Νέες, σημαντικά χαμηλότερες τιμές-στόχους προτείνει πλέον για τις εγχώριες τράπεζες που καλύπτει η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley. Ο οίκος εξακολουθεί να προτιμά τη μετοχή της Eurobank, για την οποία προτείνει σύσταση overweight, αλλά μειώνει την τιμή-στόχο 20% περίπου χαμηλότερα, στο 0,93 ευρώ από 1,15 ευρώ προγενέστερα. Για την Alpha bank διατηρεί τη σύσταση equalweight με νέα χαμηλότερη τιμή-στόχο κατά 30% στο 0,95 ευρώ από 1,39 ευρώ πριν. Για την Τράπεζα Πειραιώς, η σύσταση παραμένει underweight με νέα χαμηλότερη τιμή-στόχο κατά 30% χαμηλότερα, στο 1,11 ευρώ από 1,60 ευρώ προγενέστερα.
Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα εκτιμά ρυθμό ανάπτυξης για φέτος 3,5% και 2,6% το 2024, ενώ το επίπεδο του πληθωρισμού στο τέλος του έτους θα είναι 2,4% και 1,5% το 2024. Η οικονομική ανάκαμψη συνεχίζεται, με τις τράπεζες να απεικονίζουν 2%-5% αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων σε ετήσια βάση κατά μέσο όρο το πρώτο τρίμηνο.
H Morgan Stanley εξετάζει τρία σενάρια για τις τιμέ-στόχους στις εγχώριες αξίες. Οι τιμές-στόχοι που προκύπτουν, πέραν του βασικού σεναρίου που αναφέρεται παραπάνω, είναι για τη Eurobank στο bull case 1,39 ευρώ και στο bear case 0,42 ευρώ. Για την Alpha Bank, στο bull case η τιμή-στόχος είναι 1,33 ευρώ και στο bear case 0,39 ευρώ. Για την Τράπεζα Πειραιώς, στο bull case η τιμή-στόχος εκτιμάται σε 1,76 ευρώ και στο bear case 0,18 ευρώ.
Η πρόσφατη πίεση στις μετοχές των ελληνικών τραπεζών οφείλεται στη διεύρυνση των ελληνικών spreads των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων. Αυτό συμβαίνει παρά τη συνεχιζόμενη στήριξη της ΕΚΤ, που επιτρέπει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες να δέχονται ως εξασφαλίσεις στην αναχρηματοδότηση του Ευρωσυστήματος για πράξεις αναχρηματοδότησης τα ελληνικά κρατικά ομόλογα (GGBs) που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του Ευρωσυστήματος για τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστωτικής ποιότητας, αλλά πληρούν όλες τις άλλες ισχύουσες εξασφαλίσεις και κριτήρια καταλληλότητας, τουλάχιστον για όσο διάστημα συνεχίζονται οι επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του PEPP μέχρι το τέλος του 2024, εξηγεί η αμερικανική τράπεζα.
Μετά τη διεύρυνση των spreads, η ΕΚΤ ανακοίνωσε τον Ιούνιο ότι η ευελιξία επανεπένδυσης στο πλαίσιο του PEPP θα χρησιμοποιηθεί για να στηρίξει τα spreads της περιφέρειας και ότι οι εσωτερικές εργασίες του Ευρωσυστήματος σχετικά με μια πιθανή πολιτική αντικατακερματισμού πρόκειται να επιταχυνθεί.
Ο δεσμός των κρατικών τραπεζών θα συνεχίσει να επηρεάζει τις αποτιμήσεις των τραπεζών, πιστεύει η Morgan Stanley. Η απότομη διεύρυνση των κρατικών spreads έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τα επίπεδα κεφαλαίου και να τροφοδοτήσουν τις τράπεζες μέσω υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης, που μεταφράζεται σε υψηλότερα επιτόκια για δάνεια και μπορεί να επηρεάσει το κλίμα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Ο «ομφάλιος λώρος» ελληνικού δημοσίου και τραπεζών
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, η σχέση ελληνικού δημοσίου και τραπεζών είναι το «κλειδί». Οι διαφορές αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων έχουν διευρυνθεί απότομα πρόσφατα, επηρεάζοντας τις αποτιμήσεις των τραπεζών, δεδομένου του φόβου ανατροφοδότησης μεταξύ τραπεζών και κρατικών ομολόγων. Οι αναμνήσεις από τις κρίσεις χρέους της ΕΕ θα μπορούσαν να περιορίσουν βραχυπρόθεσμα την «όρεξη» των επενδυτών για τις ελληνικές τράπεζες, αλλά τα επίπεδα κεφαλαίου είναι υψηλότερα από τις προηγούμενες κρίσεις και η ευαισθησία του κεφαλαίου στη διεύρυνση του spread κατά 100 μονάδες βάσης (μ.β.) είναι σχετικά χαμηλή στις 5-6 μ.β. κατά μέσο όρο, δεδομένης της αντιστάθμισης, σύμφωνα με τις οδηγίες της Αlpha Bank και της Πειραιώς.
«Ενσωματώνουμε τα επιτόκια της ΕΚΤ στο 0,5% στα υποδείγματά μας, γεγονός που αντισταθμίζει την επιδείνωση από τις παραδοχές για την ποιότητα του ενεργητικού, οδηγώντας σε αναβάθμιση του καθαρού εισοδήματος κατά περίπου 7% στα νούμερά μας για τα έτη 2023-2024 κατά μέσο όρο. Οι στόχοι τιμών μειώνονται κατά περίπου 25% κατά μέσο όρο, με υψηλότερο κόστος ιδίων κεφαλαίων και μια βαρύτητα 25% σε περίπτωση πτώσης. Παραμένουμε οverweight για τη Eurobank», επισημαίνουν οι αναλυτές του οίκου.
Η ανάκαμψη των ελληνικών μακροοικονομικών μεγεθών συνεχίζεται
Η Morgan Stanley εκτιμά ρυθμό ανάπτυξης για φέτος 3,5% και 2,6% το 2024, ενώ το επίπεδο του πληθωρισμού στο τέλος του έτους θα είναι 2,4% και 1,5% το 2024. Η οικονομική ανάκαμψη συνεχίζεται, με τις τράπεζες να απεικονίζουν 2%-5% αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων σε ετήσια βάση κατά μέσο όρο το πρώτο τρίμηνο.
Η προτίμηση για την Ελλάδα έναντι της Ουγγαρίας και της Πολωνίας οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα έναντι της Ουγγαρίας και της Πολωνίας: 1) έχει χαμηλότερη έκθεση σε μια επιβράδυνση στην Ευρώπη, δεδομένου ότι είναι λιγότερο εξαρτημένη από το εμπόριο, 2) έχει υποστηρικτικές προοπτικές για την ανάπτυξη των μακροοικονομικών μεγεθών και των δανείων από τα ταμεία ανάκαμψης της ΕΕ, τα οποία συνεχίζουν να εξελίσσονται καλά παρά τις πρόσφατες γεωπολιτικές αντιξοότητες.
Η τράπεζα ενσωματώνει στις εκτιμήσεις της τα αυξημένα επιτόκια της ΕΚΤ ύψους 0,5%, τα οποία αντισταθμίζονται εν μέρει από τις υψηλότερες προβλέψεις που αντικατοπτρίζουν τον κίνδυνο για την ποιότητα του ενεργητικού από μια πιο αργή από την αναμενόμενη μακροοικονομική προοπτική. Ωστόσο, η κρατική τραπεζική διασύνδεση παραμένει «κλειδί» για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα όσον αφορά στη σταθερότητα και στις αποτιμήσεις, όπως αντικατοπτρίζεται στις πρόσφατες πιέσεις στις μετοχές καθώς και στα spreads των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων που έχουν διευρυνθεί.
Αύξηση επιτοκίων έναντι κρατικών αποδόσεων
Η μεγάλη πρόοδος στην εξυγίανση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών, μαζί με την πιστωτική ζήτηση λόγω της αύξησης των επενδύσεων και των σχεδίων του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ μεταφράστηκε σε αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 5% κατά μέσο όρο για τις ελληνικές τράπεζες το πρώτο τρίμηνο.
Η επιβράδυνση των μακροοικονομικών συνθηκών στην ΕΕ ενέχει κινδύνους, αλλά η δομή της ελληνικής οικονομίας, καθώς είναι περισσότερο προσανατολισμένη στις υπηρεσίες, καθώς και η καλή πρόοδος όσον αφορά τα ταμεία ανάκαμψης της ΕΕ, οδηγεί στην προτίμηση της MS για την Ελλάδα έναντι της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
«Παρά τις ασθενέστερες μακροοικονομικές προοπτικές για την ΕΕ, όπου οι οικονομολόγοι μας προβλέπουν τώρα μια τεχνική ύφεση το τέταρτο τρίμηνο, αφήνουμε τις εκτιμήσεις μας για την ανάπτυξη των ελληνικών τραπεζών αμετάβλητες, καθώς ήμασταν ήδη κάτω από τις προβλέψεις των εταιρειών για την περίοδο 2022-25», επισημαίνει η MS.
Οι ελληνικές τράπεζες είναι θετικά προσανατολισμένες στην αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ, δεδομένου ότι περίπου το 85%-90% των δανείων τους είναι κυμαινόμενα και περίπου 80% των καταθέσεων είναι τρέχουσες. «Ενσωματώνουμε τώρα τις αυξήσεις στα επιτόκια της ΕΚΤ στο +0,5% έναντι 0% προηγουμένως το 2022. Ενώ οι οικονομολόγοι μας προβλέπουν ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ θα φτάσουν στο 0,75% στο τέλος του τρέχοντος έτους και στο 1,25% στο τέλος του 2023, βλέπουν ότι οι κίνδυνοι γέρνουν προς τα κάτω μετά τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, εάν επιδεινωθούν οι μακροοικονομικές προοπτικές. Αυτό οδηγεί σε αναβάθμιση 5%-8% στις εκτιμήσεις μας για τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) κατά μέσο όρο το 2022-2024 για τις ελληνικές τράπεζες», εξηγεί η τράπεζα.
Η ανάλυση της MS υποδηλώνει ότι οι συνθήκες ποιότητας του ενεργητικού στην Ελλάδα θα πρέπει να είναι καλύτερες από ό,τι σε προηγούμενες κρίσεις, υποστηριζόμενες από: 1) τη χρηματοοικονομική απομόχλευση κατά την τελευταία δεκαετία, 2) τα χαμηλότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, 3) τις αυστηρότερες πιστωτικές πολιτικές. Παρ' όλα αυτά, αυξάνουμε το COR 2023 στις 90 μονάδες βάσης (καθαρά δάνεια) κατά μέσο όρο για τις ελληνικές τράπεζες έναντι 75 μ.β. προηγουμένως και για το 2024 προβλέπει τώρα 85 μ.β. COR έναντι 70 μ.β. προηγουμένως.