Τάσεις μονιμοποίησης εμφανίζει η «φωτιά» των τιμών ρεύματος στα χρηματιστήρια ενέργειας της Κεντρικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Ελλάδας, που πλέον δεν οφείλεται σε συγκυριακά φαινόμενα όπως ο καύσωνας του καλοκαιριού, αλλά σε δομικά προβλήματα όπως η γεωπολιτική κατάσταση λόγω Ουκρανίας, με τα μηνύματα να είναι δυσοίωνα.
Σε μια συγκυρία που η Μόσχα επιχειρεί να γονατίσει τη χώρα, οξύνει τις επιθέσεις στις ενεργειακές της υποδομές και απειλεί τις ίδιες τις πυρηνικές της εγκαταστάσεις, δηλαδή την κύρια πηγή τροφοδοσίας σε ηλεκτρικό ρεύμα, το Κίεβο αναγκάζεται να απορροφά ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες ενέργειας από το Νότο.
Το ενεργειακό έλλειμμα της Ουκρανίας καλύπτεται όλο και περισσότερο από τον διάδρομο «Ουγγαρίας -Ρουμανίας - Βουλγαρίας», ο οποίος καταλήγει στην Ελλάδα. Τα Βαλκάνια όμως συνεχίζουν να μαστίζονται από λειψυδρία, δηλαδή χαμηλή στάθμη στους ταμιευτήρες των φθηνών υδροηλεκτρικών, προβληματικές διασυνδέσεις και γενικότερη χαμηλή παραγωγή, με αποτέλεσμα οι αυξητικές εξαγωγές προς Βορρά να τους στερούν πολύτιμες ποσότητες για τις δικές τους ανάγκες.
Η εκτίναξη τιμών στα χρηματιστήρια τις πρώτες αυτές μέρες του Σεπτέμβρη αυτό ακριβώς δείχνει. H μέγιστη τιμή ρεύματος προχθές το βράδυ (Κυριακή) ήταν 243 ευρώ η MWh στην ελληνική αγορά χονδρεμπορικής, χθες έφτασε τα 780 ευρώ και σήμερα πρόκειται να εκτιναχθεί στα 911 ευρώ.
Είναι τιμή... είκοσι και πλέον φορές πάνω από την ελάχιστη του μεσημεριού (42 ευρώ), απόκλιση ίσως και μεγαλύτερη από αυτές που μας είχαν ταρακουνήσει στη μίνι κρίση του καλοκαιριού. Την ίδια στιγμή, η Ουγγαρία θα έχει μέγιστη τιμή 999 ευρώ/MWh, η Βουλγαρία 950 ευρώ και η Ρουμανία… 1.021 ευρώ/MWh. Το ντόμινο αυτό που είχε χαρακτηριστεί ως προσωρινό τον Ιούλιο και είχε αποδοθεί στις υψηλές θερμοκρασίες, εμφανίζει τάσεις εδραίωσης και αποδεικνύει ότι δεν οφειλόταν μόνο στον υδράργυρο, παρά σε ένα συνδυασμό παραγόντων, με πρώτο τον γεωπολιτικό.
Η Ουκρανία απορροφά όλο και μεγαλύτερους όγκους ενέργειας από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, συγκεκριμένα από Ρουμανία, Σλοβακία, Πολωνία και Ουγγαρία, αφού η Ρωσία χτυπά συστηματικά τις ενεργειακές της υποδομές, επιτυγχάνοντας ένα διπλό στόχο. Τόσο μια κρίσιμη κατάσταση στην ίδια τη χώρα που αντιμετωπίζεται μόνο με έκτακτες διακοπές ρεύματος, όσο και ένα περιβάλλον εκρηκτικών συνθηκών στα χρηματιστήρια των Βαλκανίων, το οποίο δεν δείχνει να αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο, καθώς η Μόσχα εντείνει τις προσβολές στρατηγικών εγκαταστάσεων.
Ο Σεπτέμβριος έχει μπει με άγριες διαθέσεις, επιβεβαιώνοντας όσους έλεγαν το καλοκαίρι ότι οι υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας ήρθαν για να μείνουν, που σημαίνει με τη σειρά του ότι η υπόθεση των επιδοτήσεων μπορεί να μην τελειώσει αυτό τον μήνα αλλά να έχει συνέχεια. Ειδικά αν επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες που θέλουν τη Γερμανία αλλά και άλλους παράγοντες να πιέζουν κάποιους ανατολικοευρωπαίους εταίρους να αυξήσουν τις ροές ενέργειας προς το Κίεβο μέσω του «βαλκανικού διαδρόμου».
Σήμερα, δεύτερη εργάσιμη μέρα του μήνα, οι μέσες τιμές στα χρηματιστήρια ενέργειας της περιοχής «απογειώθηκαν» σε 246,89 ευρώ η ΜWh στη Ρουμανία, 241 ευρώ στην Ουγγαρία, 238,21 στο Μαυροβούνιο, 235,67 ευρώ στη Σερβία, 233,46 σε Κόσοβο και Αλβανία, 223,61 στη Β. Μακεδονία και 208,59 στη Βουλγαρία.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 9η θέση με την πιο ακριβή αγορά μόνο ως καθησυχαστικό δεν μπορεί να εκληφθεί, καθώς πλήττεται ήδη από τη βαλκανική αυτή «φωτιά». Τις ημέρες που η ζήτηση από τον Βορρά μεγαλώνει, που εξαντλείται η μεταφορική ικανότητα στη διασύνδεση με τη Βουλγαρία, επομένως παρατηρείται το φαινόμενο της αποσύζευξης (decoupling) και όταν επικρατεί στη γειτονιά μας άπνοια, δηλαδή χαμηλή αιολική παραγωγή, που σημαίνει ότι είμαστε εισαγωγικοί, οι τιμές εκτινάσσονται.
Η παρατεταμένη λειψυδρία
Η μια αιτία που κρατά ψηλά τις τιμές στην περιοχή, άρα και στην Ελλάδα, είναι το γεωπολιτικό. Η δεύτερη, που ίσως αφορά εμάς περισσότερο από τους γείτονες, είναι η λειψυδρία, δηλαδή τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα των αποθεμάτων νερού στους ταμιευτήρες της ΔΕΗ. Βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2017 λόγω των ελάχιστων χιονοπτώσεων τον περυσινό χειμώνα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά λόγω της μίνι ενεργειακής κρίσης του Ιουλίου και της απουσίας εισαγωγών από τα Βαλκάνια χρειάστηκε τα υδροηλεκτρικά να καλύψουν κάποιες ημέρες τις αυξημένες ανάγκες της χώρας.
Σύμφωνα με στοιχεία που αφορούν τον φετινό Σεπτέμβρη, τα υδάτινα αποθέματα στους ταμιευτήρες της ΔEΗ βρίσκονται 28% κάτω από τα αντίστοιχα επίπεδα την ίδια μέρα πέρυσι. Μικρή όμως παραγωγή υδροηλεκτρικών μεταφράζεται σε μεγαλύτερη συμμετοχή του πανάκριβου λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα.
Σήμερα η παραγωγή των λιγνιτικών μονάδων έχει το τρίτο μεγαλύτερο μερίδιο συμμετοχής, πίσω από το φυσικό αέριο και τις ΑΠΕ, με ποσοστό 14,1%, έναντι 3,6% των νερών, που φυλάσσονται ως κόρην οφθαλμού ενόψει μιας ακόμη δύσκολης, από πλευράς ξηρασίας, χρονιάς.
Απνοια
Ένας τρίτος λόγος που η Ελλάδα παραμένει σταθερά στη διακεκαυμένη ζώνη των χονδρεμπορικών αγορών ηλεκτρισμού με τιμές κοντά στα 200άρια αφορά τη χαμηλή αιολική παραγωγή των Βαλκανίων. Τον Αύγουστο ήταν κατά 30% κάτω από τον ίδιο μήνα πέρυσι. Τάση που συνεχίζεται, όπως δείχνει η πολύ χαμηλή και σήμερα συμμετοχή των ΑΠΕ στο μείγμα, με μόνο 26% λόγω της άπνοιας.
Κλειδί στο κεφάλαιο αυτό είναι η Ρουμανία, η χώρα στην περιοχή με το πιο πλούσιο αιολικό δυναμικό και τη μεγαλύτερη εγκατεστημένη ισχύ από ανεμογεννήτριες. Οταν εκεί επικρατεί άπνοια, συνήθως εκτινάσσονται οι τιμές στα ενεργειακά χρηματιστήρια όλων των Βαλκανίων.
«Αποσύζευξη διαρκείας» με Δ. Ευρώπη
Αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους συνεχίζουν να «φλέγονται» οι αγορές ρεύματος των Βαλκανίων. Στην ουσία μιλάμε για μια «αποσύζευξη διαρκείας» των αγορών της Αν. Ευρώπης από εκείνες της Δυτικής, όπου από τη μια μεριά οι τιμές βρίσκονται όλο και πιο συχνά πάνω από τα 200 ευρώ, όταν η άλλη πλευρά, όπως Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, «παίζει» με τιμές 100 με 150 ευρώ.
Σταθεροποιείται σταδιακά μια απόκλιση έως και διπλάσιων ενεργειακών τιμών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους καταναλωτές και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Καθόλου τυχαίο ότι οι βιομηχανικοί σύνδεσμοι Ελλάδας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας απέστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας προς την Κομισιόν -είναι η δεύτερη φορά, αφού είχε προηγηθεί ανάλογη κίνηση τον Ιούλιο-, κάνοντας μάλιστα λόγο για κινήσεις συγκεκριμένων χωρών που μειώνουν τις ροές ηλεκτρικής ενέργειας από την Κεντρική Ευρώπη προς τα Βαλκάνια.