Η όξυνση των τουρκικών προκλήσεων και οι συχνές-πυκνές αναφορές πολιτικών από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα για το ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, γεννούν με τη σειρά τους το ερώτημα: πρέπει να θεωρείται δεδομένη η συναίνεση κυβέρνησης-αντιπολίτευσης προκειμένου να προωθηθεί μία τέτοια εξέλιξη;
Το ερώτημα γίνεται πιο πιεστικό δεδομένης της διαφοροποίησης που (αρχίζει να) φανερώνεται στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος: από την μια ο πρωθυπουργός έχει εντάξει στη ρητορική του τη Χάγη (και ακόμα πιο “καθαρά” η Ντόρα Μπακογιάννη), αλλά από την άλλη ο Αντώνης Σαμαράς εξέφρασε ήδη δημοσίως την αντίδρασή του, τονίζοντας ότι μία τέτοια συζήτηση ενθαρρύνει την επιθετικότητα της Τουρκίας.
Το θέμα βεβαίως που απασχολεί το κυβερνητικό στρατόπεδο (και όχι μόνο) είναι εάν την ίδια άποψη με τον κ.Σαμαρά έχουν και άλλοι βουλευτές της ΝΔ, πόσοι είναι και ποια στάση θα κρατήσουν εάν παραστεί ανάγκη όχι μόνο εθνικής αλλά και …ενδοκυβερνητικής ενότητας.
Με άλλα λόγια, μένει να απαντηθεί το ερώτημα εάν ο κ.Σαμαράς παρουσίασε προσωπική άποψη ή πλατφόρμα που θα βρει οπαδούς εντός της “γαλάζιας” κοινοβουλευτικής ομάδας.
Τρεις άξονες για Χάγη “και μόνο”
Την ίδια στιγμή, η αξιωματική αντιπολίτευση γίνεται δέκτης παραινέσεων (από το εγχώριο, τουλάχιστον, πολιτικό σύστημα) “να κινηθεί εθνικά” και να δώσει συναίνεση, εντός κι εκτός Βουλής, στην αντιμετώπιση της ελληνοτουρκικής κρίσης γενικά και στην προοπτική της Χάγης ειδικότερα.
“Δεν χρειαζόμαστε ούτε παραινέσεις ούτε συστάσεις, έχουμε θέση για το θέμα και έχουμε αποδείξει με τη Συμφωνία των Πρεσπών ότι βάζουμε πάνω από το πολιτικό κόστος το εθνικό συμφέρον”, απαντούν κοφτά τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, ερωτηθείς σχετικά την προηγούμενη εβδομάδα (ΑΝΤ1) απάντησε χαρακτηριστικά: “Η συναίνεση είναι βαριά κουβέντα. Εγώ θα έλεγα συνεννόηση, τουλάχιστον. Ναι, είναι απαραίτητο να υπάρχει. Κι όπως είδατε, η στάση που έχω κρατήσει εγώ και ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση όλους αυτούς τους μήνες στα θέματα αυτά, είναι η μέρα με τη νύχτα σε σχέση με τη στάση που κρατούσε ο κ. Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία”.
Τόσο από το βήμα της Βουλής κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού τον Δεκέμβριο όσο και με δημόσιες τοποθετήσεις του στη συνέχεια, ο κ.Τσίπρας παρουσίασε τη θέση του κόμματός του:
- Συνέχιση των διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών (ο τελευταίος γύρος έγινε το 2016).
- Εάν αυτές ναυαγήσουν, τότε διαδικασία συνυποσχετικού Ελλάδας-Τουρκίας για παραπομπή της διαφοράς μας στη Χάγη. Χωρίς συνυποσχετικό ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν υπάρχει παραπομπή.
- Η διαφορά αφορά μόνο στην υφαλοκρηπίδα (κατ΄επέκταση και στην ΑΟΖ) και δεν περιλαμβάνει θαλάσσιες ζώνες.
“Παρανόηση από τον κ.Μητσοτάκη”
Για το τρίτο σημείο υπήρξε ένα “θολό μήνυμα” από τον κ.Μητσοτάκη τον Δεκέμβριο, καθώς, μιλώντας για το θέμα στο “Βήμα”, επέκτεινε το εύρος των διαφορών: “αναφέρομαι στον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο”, είπε δύο ημέρες πριν από την Πρωτοχρονιά, προκαλώντας ευνόητα ερωτηματικά.
Ο πρώην ΥΠΕΞ και νυν τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κατρούγκαλος εξέδωσε αμέσως ανακοίνωση (όχι σε έντονο ύφος) ζητώντας εξηγήσεις. “Το να θέτεις στον πληθυντικό τις θαλάσσιες ζώνες είναι ιδιαίτερα προβληματικό. Γιατί ο πληθυντικός δεν αναφέρεται μόνο στην ΑΟΖ, που εκτός από την υφαλοκρηπίδα, είναι τα μόνα θέματα, τα οποία διαπραγματευόμαστε με την Τουρκία, και θα μπορούσαν να παραπεμφθούν και στη Χάγη. Μπορεί να ερμηνευθεί ότι αναφέρεται και στην αιγιαλίτιδα ζώνη, στη θαλάσσια ζώνη που περιλαμβάνει τα χωρικά ύδατα. Αυτό δεν ήταν ποτέ στοιχείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, εφόσον ο ορισμός των χωρικών υδάτων αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα. Δεν συζητάμε συνοριακές διαφορές με την Τουρκία”, τόνισε.
Το θέμα θεωρήθηκε λήξαν λίγες ώρες αργότερα, όταν ο πρωθυπουργός, σε συνάντηση με δημοσιογράφους επ΄ευκαιρία των εορτών, ξεκαθάρισε ότι η διαφορά αφορά στην υφαλοκρηπίδα.
Παρά ταύτα, αρμόδια στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης σημειώνουν πως υπάρχουν, πράγματι, απόψεις στην “γαλάζια” πλευρά περί συμπερίληψης των θαλασσίων ζωνών, οι οποίες όμως δεν έχουν διατυπωθεί επισήμως και δεν δείχνουν να αποτελούν κυβερνητική θέση.
Είναι επικίνδυνο το timing;
Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν “σηκώνει” τον προβληματισμό εάν είναι καλή ή κακή η συγκυρία για έναρξη τέτοιας διαδικασίας, με το επιχείρημα ότι δεν διαφαίνεται ομαλή περίοδος στις σχέσεις μας λόγω της πολιτικής που ακολουθεί πιστά η Άγκυρα – δηλαδή της κλιμακούμενης έντασης.
“Έτσι κι αλλιώς, το συνυποσχετικό προϋποθέτει συζητήσεις. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει Χάγη για την Ελλάδα και αυτή είναι η πάγια θέση της ελληνικής διπλωματίας”, απαντούν.
Πιο “βιαστικοί”, πάντως, σε μία διαδικασία Χάγης εμφανίζονται πρώην “σημιτικά” στελέχη της Προοδευτικής Συμμαχίας που στρατεύθηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ πριν από τις εκλογές (και σήμερα μετέχουν στην Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης) θεωρώντας “τομή” τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Κομματικές πηγές, αντιθέτως, υποστηρίζουν πως προσφυγή στη Χάγη εν μέσω προκλήσεων και κατάφωρης παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, θα εγκυμονούσε κινδύνους.
Σημαντικές συμφωνίες ή αντιθέσεις δεν έχουν εκφραστεί, καθώς οι θέσεις για τα ελληνοτουρκικά και την Χάγη είναι διαχρονικές στον ΣΥΡΙΖΑ.