Η αϋπνία είναι μια ψυχική διαταραχή, που επηρεάζει περίπου το 7% του πληθυσμού στην Ευρώπη –για την Ελλάδα δεν υπάρχουν αξιόπιστα δεδομένα- με τον επιπολασμό της να αυξάνεται στις μεγαλύτερες ηλικίες. Η διάγνωσή της γίνεται από γιατρούς διάφορων ειδικοτήτων, αλλά συχνά συνυπάρχει με άλλες σοβαρότερες ψυχιατρικές διαταραχές, όπως το άγχος και η κατάθλιψη.
Ελληνική μελέτη έβαλε για πρώτη φορά στο «μικροσκόπιο» την συνταγογράφηση των υπναγωνών φαρμάκων (μη βενζοδιαζεπίνες ή Ζ φάρμακα) στη χώρα μας και κατέληξε σε σημαντικές διαπιστώσεις: περίπου το 1% του ελληνικού πληθυσμού έκανε χρήση σε περίοδο ενός χρόνου, με μέσο όρο για τον καθένα 8 συνταγογραφήσεις στη διάρκεια μιας τριετίας (2018-2021). Επτά στις δέκα συνταγές γράφτηκαν από παθολόγους και γενικούς γιατρούς και μόλις 11% από ψυχιάτρους.
Οι μελετητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι γίνεται κατάχρηση αυτού του είδους των φαρμακευτικών προϊόντων στην Ελλάδα. Μιλώντας στο iatronet.gr ο καθηγητής Φαρμακολογίας στο ΑΠΘ, ψυχίατρος, Γιώργος Παπαζήσης, επισημαίνει τον διπλό κίνδυνο από τη μια της εξάρτησης και από την άλλη σημαντικών παρενεργειών στην νοητική λειτουργία των ηλικιωμένων ατόμων. Ο ίδιος συνιστά προσοχή στη συνταγογράφηση, αλλά και παραπομπή σε ειδικό σε περιπτώσεις που συνυπάρχουν διαταραχές άγχους και κατάθλιψης, προκειμένου να γίνεται συγχορήγηση κι άλλων φαρμάκων και παρακολούθηση των ασθενών.
Η μελέτη
Οι επιστήμονες, (Σπυρίδων Σιάφης, Κωνσταντίνος Φουντουλάκης, Βασίλειος Φραγκίδης, Γιώργος Παπαζήσης) ανέλυσαν τα στοιχεία της βάσης δεδομένων συνταγογράφησης της ΗΔΙΚΑ για την τριετία 2018-2021.
Όπως αναφέρουν στη μελέτη που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες, στην συγκεκριμένη περίοδο καταγράφηκαν 1.229.842 συνταγές για υπναγωγά φάρμακα (89,4% για ζολπιδέμη, 10,4% για ζοπικλόνη, 0,3% συνδυασμός των δύο), οι οποίες αντιστοιχούσαν σε 156.554 μοναδικούς ασθενείς. Το 69,7% αφορούσαν γυναίκες, με διάμεση ηλικία του συνόλου των ασθενών τα 77 έτη.
Στο 51,8% των συνταγών υπήρχε τουλάχιστον ένα συν-συνταγογραφούμενο φάρμακο, όπως βρωμοζεπάμη (12,8%), αλπραζολάμη (11,6%) και παρακεταμόλη (7,5%) Ωστόσο, στις συνταγές που είχαν διάγνωση άγχους ή καταθλιπτικής διαταραχής, περίπου οι μισοί από αυτούς δεν είχαν συν-συνταγογραφούμενο αγχολυτικό ή αντικαταθλιπτικό.
Από παθολόγους ή γενικούς γιατρούς 7 στις 10 συνταγές
Το 36,6% των συνταγών έγινε από παθολόγους, το 33,4% από γενικούς γιατρούς, το 10,9% από ψυχιάτρους, το 6,1% από νευρολόγους και ακολουθούν καρδιολόγοι, ειδικευόμενοι (4,5%), νεφρολόγοι (0,9%) και άλλοι ειδικοί ειδικοί ιατροί (2,4%).
Οι συνταγές από ψυχιάτρους ή νευρολόγους συνοδεύονταν συχνότερα από συγχορήγηση αγχολυτικών (45,7% έναντι 27,9% άλλων ειδικοτήτων), αντικαταθλιπτικών (14,2% έναντι 6,3%), αντιψυχωσικών (8,8% έναντι 1,9%) και αντιεπιληπτικών (3,3% έναντι 1,5%).
Μια ανησυχητική τάση που εντόπισαν οι επιστήμονες ήταν η σημαντική συνταγογράφηση υπναγωγών φαρμάκων μεταξύ των ηλικιωμένων, παρά τον δυνητικά αυξημένο κίνδυνο παρενεργειών όπως γνωστική εξασθένηση, σύγχυση, πτώσεις, κατάγματα και πνευμονία.
«Επηρεάζοντας τη μνήμη και τη νόηση, δημιουργούν σύγχυση και αυτό συνοδεύεται από πτώσεις, γι αυτό και τα κατάγματα. Η πνευμονία είναι άλλος μηχανισμός που συσχετίζεται με αυτά τα φάρμακα ως παρενέργεια», εξηγεί ο κ. Παπαζήσης και προσθέτει: «άρα, χρειάζεται πιο προσεκτική χορήγηση, αν δούμε και ότι τα δύο τρίτα των συνταγών αναφέρονται σε ηλικίες άνω των 65 ετών. Η εύκολη λύση ‘-γιατρέ δεν κοιμάμαι καλά’ – ‘πάρε ένα χάπι και θα σε βοηθήσει’ μπορεί να αυξήσει τους κινδύνους».
Ο καθηγητής επισημαίνει παράλληλα και τον δεύτερο κίνδυνο, αυτόν της εξάρτησης. «Υπάρχει ένας επίσημος περιορισμός στο κουτί, με σύσταση για βραχυχρόνια χορήγηση, με μέγιστο χρόνο τις 4 εβδομάδες. Μετά κάνουν εξάρτηση, όπως συμβαίνει και με τα ηρεμιστικά, που έχουν μέγιστο χρόνο τις 8 εβδομάδες», υπογραμμίζει.
Υπναγωγά φάρμακα
Οι μελετητές παρατηρούν ότι «οι γενικοί γιατροί μπορεί συχνά να αντιμετωπίσουν προκλήσεις στη βέλτιστη διάγνωση και θεραπεία της αϋπνίας, καθώς και των συχνά συνυπαρχουσών μεγάλων ψυχικών διαταραχών», και παραθέτουν ενδεικτικά το εύρημα ότι οι μισοί από τους ασθενείς με αγχώδεις ή καταθλιπτικές διαταραχές δεν έλαβαν συνταγή για αντικαταθλιπτικό ή αγχολυτικό.
«Δεν προσπαθούμε να πούμε ότι δεν μπορεί να κάνει διάγνωση διαταραχών ύπνου ένας μη ψυχίατρος ή νευρολόγος. Άλλωστε, η ίδια συνταγογραφική τάση υπάρχει και στο εξωτερικό, όπου οι γενικοί γιατροί φιλτράρουν πρώτοι τα πάντα και παραπέμπουν αν κρίνουν», διευκρινίζει ο κ.Παπαζήσης για να συμπληρώσει: «Η διάγνωση πιθανώς να έγινε ορθά. Το πρόβλημα είναι πως αν η διάγνωση είναι άγχος ή κατάθλιψη, τότε πιθανότατα θα πρέπει να συνοδεύεται και από ένα άλλο φάρμακο για να έχουμε την κατάλληλη θεραπεία. Ειδικά τα περιστατικά με συννοσηρότητες καλό είναι να τα βλέπει ένας ειδικός, για καλύτερη παρακολούθηση».