Η Wood προσαρμόζει τις προβλέψεις της για τις ελληνικές τράπεζες, ώστε να λάβει υπόψη τις έμμεσες επιπτώσεις των γεωπολιτικών κινδύνων. Αν και εξακολουθεί να είναι πολύ νωρίς για μια πλήρη αξιολόγηση, αναμένει ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός θα οδηγήσει σε χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα και ηπιότερη αύξηση του ΑΕΠ το 2022 και το 2023, γεγονός που συνεπάγεται βραδύτερη αύξηση των δανείων και υψηλότερο κόστος κινδύνου.
Οι συστάσεις είναι αγορά (Buy) και για τις τέσσερις τράπεζες, ενώ η τιμή-στόχος της Eurobank είναι στο 1,3 ευρώ (αμετάβλητη) με περιθώριο ανόδου 25%, της Εθνικής η τιμή-στόχος είναι στα 4,3 ευρώ (από 4,1 ευρώ πριν) με περιθώριο ανόδου 41%, της Alpha Bank είναι στο 1,5 ευρώ (από 1,7 ευρώ πριν) με περιθώριο ανόδου 39% και της Πειραιώς στο 1,8 ευρώ (από 2 ευρώ πριν) με περιθώριο ανόδου 27%.
Οι παράγοντες που θα επιδράσουν στις ελληνικές τράπεζες περιλαμβάνουν την έγκαιρη μείωση των χαρτοφυλακίων NPEs, ανθεκτικό και δοκιμασμένο χαρτοφυλάκιο αποδόσεων, το ενδεχόμενο υψηλότερων επιτοκίων, η εφαρμογή των σχεδίων RRF, μια καλή τουριστική σεζόν (με πολύ χαμηλές επιδράσεις βάσης) και τα υψηλά αποθέματα ρευστότητας μεταξύ των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
«Συνολικά, αν και ο στόχος απόδοσης του 10% για απόδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων (ROTE) των ελληνικών τραπεζών φαίνεται να κινδυνεύει βραχυπρόθεσμα, αναμένουμε αξιοπρεπή κερδοφορία το 2022/23E και επαναλαμβάνουμε τη θετική μας πρόσκληση για τον κλάδο. Οι επιλογές μας είναι η ΕΤΕ και η Alpha Βank», εξηγεί η Wood.
Η κορυφαία επιλογή είναι η ΕΤΕ, λόγω της χαμηλής αποτίμησης και των καλύτερων στην κατηγορία κεφαλαίων, ρευστότητας και ποιότητας ενεργητικού. Σε περίπτωση γρήγορης αποκλιμάκωσης, η Alpha Βank είναι η προτιμώμενη επιλογή λόγω του υψηλότερου δείκτη beta.
Οι αποτιμήσεις ενσωματώνουν ήδη μια αρνητική έκβαση: στο αρνητικό σενάριό μας, υποθέτει 200 μ.β. χαμηλότερες βιώσιμες ROTEs για το 2023E, μηδενική μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και αύξηση του κόστους ιδίων κεφαλαίων κατά 100 μ.β. Αυτό ουσιαστικά συνεπάγεται ένα κόστος κινδύνου κοντά στις 120 μ.β. έναντι της τρέχουσας παραδοχής για τις 70 μ.β.
Η Wood πιστεύει ότι αυτό θα ήταν συμβατό με ένα υφεσιακό περιβάλλον στην Ελλάδα. Το περιθώριο πτώσης για τις ελληνικές τράπεζες, ακόμη και στο σενάριο "bear" είναι περιορισμένο, ενόψει των σημερινών χαμηλών πολλαπλασιαστών P/TBV, ο κλάδος διαπραγματεύεται χαμηλότερα από 0,5x P/TBV για το 2022.
Νέες προβλέψεις για τις ελληνικές τράπεζες
Οι ελαφρυντικοί παράγοντες για τις ελληνικές τράπεζες περιλαμβάνουν ωστόσο την έγκαιρη μείωση των παλαιών NPEs, ανθεκτικό και δοκιμασμένο χαρτοφυλάκιο απόδοσης, την πιθανότητα αύξησης των επιτοκίων, την εφαρμογή των σχεδίων του σχεδίου ανάκαμψης της ΕΕ (RRF), την «καλή» προβλεπόμενη τουριστική περίοδο (με πολύ χαμηλά αποτελέσματα βάσης) και τα υψηλά αποθέματα ρευστότητας μεταξύ των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Πιο αναλυτικά, οι τράπεζες έχουν πολύ μικρή άμεση έκθεση στη Ρωσία και την Ουκρανία και πλέον ο οίκος προβλέπει αύξηση των δανείων του κλάδου κατά 4%-5% το 2022-2023 έναντι 6%-7% προηγουμένως, μονοψήφια αύξηση των προμηθειών έναντι των προσδοκιών για υψηλή μονοψήφια αύξηση των προμηθειών και κόστος προβλέψεων στις 70-80 μ.β. το 2022, 60-70 μ.β. το 2023 και στις 50-60 μ.β. το 2024, ενώ προγενέστερα «έβλεπε» 60 μ.β. από το 2022.
Παρά την προσωρινή καθυστέρηση, πιστεύει ότι η μακροπρόθεσμη επενδυτική περίπτωση του ελληνικού τραπεζικού τομέα παραμένει ανέπαφη, δηλαδή μια ορατή ανάκαμψη κερδών οδηγούμενη από τα αξιοπρεπή περιθώρια, υγιή αύξηση των δανείων και χαμηλότερο κόστος κινδύνου. Στις προβλέψεις της, όπως σημειώνει, δεν προσαρμόζει κάποια θετική επίδραση από τις πιθανές μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων.