Την ευκαιρία να μετατραπεί σε στρατηγικό προμηθευτή μετάλλων ζωτικής σημασίας για την Ευρώπη, από μικροτσίπ για υπολογιστές μέχρι εξοπλισμό για φωτοβολταϊκά, LEDs και μαγνήτες διαρκείας, δηλαδή τομείς όπου η ομηρία της ηπείρου από την Κίνα είναι απόλυτη, σηματοδοτεί για τη Metlen η μεγάλη επένδυση των 295,5 εκατ. ευρώ επί ελληνικού εδάφους.
Η νέα γραμμή παραγωγής βωξίτη, αλουμίνας και γαλλίου στον Αγιο Νικόλαο Βοιωτίας, τριών μετάλλων απαραίτητων για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, τον πράσινο μετασχηματισμό και την απεξάρτησή της από τις κινέζικες εισαγωγές, έρχεται παραμονές ενός νέου εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας.
Με τις χώρες-μέλη της ΕΕ να πληρώνουν βαρύ οικονομικό κόστος, ειδικά σε θέματα ενέργειας, τη γερμανική οικονομία σε ύφεση για δεύτερη συνεχή χρονιά και τις Βρυξέλλες να έχουν πιαστεί και πάλι εξαπίνης μπροστά στα απανωτά «απαγορευτικά» του Πεκίνου για τις εξαγωγές σπάνιων γαιών, μεταξύ των οποίων και του γαλλίου. Του απαραίτητου στην πληροφορική, τις τηλεπικοινωνίες και την ενέργεια σπάνιου μετάλλου, όπου η Κίνα ελέγχει το 95% της παγκόσμιας αγοράς.
Σε αυτό το περιβάλλον πρέπει να «διαβαστεί» η επενδυτική απόφαση της Μetlen να επεκτείνει τη βιομηχανική μονάδα αλουμίνας και να παραγάγει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη στρατηγική αυτή πρώτη ύλη.
Σε μια συγκυρία όπου η μείωση εδώ και ενάμιση χρόνο των εξαγωγών από την Κίνα προς την Ευρώπη και η πρόσφατη, πλήρης απαγόρευσή τους προς τις ΗΠΑ έχουν εκτινάξει τη τιμή του γαλλίου σε επίπεδα-ρεκόρ (931 δολ./κιλό), αυξάνοντας τα κόστη παραγωγής και επιδεινώνοντας περαιτέρω την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, η επένδυση ενισχύει τη στρατηγική θέση της Ελλάδας, καθώς θα είναι μια από τις ελάχιστες διεθνώς με παρουσία στο συγκεκριμένο μέταλλο.
Η χώρα, με την επέκταση της υπάρχουσας μονάδας στο εργοστάσιο του Αλουμινίου θα καταταγεί μεταξύ των 12 μεγαλύτερων παραγωγών αλουμίνας παγκοσμίως. Του μετάλλου δηλαδή από το οποίο εξάγεται ο βωξίτης, μέσω του οποίου λαμβάνεται κατόπιν επεξεργασίας το γάλλιο.
Το εγχείρημα είναι σημαντικό όχι μόνο για τη γεωπολιτική ασφάλεια της ηπείρου με την παραγωγή της πρώτης ύλης εντός των συνόρων της, αλλά και για την ίδια την ευρωπαϊκή βιομηχανία, καθώς στέλνει ένα μεγαλύτερο σήμα ότι ακόμη και σε ένα τόσο αντίξοο διεθνές περιβάλλον, μπορεί να παραγάγει ανταγωνιστικά προϊόντα.
Το στοίχημα
Ταυτόχρονα η κίνηση δείχνει να αποτελεί μια εξαιρετική επιχειρηματική ευκαιρία. Σε μια συγκυρία όπου η ζήτηση για αλουμίνα αυξάνεται διεθνώς, η νέα παραγωγική δυναμικότητα της επένδυσης των 1,26 εκατομμυρίων τόνων, εκ των οποίων εκτιμάται ότι θα εξάγονται 1 εκατ. τόνοι βωξίτη, υπολογίζεται ότι θα αποδίδει 50 τόνους γαλλίου τον χρόνο.
Το capacity είναι πολύ μεγάλο, αν σκεφτεί κανείς πόσο μικρή είναι η παγκόσμια παραγωγή του συγκεκριμένου μετάλλου, που το 2023 κινήθηκε λίγο πάνω από τους 600 τόνους. Σημειωτέον ότι το 2022, πριν ξεκινήσουν οι κινεζικοί περιορισμοί, η ΕΕ εισήγαγε συνολικά 51 τόνους, ποσότητα που έπεσε το 2023 στα επίπεδα των 20 τόνων, για να μειωθεί περαιτέρω πέρυσι, σύμφωνα με τα επίσημα ευρωπαϊκά στατιστικά.
Σαν στοίχημα, η κίνηση της Μetlen αποσκοπεί στην κάλυψη τόσο του μεγαλύτερου τμήματος των ευρωπαϊκών αναγκών, όπου παρουσία έχουν οι Ρωσία, Ουγγαρία και Σλοβακία, όσο και οι εξαγωγές σε άλλες περιοχές, ακόμη και στις ΗΠΑ, που εξαρτώνται κατά 100% από ξένες πηγές.
Στο κομμάτι πάλι της αλουμίνας, τα στοιχεία για την περιοχή άμεσου ενδιαφέροντος του ομίλου, δηλαδή Ευρώπη, Β. Αφρική, Μ. Ανατολή και Μαύρη Θάλασσα, δείχνουν ότι το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης θα διατηρηθεί ελλειμματικό για πολλά ακόμη χρόνια (στοιχεία Wood Mackenzie). Στην περίπτωση της Ευρώπης, το έλλειμμα υπολογίζεται σε πάνω από 2,5 εκατομμύρια τόνους και για τις υπόλοιπες περιοχές, σε περισσότερο από 9,5 εκατομμύρια τόνους.
Το στρατηγικό στίγμα της κίνησης αναδεικνύουν και οι πρώτες αντιδράσεις των αναλυτών, με τη γερμανική Berenberg να μιλά για ένα «εξαιρετικό project» που θα δημιουργήσει επιπλέον ετήσιες πωλήσεις 1 δισ. ευρώ σε Ευρώπη και Β. Αμερική και όχι μόνο θα ενισχύσει τη δυνατότητα καθετοποίησης της Μetlen στον κλάδο του αλουμινίου, αλλά και θα προάγει τη γεωπολιτική ασφάλεια της ΕΕ.
Η Morgan Stanley «στέκεται» στη σημαντική ώθηση που θα δώσει η επένδυση στα EBITDA, τοποθετώντας τον πήχη για το 2028 στα 1,3 δισ. ευρώ και η Πειραιώς στη στρατηγική έκθεση της Μetlen σε προϊόντα υψηλής ζήτησης, όπως το γάλλιο, που χαρακτηρίζονται από «στενότητα» προσφοράς.
Το ράλι των τιμών και ο αιφνιδιασμός της Ευρώπης
Αν και η παραγωγή του παραμένει μικρή, η ζήτηση μεγαλώνει με εκθετικούς ρυθμούς και συνδυαστικά με την αυξανόμενη εργαλειοποίησή του από τον βασικό του παραγωγό, την Κίνα, εκτινάσσει τις τιμές. Χθες, 15 Ιανουαρίου 2025, διαπραγματευόταν προς 931,15 δολάρια το κιλό.
Συγκρίνοντας την τροχιά των τιμών την ίδια μέρα κατά την τελευταία επταετία, προκύπτει ότι έχουν αυξηθεί 240%, ράλι που πήρε διαστάσεις ειδικά μετά τον Αύγουστο του 2023, όταν το Πεκίνο αποφάσισε να μειώσει τις παγκόσμιες εξαγωγές του γαλλίου και του γερμανίου, πιάνοντας ξανά στον ύπνο την Ευρώπη.
Ηταν τότε που η ευρωπαϊκή ηγεσία απευθύνθηκε εσπευσμένα στις λιγοστές βιομηχανίες αλουμινίου που δεν είχαν μεταναστεύσει αλλού, ζητώντας τους να παραγάγουν κατεπειγόντως βασικά μέταλλα απαραίτητα για microchips, για τα οποία ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ - Κίνας βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Τα μισά όμως από τα αλουμινάδικα στην Ευρώπη είχαν κλείσει λόγω του δυσθεώρητου ενεργειακού κόστους. Από τα περίπου 10-11 μεγάλα εργοστάσια πρωτόχυτου αλουμινίου, είχαν απομείνει λιγότερα από τα μισά, μεταξύ των οποίων και η «Αλουμίνιον της Ελλάδας».
Κάποιοι είχαν κατεβάσει ρολά και δεν ξανάνοιξαν ποτέ ή μετέφεραν την παραγωγή αλλού, όπως στον Καναδά και στις ΗΠΑ, όπου τα επενδυτικά κίνητρα είναι γενναία και το βιομηχανικό ρεύμα πολύ φθηνότερο. Το θέμα είναι πως όταν η Ευρώπη χρειάστηκε τα χυτήρια αλουμινίου ανταποκρίθηκαν ελάχιστοι, πολύ απλά γιατί πολλοί άλλοι δεν υπήρχαν πια.
Στην πράξη, η επείγουσα έκκληση των Βρυξελλών πριν από ενάμιση χρόνο, με αποδέκτες μεταξύ λίγων τη Μetlen, ανέδειξε τα κενά και τις αντιφάσεις στη βιομηχανική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσον αφορά στην προμήθεια κρίσιμων πρώτων υλών, μια προβληματική κατάσταση που συνεχίζει να την ακολουθεί.
Αν και από το 2012, με την περίφημη πρωτοβουλία Φερχόιγκεν, είχε αναδειχθεί η αναγκαιότητα της αυτάρκειας της Ευρώπης σε στρατηγικές πρώτες ύλες, εντούτοις έπρεπε να περάσει σχεδόν μια δεκαετία προτού αντιδράσει.
Χρειάστηκε ένας πόλεμος και ο εφιάλτης της ενεργειακής κρίσης για να ξυπνήσει η ευρωπαϊκή ηγεσία, να αντιληφθεί τον κίνδυνο εξάρτησης που διατρέχει από τρίτους, και να ανακοινώσει τον Μάρτιο του 2023 τον Κανονισμό περί κρίσιμων πρώτων υλών (Critical Raw Materials Act), απαραίτητων για την πράσινη μετάβαση, προκειμένου η βιομηχανία της να μπορεί να σταθεί απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Στους στόχους που τότε είχαν τεθεί και πιθανώς να αναθεωρηθούν από τη νέα ευρωπαϊκή ηγεσία, είχε προταθεί να αυξηθεί μεταξύ άλλων η εξόρυξη μιας σειράς «στρατηγικών ορυκτών», όπως λίθιο, χαλκός, κοβάλτιο, μαγνήσιο, στο 10% της ετήσιας κατανάλωσης της ΕΕ έως το 2030 και μέχρι τότε, να μην προέρχεται από τρίτη χώρα πάνω από το 65% κανενός κρίσιμου υλικού.