Η μεγάλη και απότομη άνοδος των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας σε συνδυασμό με επενδυτικές συμπεριφορές που θυμίζουν το μακρινό… 1999 έχουν επαναφέρει τις συζητήσεις για το αν ξαναζούμε «περίοδο φούσκας».
Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να προκύπτει από τους αριθμούς. Κι αυτό γιατί από τα τέλη του 2019 έως σήμερα το ποσοστό ανόδου του Γενικού Δείκτη είναι περίπου ίσο με το αντίστοιχο του ελληνικού ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, ενώ το μέσο P/E των εισηγμένων εταιρειών βρίσκεται σε σαφώς ελκυστικότερο επίπεδο.
Οι «ταύροι» του Χ.Α. θεωρούν ως βασικό σενάριο ότι τίποτε το ακραία αρνητικό δεν θα συμβεί φέτος στην Ευρωζώνη και ότι η ελληνική οικονομία έχει ήδη εισέλθει σε έναν μακροχρόνιο αναπτυξιακό κύκλο, κάτι που, αν επιβεβαιωθεί στην πράξη, θα μπορούσε να οδηγήσει τις μετοχές του Χ.Α. σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα από τα τρέχοντα.
Οι πιο συντηρητικοί επενδυτές, ωστόσο, θεωρούν ότι η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός παραμένουν στο προσκήνιο και πως οι κίνδυνοι δεν έχουν περάσει, οπότε συνιστούν σύνεση και προσεκτικές κινήσεις.
Τα όσα έχουν γίνει το τελευταίο χρονικό διάστημα στο Χρηματιστήριο της Αθήνας αποδεικνύουν για ακόμη μία φορά ότι αρκούν λίγοι μήνες προκειμένου να αλλάξει άρδην το επενδυτικό κλίμα και οι τιμές των μετοχών.
Από τις 788,46 μονάδες της 28ης Σεπτεμβρίου, ο Γενικός Δείκτης έφτασε στις 1.100 και εκείνοι οι επενδυτές που μιλούσαν τότε για πλήρη απαξίωση του ΧΑ, σήμερα αναρωτιούνται αν βιώνουμε και πάλι εποχές «φούσκας», που θυμίζουν ως ένα βαθμό εκείνες του 1999!
Ποιοι, όμως, ήταν εκείνοι οι παράγοντες που οδήγησαν σε αύξηση του Γενικού Δείκτη κατά περίπου 38% και μια αποκλιμάκωση της μέσης μερισματικής απόδοσης του από το 4,2% κοντά στο 3,3%;
«Οι πολύ μεγάλοι φόβοι για το τι θα μπορούσε να συμβεί αυτό το χειμώνα διαψεύστηκαν πανηγυρικά», σημειώνει γνωστός αναλυτής, επικαλούμενος την μεγάλη πτώση του ενεργειακού κόστους, αλλά και το γεγονός ότι η Ευρωζώνη έκλεισε το 2022 με χαμηλότερο πληθωρισμό και οριακά θετικό ΑΕΠ. «Τα σενάρια περί ύφεσης δεν έχουν μέχρι τώρα επιβεβαιωθεί στην πράξη. Αυτή την περίοδο, ο ένας μετά τον άλλο οι διεθνείς οίκοι αναπροσαρμόζουν επί τα βελτίω τις προβλέψεις τους, με τους περισσότερους να υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη θα κλείσει τελικά το 2023 με θετικό (έστω και οριακά) ΑΕΠ και πως τα επιτόκια θα κορυφωθούν σε λογικά επίπεδα κάπου στα μέσα του έτους, πριν αρχίσουν να αποκλιμακώνονται και πάλι από το 2024 και μετά».
Ειδικότερα για την Ελλάδα, η οικονομία παρουσίασε ένα τέταρτο τρίμηνο του 2022 πολύ καλύτερο από το αναμενόμενο, ενώ το 2023 φαίνεται να έχει ξεκινήσει σαφώς ικανοποιητικά. Μερικά ενδεικτικά στοιχεία είναι τα παρακάτω:
- Το 2022 ο κύκλος εργασιών όλων των εγχώριων επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 35,4% σε σύγκριση με το 2021 και κατά 42% σε σύγκριση με το προπανδημικό 2019.
- Η διοίκηση του ομίλου Τιτάν εκτίμησε για φέτος νέα αύξηση της εγχώριας ζήτησης τσιμέντου σε όγκο, χαμηλότερη όμως από το +8% έως +10% των προηγούμενων ετών.
- Η πρώτη εικόνα του 2023 από τις πωλήσεις λιανικής και από τις εργασίες που σχετίζονται με οικοδομή και επενδύσεις, είναι σαφώς ενθαρρυντική. Για παράδειγμα η εταιρεία Jumbo ανακοίνωσε για τον φετινό Ιανουάριο αύξηση πωλήσεων 48% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα, ενώ εισηγμένη εταιρεία από τον κλάδο σιδήρου-χάλυβα σημείωσε τον πρώτο μήνα του 2023 αύξηση πωλήσεων κατά 20% σε αξία και κατά 40% σε όγκο! Όσο κι αν αυτά τα παραδείγματα δεν είναι αντιπροσωπευτικά ολόκληρης της αγοράς, δείχνουν μια εικόνα πολύ διαφορετική από αυτή μιας βαθιάς και ανησυχητικής ύφεσης.
- Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ενδείξεις, ο τουρισμός θα ξεπεράσει φέτος τις (πολύ ικανοποιητικές) επιδόσεις του 2022, οδηγώντας -όπως δείχνουν τα πράγματα- σε ένα νέο ιστορικό ρεκόρ αφίξεων και εισπράξεων.
- Οι αυξήσεις στις συντάξεις, η διανομή μιας σειράς επιδομάτων, οι νέες ρυθμίσεις χρεών και η άνοδος του βασικού μισθού λειαίνουν τις επιπτώσεις από τον παρατεταμένο πληθωρισμό και από την άνοδο των επιτοκίων, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την πορεία της εγχώριας κατανάλωσης. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η αύξηση των καταθέσεων των ελληνικών νοικοκυριών στις τράπεζες, η οποία συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022.
Το ερώτημα της «φούσκας»
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η μεγάλη άνοδος των τιμών στο Χ.Α. οφείλεται στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο προβλέπει η επενδυτική κοινότητα το μέλλον. Πέρσι το φθινόπωρο είχε σπεύσει να προεξοφλήσει τα χειρότερα δυνατά σενάρια. Αντίθετα, αυτή την περίοδο οι «ταύροι» θεωρούν πλέον ως βασικό σενάριο ότι:
- Τίποτε το ακραία αρνητικό δεν θα δούμε στην ευρωπαϊκή οικονομία το 2023.
- Η ελληνική οικονομία θα κλείσει με θετικό πρόσημο τη φετινή χρονιά και θα λάβει μέσα στο έτος την επενδυτική βαθμίδα από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
- Από τις επικείμενες εκλογές θα προκύψει κυβερνητικό σχήμα που θα είναι φιλικό προς την επιχειρηματικότητα.
- Με τη συνδρομή των κοινοτικών κονδυλίων και την υλοποίηση ιδιωτικών εμβληματικών επενδύσεων, το ΑΕΠ των επόμενων ετών θα διαμορφωθεί σε αξιοσημείωτα θετικά επίπεδα, βελτιώνοντας περαιτέρω τον δείκτη του δημοσίου χρέους.
Σε ό,τι αφορά τώρα το ταμπλό του Χ.Α., αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η μεγάλη άνοδος από τη μια πλευρά ήταν συνεχής (χωρίς ενδιάμεσες στάσεις και διορθώσεις) και επιπλέον δεν είχε ενιαία μορφή, καθώς οι μισές μετοχές έκαναν ράλι και οι υπόλοιπες ακολούθησαν με πολύ βραδύτερο βηματισμό. Αυτό, σε συνδυασμό με τις βραχυπρόθεσμες-κερδοσκοπικές κινήσεις που έλαβαν χώρα από πολλούς επενδυτές μειοψηφίας (βασισμένες συχνά σε φήμες και σενάρια) είναι σε θέση να προκαλέσει κινδύνους για αξιοσημείωτες βραχυπρόθεσμες απώλειες.
Πολλοί επενδυτές ζητούν πλέον μεγάλες αποδόσεις σε διάστημα δέκα ή είκοσι ημερών, με τα σενάρια να δίνουν και να παίρνουν, ακόμη και για εταιρείες που βρίσκονταν χρόνια στο περιθώριο. Εγώ θα επαναλάβω αυτό που λέω εδώ και πολλά χρόνια: Αν κάποιος αποφασίσει να επενδύσει στο ελληνικό χρηματιστήριο, δεν θα πρέπει να το πράξει με τον ίδιο τρόπο που το έκανε το 1999, αλλά με μια άλλη λογική, αυτή του προσεκτικού και μακροπρόθεσμου επενδυτή.
Πράγματι, το Χ.Α. έχει σαφείς μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές, στον βαθμό που η ύφεση στην Ευρώπη δεν θα αποδειχτεί μεγάλη και η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι της Ευρωζώνης σε ό,τι αφορά το ΑΕΠ των επόμενων ετών. Ευελπιστώ ότι η ελληνική οικονομία έχει ήδη μπει σε έναν ενάρετο και μακροπρόθεσμα αναπτυξιακό κύκλο. Ωστόσο, επειδή θα πρέπει να συνυπολογίζεται και το ρίσκο, χρειάζονται μικτά χαρτοφυλάκια με πολύ προσεγμένες μετοχικές τοποθετήσεις να περιλαμβάνονται σε αυτά».
Οι συγκρίσεις με το 2019
Σε σύγκριση με την εκκίνηση του έτους 2020, ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. έχει κερδίσει περίπου 18,5% (στις 2/2/2020 είχε κλείσει στις 930,7 μονάδες). Έναντι αυτής της ανόδου:
- Το ΑΕΠ της χώρας έχει αυξηθεί κατά περίπου 6% σε σταθερές τιμές κατά την τριετία 2020-2022 και, αν στο ποσοστό αυτό προστεθεί και ο ενδιάμεσος πληθωρισμός, τότε ο Γενικός Δείκτης κέρδισε όσο περίπου και το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές.
- Τα κέρδη των μη τραπεζικών εισηγμένων εταιρειών το 2021 ήταν περίπου 35% αυξημένα σε σύγκριση με αυτά του 2019 και πέρσι διαμορφώθηκαν σε ακόμη πιο υψηλά επίπεδα. Άρα, το μέσο P/E της εγχώριας χρηματιστηριακής αγοράς υποχώρησε δραστικά.
- Οι χρηματικές διανομές των εισηγμένων εταιρειών αυξήθηκαν μεν πέρυσι στα 2,34 δισ. ευρώ έναντι 2,2 δισ. ευρώ το 2019, πλην όμως η μέση μερισματική απόδοση υποχώρησε. Σήμερα διαμορφώνεται στο 3,2% για το σύνολο των μετοχών (μεγαλύτερο αν δεν συνυπολογιστούν οι τράπεζες). Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι οι φετινές χρηματικές διανομές θα υπερβούν τις περσινές και ο δείκτης μερισματικής απόδοσης το 3,2%, ενώ από το 2024 στην εξίσωση των μερισμάτων φαίνεται πως θα μπουν και οι τράπεζες.
Πολύ δύσκολα, λοιπόν, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι οι τρέχουσες αποτιμήσεις του Χ.Α. -τουλάχιστον σε επίπεδο μέσων όρων- παραπέμπουν σε «φούσκα», ιδίως αν συνεκτιμηθούν παράγοντες όπως η πολύ καλύτερη τρέχουσα εικόνα των τραπεζών σε σύγκριση με το 2019, η ύπαρξη των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης που δεν υπήρχε τότε στον ορίζοντα, η μεγάλη υποχώρηση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς και η επιδιωκόμενη λήψη της επενδυτικής βαθμίδας σε ότι αφορά το αξιόχρεο του Ελληνικού Δημοσίου.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, μια σειρά αβεβαιοτήτων εξακολουθεί να περιβάλλει τη διεθνή οικονομία, καλώντας τους χρηματιστηριακούς επενδυτές να είναι προσεκτικοί και προσεκτικοί στο πώς χτίζουν τα χαρτοφυλάκιά τους.