Την κατ' απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της κύριας ανάκρισης και ομοίως την εισαγωγή στο ακροατήριο της υπόθεσης ενδοοικογενειακής βίας με πρωταγωνιστή τον γνωστό ποινικολόγο Απόστολο Λύτρα ζητεί με έγγραφό της προς την ανακρίτρια η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη (φωτ.). Πρόκειται για μια ακόμα κίνηση του Αρειου Πάγου για τη συγκεκριμένη υπόθεση, μετά τη χθεσινή παρέμβαση με την οποία ζητήθηκε έρευνα για τους λόγους που αφέθηκε ελεύθερος.
Το σημερινό έγγραφο αναφέρει τα εξής:
Αφού λάβαμε υπόψη την εξαιρετική σοβαρότητα της πρόσφατης υπόθεσης κακουργηματικής ενδοοικογενειακής βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης από τον Α. Λ., η οποία εκδηλώθηκε σε βάρος της συζύγου του Σ..Π., ως ακραία έκφραση της συνεχώς αυξανόμενης ενδοοικογενειακής βίας, που μαστίζει την κοινωνία, αλλά και τον κίνδυνο που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το θύμα εν όψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πιο πάνω πράξης, διατάσσουμε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 32 εδ. γ ΚΠΔ: α) την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της συναφούς κυρίας ανάκρισης, που διενεργείται ήδη δυνάμει παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, στην οποία προσδιορίζεται λεπτομερώς η διωκόμενη πράξη, χωρίς να παραβλεφθεί η ανάγκη, όπως είναι αυτονόητο, της πληρότητας της έρευνας και της συλλογής απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων και β) την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, ομοίως, εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο.
Αντιδράσεις για την έρευνα σε βάρος των δικαστικών που χειρίστηκαν την υπόθεση
Ωστόσο σφοδρές αντιδράσεις, τόσο από την Ενωση Δικαστών όσο και από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, προκάλεσε η χθεσινή ανακοίνωση του Αρειου Πάγου, για πειθαρχική έρευνα κατά των δικαστικών που χειρίστηκαν την υπόθεση Λύτρα. Πρόκειται για πολλοστή παρέμβαση του Αρείου Πάγου σε σημαντικές υποθέσεις (για παράδειγμα το Μάτι, η υπόθεση με τον δολοφόνο του 11χρονου κοριτσιού κ.ά.).
«Η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τη δικογραφία σε βάρος κατηγορούμενου δικηγόρου για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης στο πλαίσιο κύριας ανάκρισης είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση και γνωρίζουν το αποδεικτικό υλικό και οι μόνοι που μπορούν να κρίνουν τα κατάλληλα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του κατηγορουμένου», αναφέρει δηκτική ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κατά του Αρείου Πάγου για την υπόθεση του Αποστόλη Λύτρα.
Παράλληλα, ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός κάνει λόγο για «επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις» της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, σε δήλωσή του.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων:
«Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγματος, "Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία", ενώ κατά την παράγραφο 2, "Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους…". Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 109παρ.4 του ΚΟΔΚΔΛ "Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για τον δικαστικό λειτουργό: α…, β) η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του…. γ)…", ενώ και κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή "Εξαιρουμένης της περιπτώσεως δόλου ή βαριάς αμέλειας, οι οποίες διαπιστώνονται με αμετάκλητη απόφαση, δεν μπορεί να κινηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον δικαστή ως συνέπεια ερμηνείας του νόμου, εκτίμησης γεγονότων ή της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων που διενήργησε ο ίδιος για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης". Άλλωστε, όπως κρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμόν 25/2022 απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 Σ "... δεν επιτρέπεται πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για τη δικαστική τους κρίση καθεαυτή, δηλαδή για την επιστημονική άποψη που ακολούθησαν όσον αφορά τα νομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν και την πεποίθηση την οποία σχημάτισαν από την εκτίμηση των αποδείξεων".
Η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τη δικογραφία σε βάρος κατηγορούμενου δικηγόρου για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης στο πλαίσιο κύριας ανάκρισης είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση και γνωρίζουν το αποδεικτικό υλικό και οι μόνοι που μπορούν να κρίνουν τα κατάλληλα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του κατηγορουμένου.
Θυμίζουμε εξάλλου τον νομικό κανόνα πως η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενο για κακούργημα, μόνο ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης νέων εγκλημάτων, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που κατά περίπτωση προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον κρίνεται αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, στα οποία δίνεται προτεραιότητα, δεν επαρκούν (ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να επιβληθεί) και χωρίς να αρκεί μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης.
Η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή, είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο.
Ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση. Τα Μέσα Ενημέρωσης και η κοινή γνώμη που δήθεν αυτά εκφράζουν πλειοδοτούν στην επιβολή δρακόντειων ποινών.
Οι θεσμοί των περιοριστικών όρων, της αναστολής της ποινής, η υφ' όρον απόλυση φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως ακατανόητη επιείκεια παρόλο που απηχούν ισχυρούς θεσμούς του Κράτους Δικαίου, ενώ η προσωρινή κράτηση, η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση και οι μεγάλες ποινές, ως αντίδοτο στην εγκληματικότητα.
Η ανεξαρτησία του δικαστή -ζητούμενο και επιδίωξη μιας δημοκρατικής πολιτείας- καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδησή του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο. Οι παραπάνω διαπιστώσεις της υπ' αριθμόν 25/2022 απόφασης που ήδη μνημονεύτηκε, δεν αρκεί να μείνουν ως θεωρητική διακήρυξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά θα πρέπει να μετουσιώνονται καθημερινά σε πράξη.
Χριστόφορος Σεβαστίδης, Εφέτης, Πρόεδρος
Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης, Α΄ Αντιπρόεδρος
Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης, Β΄ Αντιπρόεδρος
Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης, Γενικός Γραμματέας
Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης, αν. Γενικός Γραμματέας
Μιχαήλ Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Υπεύθυνος Διαχείρισης Οικονομικών
Ζαχαρίας Παλιούρας, Ειρηνοδίκης, αν. Υπεύθυνος Διαχείρισης Οικονομικών
Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Εκπρόσωπος Τύπου»
Βερβεσός: Επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις Αρείου Πάγου
Ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός, με αφορμή το από 17.6.2024 κοινό Δελτίο Τύπου της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η ηγεσία του Αρείου Πάγου, για μια ακόμη φορά, επιχειρεί με επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις να αντιμετωπίσει τα ζητήματα, που ανακύπτουν σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, κάτι που, άλλωστε, έχει πράξει και κατά το πρόσφατο παρελθόν, όπως στις περιπτώσεις "του κινήματος της πετσέτας", των συμβασιούχων, στο έγκλημα των Τεμπών, στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, στην υπόθεση βιασμού ανηλίκου από τον καθ’ ομολογία δολοφόνο της 11χρονης.
Η πρακτική αυτή δεν συνάδει με το κύρος της Δικαιοσύνης και το Κράτος Δικαίου και οδηγεί μαθηματικά σε οπισθοδρόμηση και απαξίωση του θεσμού και των λειτουργών του.
Ο πειθαρχικός έλεγχος των δικαστών οφείλει να γίνεται μέσω των θεσμικών διαδικασιών, όπως η Επιθεώρηση Δικαστηρίων και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία δεν μπορεί να παρεμβαίνει στη δικαιοδοτική κρίση των δικαστών, η οποία ελέγχεται μέσω των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων και πειθαρχικά σε περιπτώσεις αξιόποινης ή αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς.
Δυστυχώς, η επιχειρούμενη υποκατάσταση θεσμικών διαδικασιών και ιδίως της αναποτελεσματικής μέχρι σήμερα λειτουργίας της Επιθεώρησης Δικαστηρίων, μέσω επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεων, προσφέρει αρνητικές υπηρεσίες στη Δικαιοσύνη και οδηγεί σε ραγδαία οπισθοχώρηση της ορθής λειτουργίας της. Ετσι, περιπτώσεις πολιτών που έχουν προφυλακιστεί και έχουν εκτίσει πολύμηνες ποινές φυλάκισης και στη συνέχεια αθωώθηκαν καθώς επίσης και περιπτώσεις προδήλως παράνομων αποφάσεων εις βάρος της ελευθερίας και της περιουσίας πολιτών δεν έχουν ελεγχθεί από τα θεσμικά δικαστικά όργανα.
Το κύρος της Δικαιοσύνης διαφυλάσσεται με την αυστηρή τήρηση των δικονομικών και ουσιαστικών κανόνων και όχι με τις επιλεκτικές επικοινωνιακές παρεμβάσεις και την έκδοση Δελτίων Τύπου, ανάλογα με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική επικαιρότητα».
Ενωση Εισαγγελέων: Δημοσιογραφικές τακτικές κόντρα στο κράτος δικαίου
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος (ΕΕΕ) εξέδωσε εκτενή ανακοίνωση για το θέμα του πειθαρχικού ελέγχου που διατάχθηκε από την ηγεσία του Αρείου Πάγου (πρόεδρο και εισαγγελέα) σε βάρος των δικαστικών λειτουργών που χειρίστηκαν το θέμα της αποφυλάκισης του δικηγόρου Απόστολού Λύτρα, μετά την απολογία για τον ξυλοδαρμό της συζύγου του.
Ακόμη, η ΕΕΕ επικρίνει έντονα μερίδα του Τύπου για τις απόψεις που διατυπώνει πάνω στο θέμα, δημιουργώντας πεπλανημένη εικόνα στους ακροατές και αναγνώστες τους, ενώ «επιχειρούν να ποδηγετήσουν τη Δικαιοσύνη σε ατραπούς».
Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση της ΕΕΕ έχει ως εξής:
«Σύμφωνα με το άρθρο 109 παρ.4 του Νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 4938/2022) οι Εισαγγελικοί Λειτουργοί δεν ελέγχονται πειθαρχικά για κρίση που εκφέρουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενόψει και της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που απολαμβάνουν κατ' άρθρο 87 του Συντάγματος. Η αρχή αυτή μπορεί να καμφθεί μόνο όταν διαπιστώνεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας τους, όπως έχει παγίως κριθεί από τη νομολογία του ΑΠ και του ΣΤΕ.
Επίσης, η άσκηση του δικαιώματος της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για πειθαρχική έρευνα, σύμφωνα με τα άρθρα 109επ. του ΚΟΔΚΔΛ, ουδόλως ισοδυναμεί με πειθαρχική δίωξη του εμπλεκομένου Εισαγγελικού Λειτουργού και πολύ περισσότερο με καταδίκη του. Αντιθέτως έχει καθαρά διαπιστωτικό-διερευνητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν στοχεύει μόνο στην εξακρίβωση τυχόν πειθαρχικών ευθυνών, αλλά πολλές φορές οδηγεί στην πλήρη αποκατάσταση της εικόνας του ελεγχομένου από αδίκως αποδιδόμενες σ' αυτόν μομφές και καταγγελίες.
Εξάλλου, η κρίση που εκφέρει ένας Εισαγγελικός Λειτουργός σε σχέση με το ζήτημα της προσωρινής κράτησης κάποιου κατηγορουμένου, υπακούει στους κανόνες του άρθρου 286 ΚΠΔ και ουδόλως μπορεί να απόσχει απ' αυτούς για λόγους προσωπικούς ή αναγόμενους στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Ειδικά όταν πρόκειται για κακουργηματικές πράξεις τιμωρούμενες στο νόμο με την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης, όπως στην περίπτωση της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, προσωρινή κράτηση επιβάλλεται αν δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι του άρθρου 282 ΚΠΔ και εφόσον διαπιστωθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή τέλος κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν, όπως προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης του ή από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Με λύπη και συνάμα οργή διαπιστώνουμε ότι ο παραπάνω χαρακτήρας της εισαγγελικής κρίσης δεν γίνεται αντιληπτός και σεβαστός από κάποιους δημοσιογράφους, που αβασάνιστα επιδίδονται σε αστήρικτες και έωλες κρίσεις σχετικά με ζητήματα που, ηθελημένα ή μη, αγνοούν, παρά τη συνταγματική υποχρέωσή τους για πλήρη και έγκυρη ενημέρωση του κοινού.
Επικαλούμενοι δε αστάθμητους παράγοντες, όπως το κοινό περί δικαίου αίσθημα, δημιουργούν πεπλανημένη εικόνα στους ακροατές και αναγνώστες τους και επιχειρούν να ποδηγετήσουν τη Δικαιοσύνη σε ατραπούς, που πόρρω απέχουν από την ορθή και αμερόληπτη απονομή της με κριτήριο αποκλειστικά το Σύνταγμα, τους ισχύοντες Νόμους και τη συνείδηση του φυσικού Δικαστή. Επιδιώκοντας δε να αυξήσουν τις ήδη ασκούμενες πιέσεις και ενίοτε να εκφοβίσουν τους εμπλεκόμενους Εισαγγελικούς Λειτουργούς, επικαλούνται πειθαρχικές έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη σαν ακλόνητα στοιχεία των αυθαίρετων ισχυρισμών τους, παραγνωρίζοντας τον χαρακτήρα και τα αληθή αίτια αυτών των ερευνών.
Για ακόμα μία φορά η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας τονίζει ότι τέτοιου είδους δημοσιογραφικές τακτικές δεν προσήκουν σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, που σέβεται τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου, διαπνέεται από τον βασικό κανόνα της διάκρισης των λειτουργιών και αυτοαποκαλείται "ευνομούμενο", ως σεβόμενο τις βασικές αρχές του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου, τέτοιες δε ανοίκειες και αστήρικτες επιθέσεις ευνοούν μόνο φαινόμενα αυτοδικίας και κοινωνικής αναταραχής».