Οι επενδυτικοί οίκοι HSBC, JP Morgan και Bank of America Global Research προχώρησαν σε πολύ ισχυρή αναβάθμιση των εκτιμήσεών τους για την πορεία των ελληνικών τραπεζών λίγο πριν από το τέλος του 2021 και με γνώμονα την έλευση του 2022.
Υπό το πρίσμα του Ταμείου Ανάκαμψης, των πιο ευοίωνων προοπτικών για τα κόκκινα δάνεια, των υψηλότερων κεφαλαιακών θέσεων, αλλά και με δεδομένο ότι στο βάθος αχνοφαίνεται η πληρωμή μερισμάτων για τους μετόχους (σημάδι πλήρους αποκατάστασης της κανονικότητας), προχώρησαν σε αυξήσεις τιμών στόχων και συστάσεων με υψηλά περιθώρια ανόδου από τα τρέχοντα επίπεδα. Φαίνεται ότι μπορεί υπό προϋποθέσεις, το 2022 να είναι επιτέλους η χρονιά των ελληνικών μετοχών με τη βοήθεια και του δεικτοβαρή τραπεζικού κλάδου.
Πρώτη η βρετανική HSBC αναβάθμισε τη σύσταση σε «αγορά» («buy») από «ουδέτερη» («hold») για τους τίτλους των Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς και πλέον και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες έχει σύσταση «αγορά» και μάλιστα με αυξημένες τιμές-στόχους. Συγκεκριμένα, για τη μετοχή της Αlpha Bank η τιμή-στόχος διαμορφώνεται πλέον στα 1,40 ευρώ από 1,20 ευρώ με περιθώριο ανόδου περίπου 25%, για τη Eurobank (κορυφαία επιλογή της HSBC από τον τραπεζικό κλάδο) στα 1,30 ευρώ από 1 ευρώ με περιθώριο ανόδου 35%, για την Εθνική Τράπεζα (καλύτερο risk/reward) στα 3,55 ευρώ από 3,40 ευρώ με περιθώριο ανόδου επίσης περίπου 35% και, τέλος, για την Τράπεζα Πειραιώς στα 1,95 ευρώ από 1,64 ευρώ πριν, με περιθώριο 35% περίπου.
Η HSBC εκτιμά ότι τα υψηλότερα κέρδη και οι αυξημένες κεφαλαιακές βάσεις λόγω των ενεργειών κεφαλαιακής ενίσχυσης και των βελτιωμένων αποτιμήσεων των συναλλαγών στα κόκκινα δάνεια (NPEs) βοηθούν στο στοίχημα υπέρ των μετοχών των τραπεζών. Ο βρετανικός οίκος εξακολουθεί να πιστεύει πως για το 2022, δείκτης ενσώματης λογιστικής τους αξίας (P/TBV) στο 0,46 φορές δεν αποτιμά ορθά την κερδοφορία και την προοπτική να αρχίσουν να πληρώνουν μερίσματα στους μετόχους τους. Η HSBC εντοπίζει μεγάλη αξία στις ελληνικές τράπεζες ακόμη και στο σενάριο μια χαμηλής αναπτυξιακής δυναμικής.
Το Ταμείο Ανάκαμψης βελτιώνει τις εκτιμήσεις για την εγχώρια οικονομία, αλλά και τα εξυπηρετούμενα δάνεια μέχρι το τέλος του 2026. Τα έμμεσα οφέλη της ανάπτυξης και οι διευκολυντικές συνθήκες της αγοράς όσον αφορά τις προμήθειες και την ποιότητα του ενεργητικού θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ισχυρή ανάκαμψη της κερδοφορίας. Τα βασικά λειτουργικά έσοδα θα αυξηθούν 28% το 2020-2024 καθώς τα βασικά έσοδα προ προβλέψεων παραμένουν ανθεκτικά με τη βελτίωση του σκέλους των προμηθειών.
Ο βασικός λόγος που οι ελληνικές τράπεζες είναι ελκυστικές για το 2022 είναι το σημαντικό discount 45% σε σχέση με τις τράπεζες της NA Ευρώπης του δείκτη εσωτερικής αξίας (P/BV). Ως προς τον δείκτη P/E (τιμή προς κέρδη) το discount δείχνει μεγαλύτερο και η HSBC εκτιμά ότι η αγορά θα πρέπει να εστιάσει περισσότερο σε αυτό, τουλάχιστον για τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα.
Υψηλά περιθώρια ανόδου
Η αμερικανική τράπεζα JP Morgan επίσης δηλώνει αγοραστής για το 2022 για τις μετοχές των τραπεζών και μάλιστα δίνει νέες αυξημένες τιμές-στόχους και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Η αμερικανική τράπεζα ποντάρει προφανώς στην εγχώρια αγορά περιουσιακών στοιχείων, αφού τα περιθώρια ανόδου που προσφέρουν οι εγχώριες τραπεζικές μετοχές από τιμές-στόχους είναι περίπου 50% έως το Δεκέμβριο του 2023.
Οι συστάσεις «αγορά» («overweight») και οι αυξημένες τιμές-στόχοι δείχνουν την προτίμηση της για τον εγχώριο κλάδο σε σχέση με τις λοιπές αναδυόμενες αγορές που εξετάζει. Αναλυτικά, για Alpha, ETE και Eurobank προτείνει σύσταση «overweight», για την Alpha Bank με νέα τιμή-στόχο τα 1,60 ευρώ έναντι των 1,50 ευρώ πριν, με περιθώριο ανόδου της τάξης του 50%. Για τη Eurobank δίνει νέα τιμή-στόχο στα 1,30 ευρώ έναντι των 1,20 ευρώ πριν, με περιθώριο ανόδου της τάξης του 44%. Για την Εθνική Τράπεζα δίνει νέα τιμή-στόχο 4,00 ευρώ έναντι των 3,30 ευρώ προγενέστερα, με επίσης υψηλό περιθώριο ανόδου, της τάξης του 58%.
Τέλος, δίνει σύσταση «neutral» για την Τράπεζα Πειραιώς με νέα τιμή-στόχο τα 2 ευρώ έναντι των 1,90 ευρώ πριν, με περιθώριο ανόδου της τάξης του 50%.
Τα top picks της BofA
Τελευταία προστέθηκε η μέχρι πρότινος πιο… δύσπιστη Bank of America Global Research με γνώμονα τη στρατηγική για το 2022. H BofA αλλάζει δραστικά προς το καλύτερο τις προοπτικές των εγχώριων τραπεζών και εξηγεί ότι οι τράπεζες με βελτιωμένη ποιότητα ενεργητικού και ικανοποιητικά κεφάλαια τις κάνουν top picks για το 2022. Η BofA, επίσης, προτιμά τράπεζες που η βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού συνδυάζεται με ικανοποιητική καθαρή θέση, καθώς υπάρχει μικρότερος κίνδυνος μελλοντικών ταμειακών απαιτήσεων και ταχύτερη πορεία προς πιθανά μερίσματα (Alpha, ΕΤΕ, Eurobank).
Για τις Alpha, ΕΤΕ, Eurobank προτείνει «buy» με τιμές-στόχους 1,45 ευρώ, 3,30 ευρώ και 1,15 ευρώ αντίστοιχα, ενώ για την Τράπεζα Πειραιώς η τιμή-στόχος είναι 1,40 ευρώ και η σύσταση «underperform».
Οι τράπεζες του δείκτη MSCI EM Banks δεν είναι γενικά φθηνές και το εύρος των πολλαπλασιαστών είναι εξαιρετικά ευρύ: από 2 έως 26 φορές τα κέρδη του 2022 σε όρους πολλαπλασιαστή κερδών (P/E). Η BofA βλέπει επίσης αξία στις προβληματικές μετοχές, για τις οποίες πιστεύει ότι η αποτίμηση δεν δικαιολογείται από τους δυνητικούς κινδύνους (επιλεκτικά τράπεζες στην Τουρκία και την Ελλάδα).
Το σημείο κλειδί για την BofA είναι ότι οι τράπεζες έχουν κινηθεί με επιθετικά σχέδια για τη μείωση των δεικτών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) σε μονοψήφια ποσοστά το 2021 (από περίπου 30% σε επίπεδο συστήματος), δηλαδή σε περίπου 5% το 2022. Παράλληλα, όσον αφορά τις δύο τράπεζες που είχαν τα κεφαλαιακά κενά, η Πειραιώς ολοκλήρωσε μια αύξηση κεφαλαίου ύψους 1,4 δισ. ευρώ και η Alpha δρομολόγησε αύξηση κεφαλαίου συνολικού ύψους 0,8 δισ. ευρώ.
Η BofA εκτιμά ότι οι τράπεζες στην Ελλάδα γυρίζουν σελίδα, δεν θα κληθούν να πάρουν έκτακτες ζημίες στο μέλλον, θα αυξήσουν την κεφαλαιακή τους βάση και σε κάποιο στάδιο θα είναι σε θέση να αποζημιώσουν τους μετόχους μέσω μερισμάτων. Ωστόσο, χρειάζεται μια διαρκής βελτίωση της κερδοφορίας.
Η BofA εκτιμά ότι ο όγκος των νέων δανείων θα ανακάμψει δυναμικά, υποβοηθούμενος από το πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης, οι προβλέψεις για ζημίες από δάνεια θα μειωθούν και το κόστος επίσης θα βελτιωθεί. Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες θα χάσουν έσοδα από NPEs, η πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους (NIM) είναι πιθανό να παραμείνει σταθερή και σε κάποιο στάδιο όλες οι τράπεζες θα χρειαστεί να εκδώσουν ομόλογα AT1.