Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα και τουλάχιστον άλλες 11 χώρες της Ευρώπης διανύουν περίοδο έξαρσης κρουσμάτων κοκκύτη. Όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα από τον ΕΟΔΥ, έχουν καταγραφεί 230 περιπτώσεις μόνο στο πρώτο πεντάμηνο του 2024, έναντι 9 σε ολόκληρο το 2023. Ένα στα τέσσερα κρούσματα αφορούν σε βρέφη κάτω των 12 μηνών, 2 βρέφη κάτω των 2 μηνών κατέληξαν, ενώ 3 χρειάστηκαν νοσηλεία σε Εντατική Μονάδα.
Το γεγονός αποδίδεται από τους επιστήμονες τόσο στην ενδημικότητα της νόσου, που παρουσιάζει εξάρσεις ανά τρία έως πέντε χρόνια, όσο στο ανοσολογικό κενό στους ενήλικες, κυρίως λόγω μη επανάληψης του εμβολίου κατά την εφηβεία και ανά δεκαετία στη συνέχεια, σύμφωνα με τις συστάσεις του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών. Η πτώση των αντισωμάτων στους μεγαλύτερους δημιουργεί δυνητικούς κινδύνους μετάδοσης σε βρέφη, που είναι ευάλωτα καθώς δεν έχουν προλάβει να κάνουν ικανοποιητική απάντηση.
Αποκαλυπτική του επιπέδου ανοσοποίησης του ενήλικου ελληνικού πληθυσμού είναι η πανελλαδική μελέτη σε 12 περιοχές της χώρας, που πραγματοποίησε το 2022 επιστημονική ομάδα του Εργαστηρίου Δημόσιας Υγείας και Ανοσοποίησης Ενηλίκων στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Η μελέτη κατέδειξε πως μόλις το 3,7 του δείγματος έχει επαρκή αντισώματα έναντι του αιμόφιλου του κοκκύτη (Bordetella pertussis), με σημαντικές διαφοροποιήσεις ανά γεωγραφική περιοχή.
Μιλώντας στο iatronet.gr ο επικεφαλής της μελέτης, αναπληρωτής καθηγητής Δημόσιας Υγείας και διευθυντής του Εργαστηρίου, Δημήτριος Παπαγιάννης, ερμηνεύει τα ευρήματα, αναλύει το ανοσολογικό κενό και τονίζει πως η εφαρμογή του προγράμματος εμβολιασμών από επαγγελματίες υγείας είναι η μοναδική επιλογή στην αντιμετώπιση εκδήλωσης σποραδικών περιστατικών η επιδημικών εξάρσεων.
Η μελέτη
Η μελετητική ομάδα μέτρησε τα επίπεδα ειδικών αντισωμάτων IgG ορού έναντι της τοξίνης κοκκύτη (anti-PT IgG), σε αντιπροσωπευτικό δείγμα συνολικά 1.159 ενήλικων ατόμων άνω των 30 ετών, σταθμισμένο ως προς τη γεωγραφική περιοχή, την ηλικία και το φύλο, με την συνεργασία ιατρών και εργαστηρίων σε 12 περιοχές της χώρας.
Μόλις στο 3,7% των συμμετεχόντων βρέθηκαν αντισώματα υψηλότερα του ορίου 50 IU/ml. Τα επίπεδα των αντισωμάτων του δείγματος κυμάνθηκαν μεταξύ 1,46 IU/ml και 126,60 IU/ml, με μέση τιμή 17,74 IU/ml.
Ο συνολικός οροεπιπολασμός των ελληνικών περιφερειών για τη νόσο του κοκκύτη διέφερε σημαντικά μεταξύ των νομών. Η περιφέρεια με τον υψηλότερο οροεπιπολασμό ήταν η Πελοπόννησος με 21,3%, ακολουθούμενη από την περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας με 15,3%.
«Το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών της χώρας μας συστήνει για τους ενήλικες που έχουν πλήρη εμβολιασμό κατά την παιδική ηλικία μία δόση Tdap ή Tdap-IPV μεταξύ 18 και 25 ετών και μετά αναμνηστική δόση Td ή Tdap ανά δεκαετία», αναφέρει ο κ. Παπαγιάννης, σημειώνοντας πως ο ελλιπής εμβολιασμός και η απώλεια των αναμνηστικών δόσεων επιφέρουν το ανοσιακό κενό που δημιουργεί δεξαμενές επίνοσων, οι οποίες δίνουν επιδημικές εξάρσεις σαν αυτή που διανύουμε σήμερα.
Τι δείχνει η έκθεση 20ετίας του ΕΟΔΥ
Όπως προκύπτει από την έκθεση του ΕΟΔΥ για την περίοδο 2004-2023 η συντριπτική πλειοψηφία των κρουσμάτων ήταν ανεμβολίαστα. Συγκεκριμένα σε σύνολο 519 περιστατικών που δηλώθηκαν στην Ελλάδα στη διάρκεια της 20ετίας, τα 312 (60,1%) δεν είχαν λάβει καμία δόση εμβολίου. Συνολικά 67 κρούσματα (12,9%) είχαν λάβει τουλάχιστον 3 δόσεις εμβολίου, 25 (4,8%) είχαν λάβει 4 δόσεις, 26 (5,0%) είχαν λάβει 5 δόσεις εμβολίου, 2 (0,4%) είχαν λάβει 6 δόσεις εμβολίου, ενώ 19 (3,7%) ήταν εμβολιασμένοι αλλά με άγνωστο αριθμό δόσεων.
«Κατά την περίοδο 2023-2024, από στοιχεία του ECDC σε 17 χώρες της ΕΕ, στα βρέφη (ηλικίες κάτω του ενός έτους) αντιπροσώπευαν την ομάδα με την υψηλότερη αναφερόμενη επίπτωση, ενώ σε έξι χώρες, η υψηλότερη επίπτωση αναφέρεται στους εφήβους 10-19 ετών. Η πλειοψηφία των θανάτων σημειώθηκε σε βρέφη», σημειώνει ο αναπληρωτής καθηγητής, προσθέτοντας: «Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν ότι το εμβολιαστικό κενό είναι η αιτία της πλειονότητας των περιστατικών που εκδηλώθηκαν στη συγκεκριμένη περίοδο και στις συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες».
Ο ρόλος της πανδημίας
Σύμφωνα με τον κ. Παπαγιάννη, η απουσία επίσημων στοιχείων εμβολιαστικής κάλυψης των ενηλίκων δεν επιτρέπει στους επιστήμονες να είναι κατηγορηματικοί για το αν η πανδημία έπαιξε ρόλο ως προς τη δημιουργία ή την αύξηση του εμβολιαστικού κενού.
«Στα εμβόλια της γρίπης και του πνευμονιοκόκκου θα έλεγα ότι συμβαίνει το αντίθετο. Η συνειδητοποίηση της σοβαρότητας της πανδημίας από τον γενικό πληθυσμό οδήγησε σε υψηλή εμβολιαστική κάλυψη σε ομάδες υψηλού κινδύνου όπως οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, καρδιοπάθειες και ΧΑΠ και έτσι πρέπει να συνεχίσουμε», επισημαίνει.
Επιπρόσθετα επισημαίνει ότι «οι επαγγελματίες υγείας κατέγραψαν πολύ υψηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης στα αντιγόνα που συστήνει το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών στη διάρκεια της πανδημίας. Στοιχεία χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης παρουσιάστηκαν στα βρέφη στην πρώτη περίοδο των περιοριστικών μέτρων της κινητικότητας του πληθυσμού. Κατόπιν όμως συστάσεων της εθνικής επιτροπής εμβολιασμών αλλά και επιστημονικών φορέων αυτό διορθώθηκε μετά το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι η χώρα μας στον βασικό εμβολιασμό των βρεφών παρουσιάζει πολύ υψηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης με ελάχιστες αποκλίσεις για κάποιες κοινωνικές ομάδες».
Εμβολιασμός βρεφών και εγκύων
Η προστασία των βρεφών από σοβαρή νόσηση και θάνατο από κοκκύτη, αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους των προγραμμάτων εμβολιασμού, κι αυτό επιτυγχάνεται με τον έγκαιρο εμβολιασμό τόσο του βρέφους όσο και της εγκύου.
Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του ΕΟΔΥ, «ο έγκαιρος εμβολιασμός, από τον 2ο μήνα ζωής σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών (ΕΠΕ), και η ολοκλήρωση του εμβολιασμού με όλες τις απαιτούμενες δόσεις εμβολίων των παιδιών και των ενηλίκων σύμφωνα με το ΕΠΕ αποτελεί βασικό μέτρο πρόληψης του κοκκύτη.
Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δίδεται στον εμβολιασμό όλων των εγκύων (σε κάθε κύηση και κατά προτίμηση από την 27η έως την 36η εβδομάδα κύησης) καθώς και των λεχωΐδων που δεν εμβολιάστηκαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επίσης συστήνεται ο έγκαιρος εμβολιασμός όλων των μελών της οικογένειας που έρχονται σε επαφή με νεογνά και βρέφη (τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν την επαφή) ανεξάρτητα από προηγούμενη νόσηση ή εμβολιασμό».
Όπως αναφέρει ο αναπληρωτής καθηγητής, αυτό που θα πρέπει να γίνει είναι ο εστιασμός σε ηλικιακές ομάδες που δίνουν αυξημένα περιστατικά. «Η εφαρμογή του αναμνηστικού εμβολιασμού των ενηλίκων ανά 10 έτη, η ολοκλήρωση των δόσεων στην βρεφική και την εφηβική ηλικία, η αυξημένη επιδημιολογική επιτήρηση στην κοινότητα για αναδυόμενα νοσήματα. Τέλος πολύ μεγάλη προσοχή θα πρέπει να δώσουμε για καλύτερη εμβολιαστική κάλυψη των ευάλωτων ομάδων, όπως αυτής της κοινότητας των Ρομά», καταλήγει.