Το βασικό σενάριο για τη φετινή πορεία της ελληνικής οικονομίας αφήνει σημαντικές προοπτικές χρηματιστηριακής ανόδου, ωστόσο πολλοί επενδυτές εκφράζουν έντονες επιφυλάξεις λόγω των κινδύνων που ελλοχεύουν: από τη μεγάλη αύξηση στις τιμές των εμπορευμάτων, που απειλεί τις επενδύσεις, έως την εκτίναξη του πληθωρισμού, που αδυνατίζει τα πορτοφόλια των καταναλωτών και την άνοδο των διεθνών επιτοκίων, που θα επηρεάσει πτωτικά τις αποτιμήσεις των μετοχών από τους αναλυτές.
Οι αισιόδοξοι, πάντως, βλέπουν λογικούς δείκτες αποτίμησης σε πολλές μετοχές του Χ.Α. και αυτό ενόψει μιας επερχόμενης τριετούς οικονομικής ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία, από την οποία αναμένεται να βγουν ωφελημένοι -λιγότερο ή περισσότερο- όλοι οι επιχειρηματικοί κλάδοι. Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, τα προβλήματα είναι μεν υπαρκτά, πλην όμως φαίνεται να έχουν ημερομηνία λήξεως, ενώ τα οφέλη σημαντικά και μακροπρόθεσμα.
Από τα θετικά στοιχεία των τελευταίων ετών είναι ότι -έστω και με τη συμβολή της πίεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- οι ελληνικοί κρατικοί προϋπολογισμοί, σε πλήρη αντίθεση με το παρελθόν, είναι σε γενικές γραμμές ρεαλιστικοί και αξιόπιστοι. Ενδεικτικό είναι το στοιχείο ότι ο προϋπολογισμός του 2021 είχε βασιστεί σε μια άνοδο του ΑΕΠ της τάξεως του 3,5% και τελικά εκτιμάται ότι το έτος έκλεισε κοντά στο +9%, διαψεύδοντας ακόμη και τους πλέον αισιόδοξους αναλυτές.
Σ’ αυτό το κλίμα, ο προϋπολογισμός του 2022 μιλά για ανάπτυξη 4,5%, ενώ με βάση πιο πρόσφατα στοιχεία, το ΙΟΒΕ μιλά σύμφωνα με το βασικό του σενάριο για επίδοση 4,5%-5%, ξεκινώντας μάλιστα η φετινή χρονιά από υψηλότερη βάση, καθώς εκτιμά ότι το 2021 έκλεισε μεταξύ του +9% και του +9,5%.
Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ευχάριστα για την οικονομία, αλλά και για τους χρηματιστηριακούς επενδυτές, από τις επιμέρους προβλέψεις στις οποίες προχωρά για φέτος το ΙΟΒΕ, οι οποίες περιλαμβάνουν μείωση της δημόσιας κατανάλωσης (μεταξύ -2,5% και -3,5%), άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 3%-4%, εκτίναξη των επενδύσεων κατά 20%-23%, τόνωση των εξαγωγών κατά 14% και υποχώρηση της ανεργίας στο 13,5%. Το ΙΟΒΕ επίσης επανέλαβε ότι λόγω της χαμηλής βάσης σύγκρισης του 2020, αλλά και των κοινοτικών κονδυλίων που θα εισρεύσουν στην οικονομία, θεωρεί εφικτή την επίτευξη ικανοποιητικών ρυθμών ανάπτυξης όχι μόνο για φέτος, αλλά και για την επόμενη τριετία, συμπληρώνοντας ωστόσο πως οι μετέπειτα αυξήσεις του ΑΕΠ θα εξαρτηθούν από το πώς θα αξιοποιήσουμε τα κοινοτικά κονδύλια και το κατά πόσο προχωρήσουμε σε διαρθρωτικές αλλαγές.
Το Χρηματιστήριο τώρα
Πώς μεταφράζονται όλα αυτά για τα εταιρικά κέρδη και το Χρηματιστήριο της Αθήνας;
- Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για πολύ σημαντική ποσοστιαία αύξηση -σε αθροιστικό τουλάχιστον επίπεδο- των εταιρικών κερδών τόσο φέτος, όσο και κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια. Και όλα αυτά ξεκινώντας από την παραδοχή ότι τα εταιρικά κέρδη του 2021 ξεπέρασαν κατά πολύ όχι μόνο τα αντίστοιχα της προηγούμενης χρήσης, αλλά και εκείνα του 2019, πριν δηλαδή το ξέσπασμα της πανδημίας.
- Σε κλάδους εταιρειών που πέρσι εμφάνισαν συγκυριακά ιδιαίτερα υψηλή κερδοφορία λόγω της εκτόξευσης των τιμών των πρώτων υλών, πιθανότατα φέτος θα δούμε τα περιθώρια κέρδους να μειώνονται σημαντικά, πλην όμως προβλέπεται ανοδική τάση στον όγκο των πωλήσεών τους, καθώς οι δραστηριότητές τους σχετίζονται με την πορεία της οικοδομής και των επενδύσεων.
- Από την αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ θα ωφεληθεί το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων, αλλά περισσότερο εξ αυτών κλάδοι όπως η πληροφορική (π.χ. Quest Holdings, Space Hellas, Entersoft, Profile, Epsilon Net, Byte Computer), ο τουρισμός (π.χ. Αεροπορία Αιγαίου, Autohellas, Μοτοδυναμική, Παπουτσάνης, Δάιος, Moda Bagno), οι κατασκευές (π.χ. ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, Avax, Intrakat), οι μεταλλουργικές (π.χ. Mytilineos, όμιλος Viohalco, Έλαστρον), ενώ παράλληλα θα εμφανίσουν ανοδικές επιδόσεις σε σχέση με πέρσι και εκείνες οι εισηγμένες που είχαν πληγεί το 2021 από τη λήψη περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας (π.χ. Jumbo, AS Company, Ελινόιλ, Revoil).
- Παρότι πέρσι αρκετές εταιρείες μοίρασαν χρήματα στους μετόχους τους που υπερέβησαν τα κέρδη της χρήσης 2020, φέτος προβλέπεται ότι οι χρηματικές διανομές των εισηγμένων εταιρειών θα είναι ακόμη μεγαλύτερες. Ήδη, οι εισηγμένες Quest Holdings, Mytilineos, Alpha Trust ΑΕΔΑΚ και Jumbo έχουν μοιράσει ή έχουν ανακοινώσει διανομές 161,3 εκατ. ευρώ, ενώ -μεταξύ άλλων- φέτος θα έχουμε υψηλότερο μέρισμα από τον ΟΠΑΠ. Επίσης, αρκετές εισηγμένες αναμένεται ότι θα στείλουν μετά από χρόνια τους μετόχους στο ταμείο, όπως πχ η Ideal, η Ίλυδα και η Mevaco.
- Υπάρχουν πολλές εισηγμένες που με βάση τα εκτιμώμενα κέρδη του 2021 διαπραγματεύονται με P/E χαμηλότερο του 20, του 15, ή ακόμη και του 10, τιμές που θα μπορούσαν να αποκλιμακωθούν (βελτιωθούν) έντονα μέσα στην επόμενη τριετία, εξαιτίας της προβλεπόμενης πορείας των κερδών τους. Επίσης, με μια τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία του Χ.Α. που προσεγγίζει τα 70 δισ. ευρώ, η μέση μερισματική απόδοση με βάση τις χρηματικές διανομές του 2021 υπολογίζεται στο 2,4% και ανεβαίνει σημαντικά αν δεν συμπεριλάβουμε τις εμπορικές τράπεζες. Επιπλέον, οι περισσότερες εισηγμένες του Χ.Α. διαπραγματεύονται με ελκυστικότερους δείκτες αποτίμησης σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις του κλάδου.
Τα ανοιχτά μέτωπα
Από την άλλη πλευρά, κάθε άλλο παρά απουσιάζουν τα καυτά μέτωπα που απειλούν το βασικό σενάριο για την πορεία της ελληνικής (και της διεθνούς) οικονομίας το 2021:
- Ο πληθωρισμός, που απειλεί τα πορτοφόλια των νοικοκυριών και τη ζήτηση στην οικονομία, ήδη σκαρφάλωσε τον Ιανουάριο στο 5,1% και όλα δείχνουν πως θα συνεχίσει να κινείται σε παρόμοια ποσοστά και κατά τους αμέσως επόμενους μήνες. Απέναντι στον συγκεκριμένο κίνδυνο, πολλοί είναι εκείνοι που βλέπουν δραστική αποκλιμάκωσή του κυρίως κατά το τελευταίο τετράμηνο του 2022 για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι τεχνικής φύσεως και αφορά τη βάση σύγκρισης. Οι τιμές του πρώτου φετινού εξαμήνου συγκρίνονται με εκείνες του πρώτου μισού του 2021 όταν βιώναμε περίοδο αποπληθωρισμού. Αντίθετα, από τον προσεχή Σεπτέμβριο και μετά, η βάση σύγκρισης θα είναι αρκετά υψηλότερη. Ο δεύτερος λόγος αφορά στις εκτιμήσεις των αναλυτών για τάση κάποιας αποκλιμάκωσης του ενεργειακού κόστους από το δεύτερο μισό του έτους και μετά, καθώς τα τρέχοντα επίπεδα θεωρούνται ιδιαίτερα υψηλά. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΙΟΒΕ προβλέπει για φέτος πληθωρισμό μόλις μεταξύ 1,5% και 2%, πλην όμως αυτό θα πρέπει να αποδειχτεί και στην πράξη.
- Οι τιμές των πρώτων υλών, των καυσίμων και των ναύλων έχουν αυξήσει δραστικά το κόστος κατασκευής σε οικοδομή και επιχειρηματικά projects, με αποτέλεσμα αρκετοί επενδυτές να έχουν αναβάλει τα επεκτατικά τους σχέδια. Άλλωστε, λόγω αυτών των γεγονότων η αγορά του χάλυβα πάγωσε κατά τις τελευταίες σαράντα ημέρες του 2021, ενώ ο Ιανουάριος κινήθηκε μεν ανοδικά, χωρίς ωστόσο να ικανοποιήσει. Από την άλλη πλευρά, παράγοντες της αγοράς θεωρούν ότι το φρενάρισμα της ζήτησης θα είναι πρόσκαιρο, καθώς πολύ σημαντικά επενδυτικά έργα (μεταξύ άλλων και όσα θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης) βρίσκονται σε φάση αναμονής. Οι ίδιοι κύκλοι μάλιστα επισημαίνουν πως ο ρυθμός αύξησης στην έκδοση νέων οικοδομικών αδειών συνέχισε να είναι ισχυρός και κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2021, καθώς επίσης και την πορεία του Οικονομικού κλίματος, με το σχετικό δείκτη του ΙΟΒΕ να ανεβαίνει το Δεκέμβριο στις 114,2 μονάδες, σημειώνοντας την υψηλότερη τιμή των τελευταίων 21 ετών (με σημαντικότερη την ενίσχυση στη βιομηχανία)!
- Η άνοδος των επιτοκίων στις διεθνείς αγορές όχι μόνο απειλεί να ανεβάσει το κόστος χρήματος των επιχειρήσεων και του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά παράλληλα επηρεάζει πτωτικά τις αποτιμήσεις των εύλογων αξιών των μετοχών από τους αναλυτές. Όλοι βέβαια εκτιμούν ότι η τάση των διεθνών επιτοκίων είναι ανοδική και όχι πτωτική, ενώ η ίδια η Fed έχει ήδη προαναγγείλει αρκετές κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση μέσα στο 2022. Ακόμη κι αν η ΕΚΤ αναβάλει μια τέτοια επιλογή για το 2023, η ουσία είναι πως τα yields των κρατικών ομολόγων έχουν ανεβεί και πιθανολογείται βάσιμα ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί, τουλάχιστον αν δεν δούμε τον πληθωρισμό της χώρας να αποκλιμακώνεται. Ο αντίλογος των αισιόδοξων σε έναν τέτοιο κίνδυνο είναι πως η άνοδος των επιτοκίων ήταν σε γενικές γραμμές αναμενόμενη, δεν προβλέπεται να λάβει φέτος έντονες διαστάσεις στην Ευρώπη και επίσης ότι, πέρα από την άνοδο των yields, περιμένουμε και μια αντίστοιχη (ή και μεγαλύτερη) άνοδο των χρηματικών διανομών στο Χ.Α., άρα μια μέση μερισματική απόδοση που θα συνεχίσει να υπερβαίνει κατά πολύ τόσο τα τραπεζικά επιτόκια (που θα συνεχίσουν να κυμαίνονται στο όριο του μηδέν) όσο και τα yields των δεκαετών κρατικών ομολόγων.