Οι αμερικανικοί οίκοι Citi και Goldman Sachs βλέπουν αρνητικά, σε πρώτο επίπεδο, την επανεκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ για τις οικονομίες της Ευρωζώνης.
Η αμερικανική τράπεζα Citi εκτιμά ότι η πρώτη βασική πρόταση του Τραμπ για δασμούς 10% (από 1,5% που είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος για το 2021) θα αποτελούσε ένα σοκ που θα ενίσχυε το επίπεδο τιμών της προσφοράς για τις ΗΠΑ, αλλά ένα σοκ που θα μείωνε την ανάπτυξη της ζήτησης για την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Η Γερμανία και η Ιταλία θα ήταν περισσότερο εκτεθειμένες, ενώ η Γαλλία και η Ισπανία λιγότερο.
Οι προσομοιώσεις της Citi βλέπουν αρνητικό αντίκτυπο των αμερικανικών δασμών 10% στην ανάπτυξη στον υπόλοιπο κόσμο κατά 0,4%. Βραχυπρόθεσμα, οι επιχειρήσεις της ΕΕ ενδέχεται να υποστούν πλήγμα στα περιθώρια κέρδους τους και μακροπρόθεσμα, ενδέχεται να μεταφέρουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ για να παρακάμψουν τους δασμούς.
Η Ευρώπη θα προβεί πιθανότατα σε αντίποινα κατά των ΗΠΑ (σε παγκόσμιο επίπεδο, τα αντίποινα αυτά θα αυξήσουν τη ζημία των δασμών 10% από εκτιμώμενο 0,4% σε 0,6% του ΑΕΠ σε σχέση με το βασικό επίπεδο), αλλά πιθανόν να συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν μια ευρύτερη συμφωνία, όπως π.χ. υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες ή μετεγκατάσταση της παραγωγής στις ΗΠΑ.
Μια δεύτερη βασική πρόταση είναι ένας πρόσθετος δασμός 60% στις εισαγωγές από την Κίνα, ο οποίος θα μπορούσε να πλήξει την Ευρώπη μέσω του σοκ στην κινεζική οικονομία, αλλά και να μεταφέρει τις κινεζικές εξαγωγές από τις ΗΠΑ στην ΕΕ, εντείνοντας τις πιέσεις στις τιμές προς τα κάτω. Η ΕΕ μπορεί να οικοδομήσει μέτρα προστασίας κατά της εκτροπής του κινεζικού εμπορίου, αλλά όπως και κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, η δράση της Ευρώπης θα μπορούσε να είναι πιο στοχευμένη και λιγότερο επικεντρωμένη στους δασμούς.
Δεδομένης της αυξημένης ανησυχίας για την Κίνα ως στρατηγικό ανταγωνιστή, μια προσέγγιση μεταξύ της ΕΕ και της Κίνας φαίνεται λιγότερο πιθανή από ό,τι κατά την πρώτη διακυβέρνηση Τραμπ, όταν η ΕΕ και η Κίνα διαπραγματεύτηκαν μια επενδυτική συμφωνία.
Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs, άμεσα μετά την επανεκλογή του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, μειώνει τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη Ευρωζώνης. Πλέον αναμένει ανάπτυξη στην Ευρωζώνη 0,8% το 2025 από 1,1% και κάτω από το consensus για 1,2%, και 1% το 2026 έναντι 1,1% πριν και 1,4% του consensus. Μειώνει επίσης την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη του Ηνωμένου Βασιλείου από 1,6% σε 1,4%.
Η ατζέντα του Tραμπ θα ενισχύσει την υπόθεση για χαμηλότερα επιτόκια πολιτικής σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το τελικό επιτόκιο παρέμβασης της ΕΚΤ θα μειωθεί σε 1,75% από 2% που εκτιμούσε νωρίτερα, προσθέτοντας μια περαιτέρω μείωση του επιτοκίου κατά 25 μ.β. τον Ιούλιο του 2025. Ομοίως, προβλέπει πλέον έξτρα μειώσεις επιτοκίων κατά 25 μ.β. σε Σουηδία και Ελβετία.
Οι εντάσεις στο εμπόριο και οι δασμοί, σύμφωνα με την Goldman Sachs, είναι πιθανό να επιβαρύνουν σημαντικά την ανάπτυξη. Ο προτεινόμενος οριζόντιος δασμός 10% αποτελεί σαφή κίνδυνο για την Ευρωζώνη, αν και η βασική προσδοκία είναι ότι ο Τραμπ θα επιβάλει μια πιο περιορισμένη σειρά δασμών στις ευρωπαϊκές οικονομίες, στοχεύοντας κυρίως στις εξαγωγές αυτοκινήτων.
Παράλληλα, ο οίκος εκτιμά ότι η επανεκλογή Τραμπ θα επιφέρει πιθανότατα αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες και πιέσεις για την ασφάλεια της Ευρώπης. Η ώθηση στην ανάπτυξη από τις αυξημένες επενδυτικές δαπάνες είναι πιθανό να περιοριστεί από τους μέτριους πολλαπλασιαστές των δαπανών στην Ευρώπη, τις ανοδικές πιέσεις στις μακροπρόθεσμες αποδόσεις από τα υψηλότερα ελλείμματα και τις αρνητικές επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη από τον αυξημένο γεωπολιτικό κίνδυνο.
Τέλος, οι δευτερογενείς επιπτώσεις θα συμβούν από τις μεταβολές στη μακροοικονομική πολιτική και τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες των ΗΠΑ. Η επενδυτική τράπεζα προβλέπει τελικά πλήγμα 0,5% στο πραγματικό ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, η οποία κυμαίνεται από 0,3% στην Ιταλία έως 0,6% στη Γερμανία, με το μεγαλύτερο μέρος του αναπτυξιακού πλήγματος να συμβαίνει το 2025.