Τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα καλείται να επιλύσει μία σειρά κοινωνικών, οικονομικών και οικολογικών προβλημάτων. Ωστόσο, υπάρχει και ένα ζήτημα το οποίο, αν και δεν συζητείται τόσο συχνά όσο τα υπόλοιπα, είναι εξίσου (ή και περισσότερο) βαρύνουσας σημασίας: το δημογραφικό.
Η tageszeitung βρέθηκε στη Νέα Ζίχνη κοντά στις Σέρρες, μια ώρα περίπου από τη Θεσσαλονίκη. Είναι ένα από τα πολλά χωριά της Ελλάδας που βλέπουν τον πληθυσμό τους να μειώνεται ολοένα περισσότερο. «Κάποτε η Νέα Ζίχνη έσφυζε από ζωή. Στις απέραντες πεδιάδες γύρω από τη Νέα Ζίχνη υπήρχαν μονοκαλλιέργειες καπνού, ο οποίος ήταν γνωστός ακόμη και διεθνώς για την κορυφαία ποιότητά του […] Η καλλιέργεια καπνού είναι επίπονη, απέφερε όμως αρκετά χρήματα. Το 1961 υπήρχαν 4.000 κάτοικοι. Τότε, τα παιδιά περνούσαν ολόκληρα απογεύματα παίζοντας στα γραφικά σοκάκια του χωριού μέχρι να δύσει ο ήλιος». Όμως τα πράγματα άλλαξαν έκτοτε.
«Ο καπνός έχανε ολοένα περισσότερο την αξία του, αλλά ποτέ δεν υλοποιήθηκαν διαρθρωτικές αλλαγές. Η Νέα Ζίχνη δεν έχει ούτε βουνά ούτε θάλασσα. Οι κοντινές παραλίες είναι πολύ μακριά για να προσελκύσουν παραθεριστές εδώ -γεγονός μοιραίο για το χωριό. Η Νέα Ζίχνη πεθαίνει. Πλέον έχει μόλις 1.000 κατοίκους, έχοντας χάσει μέσα σε 60 χρόνια το 75% του πληθυσμού της -και η τάση εξακολουθεί να είναι πτωτική. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι ηλικιωμένοι, πολλοί έχουν περάσει τα 80».
Το πλέον ανησυχητικό είναι πως η Νέα Ζίχνη «δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση στην Ελλάδα. Το αντίθετο […] Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από το 2005 μέχρι σήμερα ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά περίπου 740.000 ανθρώπους, δηλαδή κατά 7% -μέσα σε 16 χρόνια […] Την τελευταία δεκαετία μόνο σε 2 από τις 13 ελληνικές περιφέρειες αυξήθηκε ο πληθυσμός: στις περιφέρειες Κρήτης και Νοτίου Αιγαίου -χάρη στα ακμάζοντα τουριστικά κέντρα της Ρόδου, της Κω, της Μυκόνου και της Σαντορίνης».
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό;
Για να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό πρόβλημα θα πρέπει «μακροπρόθεσμα να σταματήσει η φυγή των νέων από τη χώρα, να επιστρέψουν όσοι έχουν φύγει και πρωτίστως να δημιουργηθεί ένα φιλικό προς τα παιδιά περιβάλλον, προκειμένου τα νέα ζευγάρια να μπορούν να κάνουν όσα παιδιά θέλουν, όταν το θέλουν. Σήμερα όμως δεν υπάρχει κανένα τέτοιο περιβάλλον», εξηγεί στην taz ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Ταυτόχρονα, «στην Ελλάδα υπάρχουν και υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους», τονίζει από την πλευρά του ο Παύλος Μπαλτάς, ειδικός σε θέματα Δημογραφικής Ανάλυσης στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, προσθέτοντας ότι «χρειάζεται και πρόσβαση στη στέγαση, δηλαδή λογικές τιμές στα ενοίκια. Όμως η Ελλάδα έχει το υψηλότερο κόστος στέγασης στην ΕΕ». Αν και πανευρωπαϊκά δαπανάται για τις ανάγκες στέγασης κατά μέσο όρο το 18,9% του διαθέσιμου εισοδήματος, στην Ελλάδα δαπανάται το 34,2% (βάσει στοιχείων της Eurostat για το 2021).
Όπως τονίζει η εφημερίδα του Βερολίνου, «τα μέτρα που λαμβάνει η ελληνική κυβέρνηση δεν επιβραδύνουν τη μείωση του πληθυσμού. Το επίδομα παιδιού για ένα νοικοκυριό με ετήσιο εισόδημα έως 15.000 ευρώ είναι 28 ευρώ ανά μήνα και ανά παιδί. Ψίχουλα. Τουλάχιστον το επίδομα πρόκειται να αυξηθεί σημαντικά το νέο έτος. Πάντως, το ελληνικό κράτος είναι γενναιόδωρο όσον αφορά τις γεννήσεις: το ισχύον από το 2020 επίδομα γέννησης βρίσκεται στα 2.000 ευρώ, ενώ για δίδυμα φτάνει τα 4.000 και για τρίδυμα τα 6.000 ευρώ».
Την ίδια στιγμή αυξάνεται συνεχώς και το προσδόκιμο ζωής, όπως και η μέση ηλικία του πληθυσμού. Σήμερα η μέση ηλικία των κατοίκων στην Ελλάδα βρίσκεται περίπου στα 46 χρόνια -το 2050 «η Ελλάδα αναμένεται να έχει μόλις 9 εκατομμύρια κατοίκους, με μέσο όρο ηλικίας τα 53,4 έτη. […] Ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι, ολοένα και πιο ηλικιωμένοι άνθρωποι».
Αν και πολλοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, οι ελληνικές κυβερνήσεις κωφεύουν. Όπως επισημαίνει στην taz ο πρώην υπουργός Μανόλης Δρεττάκης, ο οποίος ασχολείται εδώ και καιρό με τις δημογραφικές αλλαγές στην Ελλάδα, «το πρόβλημα είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες. Και για τις τραγικές δημογραφικές εξελίξεις είναι υπεύθυνες όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, που δεν έχουν προβεί στα απαιτούμενα δραστικά και αποτελεσματικά μέτρα».
ΠΗΓΗ: DW