυβέρνηση, να «ροκανιστεί» χρόνος.
Η ίδια η συμφωνία δεν φαίνεται να αποτελεί το θρίαμβο που παρουσίασε η κυβέρνηση. Αυτό που προκύπτει στην πράξη είναι ότι δεχθήκαμε για μια ακόμη φορά (συνέβη και στην αντίστοιχη συμφωνία με την Ιταλία) μειωμένη επήρεια ελληνικών νησιών, ενώ παραχωρήσαμε και ένα ποσοστό της τάξεως του 10% ή και παραπάνω της ΑΟΖ, στην Αίγυπτο.
Υπάρχουν λόγοι που συνέβη αυτό, με τον κυριότερο να είναι η επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να διεμβολίσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο άμεσα. Αυτό μεν συνέβη, αλλά το γεγονός παραμένει ότι με τον τρόπο αυτό δίνουμε επιχειρήματα σε μια μελλοντική διπλωματική επίλυση της διαφοράς μας με την Τουρκία, για μειωμένη επήρεια των ελληνικών νησιών, όπως έσπευσε να επισημάνει με υπερβολικό τρόπο ο Τσαβούσογλου. Ειναι δε χαρακτηριστικό ότι η οριοθέτηση έγινε ως τον 28ο παράλληλο, αφήνοντας κενό για μελλοντική ρύθμιση τον επίμαχο χώρο στον οποίο υπάρχουν ιδιαίτερα έντονες τουρκικές διεκδικήσεις, σχετιζόμενες με την επήρεια Ρόδου, Καστελόριζου, Μεγίστης.
Ο χρόνος θα δείξει αν ήταν μια σωστή ή λάθος απόφαση-και ως προς το χρονισμό της. Αυτό που επείγει τώρα, είναι να καθορίσουμε την περαιτέρω στρατηγική μας, έχοντας κατά νου ότι οι τουρκικές απειλές είναι ξεκάθαρες με τα προαναφερθέντα φερέφωνα του Ερντογαν, να προαναγγέλουν ουσιαστικά επεισόδιο, αδιευκρίνιστης έκτασης, εφόσον δεν υπάρξει παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να «μαζευτεί» ο Μακρόν (που ενοχλεί γενικότερα τα τουρκικά σχέδια στη περιοχή) και να «συνετιστούν» οι «μαξιμαλιστές» Έλληνες!
Δυστυχώς μέχρι στιγμής οι εκτιμήσεις των Τούρκων για τη στάση και τις φοβίες της ΕΕ, δεν διαψεύδονται από τα γεγονότα. Η εκκωφαντική σιωπή της προεδρεύουσας Γερμανίας για τη συμφωνία της Ελλάδας με την Αίγυπτο, δείχνει να επιβεβαιώνει τις πληροφορίες για ενόχληση της Ευρώπης, διότι χάλασε ο «ταραμάς» του διαλόγου, πριν καν ξεκινήσει.
Με τους στόλους Ελλάδας και Τουρκίας να περιφέρονται πλέον στη θάλασσα οι μάρκες του πόκερ έχουν πέσει στο τραπέζι και η Τουρκία του Ερντογάν έχει τώρα νομοτελειακά το πρώτο «μπιντάρισμα», με το βλέμμα της στραμμένο στους Ευρωπαίους. Κανένας δεν μπορεί να ξέρει αν θα μπλοφάρει για μια ακόμη φορά, ή αν όντως θα κλιμακώσει την ένταση σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Ζητούμενο πάντως για την Τουρκία, προς ώρας φαίνεται να παραμένει η εδραίωση πλεονεκτημάτων και η όδευση σε έναν διάλογο/διαπραγμάτευση, πιθανώς με χαρακτήρα «εξπρές», κι όχι να παίξει τα ρέστα της σε μια ευρεία ανοικτή αντιπαράθεση με την Ελλάδα.
Το ερώτημα είναι αν η χώρα μας θα μπορούσε σε αυτή τη φάση να πιέσει με κάθε επισημότητα για έναν διάλογο επί του συγκεκριμένου (υφαλοκρυπίδα-ΑΟΖ) με την Τουρκία, έχοντας και την υποστήριξη της ΕΕ, αποφεύγοντας το σκόπελο της διαπραγμάτευσης εφ’ όλης της ύλης που παραδοσιακά επιδιώκει η Τουρκία.
Σε κάθε περίπτωση όμως, εφόσον δεν υπάρχει διάλογος, ουδείς μπορεί να αποκλείσει την εκδήλωση ενός επεισοδίου είτε επίτηδες, είτε και από ατύχημα, εντός των ημερών ή και λίγο αργότερα, (ακόμη και μιας προβοκάτσιας), εάν δεν πιάσουν οι τουρκικές μπλόφες. Κατά συνέπεια πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι όχι μόνο για ένα επεισόδιο άγνωστης έκτασης και έντασης, αλλά και για την τακτική μας στη διαχείριση των συνεπειών του, απέναντι και στον διεθνή παράγοντα.
Διότι σε τέτοιες περιπτώσεις, ο χειρισμός των συνεπειών, αποδεικνύεται συχνά πολύ πιο σημαντικός από το τι θα συμβεί στο ίδιο το επεισόδιο, για τις μεσομακροπρόθεσμες εξελίξεις.