H JP Morgan επανέρχεται με long θέση για τα ελληνικά δεκαετή ομόλογα έναντι των πορτογαλικών δεκαετών καθώς, όπως επισημαίνει ο αμερικανικός οίκος, τα ελληνικά ομόλογα υστέρησαν μετά το πέρας της συνεδρίασης της ΕΚΤ, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη διεύρυνση στην απόδοσή τους και περιορίζοντας παράλληλα, σε μικρότερο εύρος, τις πιέσεις της εβδομάδας που πέρασε.
Έτσι, η σχετική υποαπόδοση των ελληνικών τίτλων οφείλεται εν μέρει στην αυξανόμενη αβεβαιότητα γύρω από το μέλλον των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πλαίσιο του QE μετά τη λήξη του PEPP και από τις ασθενέστερες εκτιμήσεις γύρω από τη ρευστότητα, όπως επισημαίνει η JP Morgan. Η τράπεζα διατηρεί σε γενικές γραμμές την εποικοδομητική της θέση για την Ελλάδα, δεδομένων των ελκυστικών αποτιμήσεων, της εικόνας που διατηρεί για την ένταξη των κρατικών ομολόγων στο «κανονικό QE» της ΕΚΤ, του εποικοδομητικού μακροοικονομικού outlook και του σταθερού πολιτικού σκηνικού στη χώρα.
Ωστόσο, δεδομένων των δηλώσεων που έκανε η Λαγκάρντ αυτή την εβδομάδα, άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν πρόσθετες αγορές ομολόγων και στοιχείων ενεργητικού μετά το PEPP, αναφέροντας ότι η περίπτωση της Ελλάδας θα ληφθεί υπόψη στις αποφάσεις που θα παρθούν για μετά το PEPP και η JP Morgan εκτιμά ξεκάθαρα ότι οι καθαρές αγορές ελληνικών τίτλων από την ΕΚΤ θα συνεχιστούν μετά το PEPP.
Σύμφωνα με την τράπεζα, η ΕΚΤ θα δημιουργήσει ένα πακέτο 200-250 δισ. ευρώ, που θα αξιοποιηθεί για ένα χρονικό διάστημα έως και ενός έτους, με τα ελληνικά ομόλογα να είναι επιλέξιμα σε αυτό, σε συνδυασμό με τον τρέχοντα ρυθμό αγορών στη βάση του κανονικού APP που διαμορφώνεται στα 20 δισ. ευρώ τον μήνα.
Στην εγχώρια καμπύλη, ο αμερικανικός οίκος θεωρεί ελκυστικά τα ομόλογα 8-10 ετών καθώς προσφέρουν το υψηλότερο περιθώριο έναντι της υπόλοιπης περιφέρειας, προτείνοντας έτσι long θέση στο ελληνικό 10ετές έναντι του πορτογαλικού τίτλου, ενώ από την άλλη, λαμβάνει short θέση έναντι του ιταλικού.
Σε ό,τι αφορά το spread του ελληνικού 10ετούς, η JP Morgan εκτιμά πως θα υποχωρήσει από τα τρέχοντα επίπεδα των 132 μ.β. στις 105 μ.β. τον Δεκέμβριο του 2021, προτού ενισχυθεί ελαφρώς στις 110 μ.β. τον Μάρτιο του 2022 και υποχωρήσει εκ νέου μέχρι τις 100 μ.β. μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022.