Σε περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας όπως είναι το τρέχον για το ελληνικό χρηματιστήριο (υγειονομικές εξελίξεις στο μέτωπο του κορωνοϊού, τουρκική επεκτατικότητα, αποτελεσματικότητα κινήσεων των τραπεζών για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων τους), πολλοί επενδυτές αναζητούν αμυντικές επιλογές σε εταιρείες που εμφανίζουν υγιή οικονομικά δεδομένα και χαμηλότερο ρίσκο (να σημειωθεί η παραδοσιακή ανάλογη σχέση μεταξύ αναλαμβανόμενου κινδύνου και προσδοκώμενης απόδοσης).
Σύμφωνα με χρηματιστηριακούς παράγοντες, υπάρχουν τέτοιες επιλογές μεταξύ των εισηγμένων εταιρειών του ΧΑ και μάλιστα παραθέτουν δύο ενδεικτικά παραδείγματα.
Η ΕΥΑΘ διαπραγματεύεται στο ΧΑ με τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία της τάξεως των 145 εκατ. ευρώ, όταν στις 30/6/2020 το θετικό καθαρό ταμείο της είχε διαμορφωθεί στα 83,95 εκατ. ευρώ. Φέτος διένειμε μέρισμα 0,268 ευρώ ανά μετοχή (μερισματική απόδοση γύρω στο 6,7%) ενώ στο πρώτο φετινό εξάμηνο, η καθαρή κερδοφορία υποχώρησε στα 4,8 εκατ. ευρώ από τα 6,6 εκατ. κατά την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Με δεδομένη την ανελαστική ζήτηση για νερό και τον μονοπωλιακό χαρακτήρα της εισηγμένης, μέσα στην επόμενη δεκαετία η διοίκηση της EΥΑΘ αναμένει μια αύξηση του κύκλου εργασιών της κατά 30%-40% καθώς πολλοί όμοροι δήμοι αντιμετωπίζουν προβλήματα και θα ήθελαν να ενταχθούν στο σύστημα της εισηγμένης εταιρείας, προκειμένου να τα επιλύσουν.
Για τον σκοπό αυτό (και όχι μόνο) η EΥΑΘ δρομολογεί για τα επόμενα χρόνια σημαντικές επενδύσεις («τρέχουν» ήδη τέσσερα projects ύψους 65 εκατ. ευρώ), τα οποία ωστόσο χρηματοδοτούνται κατά κύριο λόγο από κοινοτικά κονδύλια (μέχρι τώρα τα ποσοστά επιδοτήσεων κυμαίνονται μεταξύ του 70% και του 100%, ενώ κάτι αντίστοιχο θα επιδιωχθεί και για τα επόμενα επενδυτικά έργα).
Πέρα όμως από την ανοδική πορεία του κύκλου εργασιών, η EΥΑΘ θα μπορεί να ελπίζει βάσιμα και σε διεύρυνση του καθαρού περιθωρίου κέρδους της, καθώς οι υλοποιούμενες επενδύσεις οδηγούν -μεταξύ άλλων- σε οικονομίες κλίμακας και σε μείωση κόστους παραγωγής ως ποσοστού επί των εσόδων (βλέπε ενεργειακές αναβαθμίσεις, χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας).
Σε ό,τι δε αφορά τη μελλοντική τιμή πώλησης (από το 2023 θα επανακαθοριστεί από τη Γενική Γραμματεία Υδάτων), σε κοινοτικό επίπεδο δεν ενθαρρύνονται οι χαμηλές τιμολογήσεις, με στόχο να μην παρατηρηθεί σπατάλη στη χρήση του τόσο πολύτιμου -από περιβαλλοντολογικής άποψης- προϊόντος.
Από την πλευρά της, η ΑΔΜΗΕ Συμμετοχών κατέχει το 51% του ΑΔΜΗΕ. Με τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία γύρω στα 530 εκατ. ευρώ, φέτος μοίρασε στους μετόχους της -με τη μορφή υπόλοιπου μερίσματος και προμερίσματος- 0,118 ευρώ ανά μετοχή, που οδηγεί σε μια μερισματική απόδοση της τάξεως του 5,15%.
Είναι προφανές ότι οι επιδόσεις της ΑΔΜΗΕ Συμμετοχών επηρεάζονται καθοριστικά από την πορεία του ΑΔΜΗΕ, ο οποίος αμείβεται μέσω ενός τύπου που προσθέτει τα λειτουργικά του έξοδα, τις αποσβέσεις και μια ποσοστιαία απόδοση επί των απασχολούμενων κεφαλαίων του. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερες επενδύσεις υλοποιεί ο ΑΔΜΗΕ τόσο περισσότερο αυξάνονται τα έσοδά του. Έτσι, μέσα στην επόμενη δεκαετία, ο ΑΔΜΗΕ σχεδιάζει επενδύσεις της τάξεως των πέντε δισ. ευρώ (κυρίως υπόγειες διασυνδέσεις νησιών Αιγαίου και Κρήτης).
Ειδικότερα μέχρι και το 2023, λόγω των επενδύσεων που είναι προγραμματισμένες, ο ΑΔΜΗΕ προβλέπει ότι θα έχει ανεβάσει το EBITDA από τα 176,5 εκατ. ευρώ του 2019 γύρω στα 280 εκατ. ευρώ. Στο ερώτημα για το αν ο ΑΔΜΗΕ είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις αυτές, η απάντηση είναι πως ο δείκτης καθαρού χρέους προς EBITDA του ΑΔΜΗΕ βρίσκεται γύρω στο 1,5, όταν οι αντίστοιχοι ευρωπαίοι «παίκτες» υπερβαίνουν συχνά το 5.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί πως ο ΑΔΜΗΕ δεν εισπράττει τα έσοδά του από τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά από τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι ουσιαστικά μεταφέρουν το σχετικό κόστος στους πελάτες-καταναλωτές τους.