Με δύο νέα δρομολόγια για το 2025 ενισχύει την παρουσία της στην Ελλάδα η airBaltic, ο εθνικός αερομεταφορέας της Λετονίας, ο οποίος τα τελευταία 16 χρόνια, από το 2007 μέχρι το 2023, έχει μεταφέρει στην Αθήνα περισσότερους από 328 χιλιάδες ταξιδιώτες.
Πιο συγκεκριμένα, για το 2025 η αεροπορική εταιρεία, η οποία αναμένεται να προσθέσει συνολικά 16 νέους προορισμούς στο θερινό πρόγραμμά της, εντάσσει τη Μύκονο στο πτητικό έργο της και διευρύνει την παρουσία της στη Ρόδο, ανεβάζοντας τον αριθμό των εβδομαδιαίων δρομολογίων που εκτελεί προς την Ελλάδα σε 16.
Ως εκ τούτου, αρχής γενομένης από τον προσεχή Ιούνιο, η airBaltic θα εκτελεί μία φορά την εβδομάδα το δρομολόγιο Ρίγα - Μύκονο, ενώ από τον Απρίλιο θα ξεκινήσει απευθείας πτήσεις από το Βίλνιους προς τη Ρόδο, ένα δρομολόγιο που θα εξυπηρετείται δύο φορές την εβδομάδα.
Η ανάπτυξη
Ενδεικτικό της ανάπτυξης της εταιρείας στην Ελλάδα είναι το γεγονός ότι ενώ το 2011 η αεροπορική εκτελούσε δύο πτήσεις την εβδομάδα στο δρομολόγιο Ρίγα - Αθήνα, το 2024 έχει στο πρόγραμμά της πέντε δρομολόγια και 13 πτήσεις σε εβδομαδιαία βάση.
Πιο αναλυτικά, η εταιρεία πετάει σχεδόν όλο τον χρόνο (Μάρτιο - Ιανουάριο) από τη Ρίγα στην Αθήνα και από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο εκτελεί πτήσεις από τη Ρίγα προς τη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο Κρήτης, τη Ρόδο και την Κέρκυρα.
Το 2023 ήταν χρονιά-ορόσημο για την απευθείας κίνηση μεταξύ Ρίγας και Αθήνας, με 47 χιλιάδες ταξιδιώτες και το δρομολόγιο μεταξύ των δύο πρωτευουσών να εκτελείται σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου με την προσθήκη επιπλέον θέσεων στην αγορά.
Το 2011 η απευθείας κίνηση ανερχόταν σε 30 χιλιάδες και το 2022 η κίνηση ξεπέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα, σημειώνοντας αύξηση 4,7% σε σχέση με το 2019 και καταγράφοντας πάνω από 20 χιλιάδες ταξιδιώτες.
Σε ό,τι αφορά το 2024, το δεκάμηνο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου, η απευθείας επιβατική κίνηση μεταξύ Ρίγας και Αθήνας ενισχύεται περαιτέρω με αύξηση 14% σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2023.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι η κίνηση ενισχύθηκε στην περίοδο εκτός αιχμής και συγκεκριμένα το δίμηνο Μαρτίου - Απριλίου. Η ανάπτυξη της airBaltic είναι ούτως ή άλλως υψηλής στρατηγικής σημασίας για τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» (ΔΑΑ), δεδομένου ότι πέρα από τις απευθείας πτήσεις με το μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας, ενισχύει τη συνδεσιμότητας της Αθήνας και εν γένει της Ελλάδας με τους υπόλοιπους προορισμούς της Βαλτικής και όχι μόνο, χάρη στο διευρυμένο δίκτυο που έχει η αεροπορική.
«H airBaltic είναι πολύ σημαντική για εμάς χάρη στη συνδεσιμότητα που προσφέρει. Δεν είναι μόνο οι απευθείας πτήσεις από την Αθήνα στη Ρίγα, αλλά και οι συνδέσεις που έχει αναπτύξει η αεροπορική στο δίκτυό της πέρα από τη Ρίγα. Το 29% των επισκεπτών ταξιδεύει στη Ρίγα, αλλά μετά ταξιδεύει στο Ταλίν ή στο Βίλνιους για παράδειγμα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό τόσο για την αθηναϊκή αγορά, όσο και για την ελληνική», επεσήμανε, μεταξύ άλλων, η Ιωάννα Παπαδοπούλου, διευθύντρια Marketing και Επικοινωνίας του ΔΑΑ, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου για την παρουσίαση των δύο νέων δρομολογίων της αεροπορικής.
Σε αριθμούς
Με βάση τα στοιχεία που παρουσίασε η Μαρία Μαστοράκη, Country Manager Greece TAL Aviation Group, του αποκλειστικού αντιπροσώπου της AirBaltic στην Ελλάδα, το α’ εξάμηνο του 2024 η airBaltic έχει μεταφέρει 2,2 εκατ. ταξιδιώτες, αριθμός αυξημένος κατά 11,1% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023.
Η αεροπορική εκτελεί πτήσεις σε περισσότερους από 100 προορισμούς από τη Ρίγα, το Ταλίν, το Βίλνιους, το Τάμπερε και τα Γκραν Κανάρια, προσφέροντας δρομολόγια προς την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και την περιοχή του Καυκάσου.
Μάλιστα, χάρη στις 23 ισχυρές συμφωνίες για πτήσεις κοινού κωδικού (code-share και interline) με άλλες αεροπορικές εταιρείες, η airBaltic προσφέρει τελικά πρόσβαση σε πάνω από 300 προορισμούς από τις πέντε βάσεις που διαθέτει.
Η ταυτότητα
Ως προς τα χαρακτηριστικά των Λετονών που ταξιδεύουν κυρίως σε ζευγάρια (50%) στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», επισκέπτονται την Ελλάδα κυρίως για διακοπές, κάνουν κράτηση 67 ημέρες πριν από την πτήση τους και πραγματοποιούν κατά μέσο όρο 4 ταξίδια σε ετήσια βάση.
Ο μέσος όρος παραμονής τους στην Ελλάδα είναι οι 9 ημέρες, εκ των οποίων οι 3 είναι αφιερωμένες στην Αθήνα.