Εξήγηση στην απουσία συμπτωμάτων σε άτομα με λοίμωξη από νέο κορωνοϊό δίνει ομάδα Ελλήνων επιστημόνων. Αξιολογώντας τη συμπεριφορά του ανοσοποιητικού ασθενών που νόσησαν, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως ο ιός λειτουργεί εντελώς αντίστροφα από τον ιό της γρίπης. Αναστέλλει, δηλαδή, την παραγωγή ιντερφερόνης, η οποία στην περίπτωση της γρίπης και άλλων λοιμώξεων παράγει συμπτώματα όπως καταρροή, βήχας ή πυρετός. Έτσι, αντί να υπάρξει αντιιική απόκριση του ανοσοποιητικού, εκδηλώνεται έντονη φλεγμονή. Η απουσία ιντερφερόνης καθυστερεί, επίσης, την ανάρρωση και περιορίζει τη θνητότητα.
Τη μελέτη, που παρατίθεται πιο κάτω, υπογράφουν 16 διακεκριμένοι επιστήμονες από τα Πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, το Ινστιτούτο Παστέρ και το Ίδυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, μεταξύ των οποίων και ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας. Πρόκειται για τους: Ι. Ε. Γαλάνη, Ν. Ροβίνα, Β. Λαμπροπούλου, Β. Τριανταφυλλιά, Μ. Μανιουδάκη, Ελ. Παύλο, Ευ. Κούκαλη, Π. Φράγκου, Β. Πάνου, Β. Ράπτη, Ουρ. Κολτσίδα, Ατ. Μεντή, Ν. Κουλούρη, Σ. Τσιόδρα, Αντ. Κουτσούκου και Ευ. Ανδρεάκο.
Όπως αναφέρουν, τα ευρήματα δείχνουν συνολικά ότι η λοίμωξη από SARS-CoV-2 δεν ακολουθεί το συμβατικό παράδειγμα ανοσοποίησης σε ιό. Αντί να ενεργοποιηθεί πρώτα η αντιιική απόκριση και να ακολουθήσει η προφλεγμονώδης διαδικασία -ως δεύτερη γραμμή προστασίας-, συμβαίνει το αντίθετο: ενεργοποιείται η προφλεγμονώδης απόκριση, πολύ πριν εκδηλωθούν αντιιικές άμυνες, αν τελικά αυτές υπάρξουν.
Η παρατήρηση αυτή αποτελεί ένα σημαντικό παράδοξο και συμβάλλει στην ερμηνεία πολλών από τα ασυνήθιστα ή μοναδικά χαρακτηριστικά της Covid-19. Ο μακρύς χρόνος επώασης του ιού και η παραμονή του στην αναπνευστική οδό, δίνοντας επί εβδομάδες θετικό αποτέλεσμα στο τεστ, μπορεί να αποδοθεί στην καθυστέρηση ή και στη μείωση παραγωγής ιντερφερόνης τύπου 1 και 3.
Η απουσία ακόμη και ήπιων συμπτωμάτων για ασυνήθιστα μεγάλη χρονική περίοδο μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη ή στη μειωμένη έκφραση ιντερφερόνης τύπου 1, η οποία συνδέεται στη γρίπη με συμπτώματα όπως ρινική καταρροή, βήχας, κόπωση, δύσπνοια και πυρετός. Τελικά, η πρώιμη και επίμονη έκφραση των προ-φλεγμονωδών κυτοκινών, που οδηγεί σε παρατεταμένη υπερ-φλεγμονή, μπορεί να συνδεθεί με αιφνίδια εκδήλωση αναπνευστικής ανεπάρκειας, για την αντιμετώπιση της οποίας απαιτείται νοσηλεία και συχνά εισαγωγή σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ).
Αξιοσημείωτο είναι πως στην περίπτωση της γρίπης, η γρήγορη απόκριση της ιντερφερόνης τύπου 1 και 3, σε όλο το φάσμα της λοίμωξης, συσχετίζεται με ταχύτερη ανάρρωση και σημαντικά χαμηλότερη επίπτωση της νοσηλείας ή της θνητότητας.
Πρόσφατη αναδρομική μελέτη σε 446 ασθενείς με Covid-19 έδειξε ότι η έγκαιρη χορήγηση ιντερφερόνης-α (IFN-a2b) συνδέεται με μειωμένη θνητότητα των νοσηλευόμενων, ενώ η καθυστέρηση στη χορήγηση της θεραπείας οδηγεί σε αυξημένη θνητότητα και καθυστερημένη ίαση.
Το συγκεκριμένο εύρημα καθιστά προφανές το χρονικό σημείο χορήγησης της θεραπείας. Η καθυστερημένη παραγωγή ιντερφερόνης τύπου 1 ή 3 δεν συμβάλλει στην αντίσταση κατά του ιού, αλλά στην πρόκληση ανοσοπαθολογίας. Δεν είναι γνωστό αλλά είναι πιθανό η ιδιαίτερη κλινική πορεία να συνδέεται με την παρουσία αναστολέων ιντερφερόνης, προέρχεται από τον νέο κορωνοϊό, όπως είχε παρατηρηθεί στις περιπτώσεις λοιμώξεων SARS και MERS.
Όπως συμβαίνει με άλλους ιούς, η αναστολή τους μπορεί να ανατραπεί όταν επιτυγχάνονται υψηλότερα ιικά φορτία, όπως για παράδειγμα μετά την επώαση του ιού ή την ενδεχόμενη εξάπλωσή του σε ευπαθή άτομα.
Οι διαφορές
Στη μελέτη δεν παρατηρήθηκαν, πάντως, διαφορές στα επίπεδα ιντερφερόνης σε ασθενείς με σοβαρή και μη σοβαρή μορφή της Covid-19. Η επιστημονική ομάδα εκφράζει προειδοποιήσεις. Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πόσο οι «καταιγίδες κυτοκινών», που χαρακτηρίζουν τη λοίμωξη από τον νέο κορωνοϊό, συσχετίζονται με ανοσολογικές αντιδράσεις στην αναπνευστική οδό. Η μελέτη είναι, επίσης, σχετικά μικρή και τα ευρήματά της καλό είναι να επικυρωθούν από άλλες επιστημονικές ομάδες.
Παρέχει, ωστόσο, μοναδικές πληροφορίες ως προς την παραγωγή ιντερφερόνης και την «καταιγίδα κυτοκινών» στην πορεία του χρόνου: από την εισαγωγή στο νοσοκομείο έως την εισαγωγή στη ΜΕΘ.
Περιγράφει, επίσης, βιοδείκτες όπως οι υπογραφές γονιδιακής έκφρασης IL-6 και CCL3, που μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι στην αξιολόγηση του κινδύνου ανάπτυξης σοβαρής νόσου κατά τη διάρκεια της νοσηλείας ασθενών με Covid-19. Παρέχει, τέλος, μία παράλληλη σύγκριση της Covid-19 με τη γρίπη, μελετώντας ομάδες ασθενών με παρόμοια γενετικά, δημογραφικά και κλινικοπαθολογικά χαρακτηριστικά. Με τον τρόπο αυτό, αποκαλύπτονται σημαντικές διαφορές στην αντιιική ανοσοαπόκριση μεταξύ αυτών των δύο ασθενειών, που δεν είχαν γίνει προηγουμένως αντιληπτές.
Η ιντερφερόνη
Ιντερφερόνες είναι μία ομάδα από πρωτεΐνες, οι οποίες παράγονται και αποδεσμεύονται από τα κύτταρα των περισσότερων σπονδυλωτών. Αντιδρούν στην παρουσία παθογόνων μικροοργανισμών -ιών, μικροβίων ή παρασίτων- καθώς και στην παρουσία κυτταρικών όγκων. Επιτρέπουν την επικοινωνία μεταξύ των κυττάρων, ώστε να δραστηριοποιούνται οι προστατευτικές άμυνες του ανοσοποιητικού συστήματος και να εξαλείφονται τα παθογόνα ή τα καρκινικά κύτταρα.
Οι ιντερφερόνες ανήκουν στη μεγάλη κατηγορία των γλυκοπρωτεϊνών, που είναι γνωστές ως κυτοκίνες.
ΠΗΓΗ: www.iatronet.gr