Τα θαλάσσια αιολικά πάρκα, η έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων και η δέσμευση και αποθήκευση CO2 συνθέτουν μια νέα τεράστια υπεράκτια βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων που θα αρχίσει να αναπτύσσεται δυναμικά τα επόμενα χρόνια.
Ο ρόλος της ελληνικής ναυτιλίας με δεκάδες πλοία υποστήριξης σε αυτές τις υπεράκτιες εγκαταστάσεις, μπορεί να είναι κομβικός.
Το ρόλο αυτό ανέδειξε μιλώντας σε εκδήλωση της DNV στο πλαίσιο των φετινών Ποσειδωνίων, ο διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων (ΕΔΕΥΕΠ), Αριστοφάνης Στεφάτος.
Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι
Μόνο για τα πρώτα πιλοτικά offshore αιολικά πάρκα στα ανοικτά της Αλεξανδρούπολης, σταθερής έδρασης και συνολικής ισχύος 600 MW, εκτιμάται ότι θα χρειαστούν 18-25 πλοία διαφορετικών τύπων. Από μεταφοράς προσωπικού (CTV) μέχρι πόντισης καλωδίων (CLV) και εγκατάστασης των βάσεων στο βυθό (FIV).
Ακόμη μεγαλύτερος αριθμός πλοίων θα απαιτηθεί για το πρόγραμμα εγκατάστασης των πλωτών αιολικών πάρκων 85-130 ανεμογεννητριών, συνολικής ισχύος 1.300 MW, που θα αναπτυχθούν σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Τεράστιες θα είναι οι ανάγκες και όταν ξεκινήσει το πρόγραμμα έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων, όπου ανάλογα με τις περιοχές που εν τέλει θα επιλεγούν προς εξερεύνηση θα απαιτηθεί, άγνωστος ακόμη, αριθμός εξειδικευμένων πλοίων. Από σκάφη σεισμικών ερευνών (SV) και γεωτρύπανα (MODU) μέχρι μεγάλες πλωτές μονάδες παραγωγής, αποθήκευσης και εκφόρτωσης φυσικού αερίου, γνωστές ως FPSO (floating production, storage and offloading).
Τελευταίος πυλώνας με εξίσου μεγάλες ευκαιρίες για την ελληνική ναυτιλία είναι η δέσμευση και αποθήκευση CO2. Μια αγορά που με βάση τις εκτιμήσεις θα μπορούσε να ανέλθει σε βάθος χρόνου ακόμη και στα 6 δισ. ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση, θα απαιτηθεί πολύ μεγάλος αριθμός σκαφών και δεκάδες δρομολόγια το χρόνο για τη μεταφορά των παραγόμενων ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα από τσιμεντοβιομηχανίες, μεταλλουργίες και διυλιστήρια προς τους επιλεγέντες χώρους αποθήκευσης, εντός και εκτός Ελλάδας.
Η δυνατότητα αποθήκευσης στον Πρίνο, εφόσον ολοκληρωθούν και οι δύο φάσεις της επένδυσης που υλοποιείται, φτάνει τους 3 εκατομμύρια τόνους CO2. Αυτό μεταφράζεται σε 73 δρομολόγια πλοίων το χρόνο, ικανά να μεταφέρουν όγκους ίσους με 15.000 κυβικά μέτρα υγροποιημένου CO2.
Ωστόσο, όπως σημείωσε ο κ. Στεφάτος, η χωρητικότητα αυτή δεν αρκεί και θα πρέπει να βρεθούν μεγαλύτεροι χώροι για την αποθήκευση των επιπλέον 3 εκατ. τόνων CO2 που παράγουν οι ελληνικές βιομηχανίες. Λύση σε αυτό θα μπορούσε να δοθεί από περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, εφόσον η ΕΕ εγκρίνει την εξαγωγή διοξειδίου του άνθρακα σε τρίτες χώρες.
Σε μια τέτοια περίπτωση, υπολογίζεται ότι θα απαιτηθούν περίπου 45 δρομολόγια το χρόνο για τη μεταφορά 22.000 κυβικών μέτρων από την Ελλάδα. Από εκεί και πέρα υπάρχουν και άλλοι δυνητικοί προορισμοί, όπως π.χ. η εγκατάσταση αποθήκευσης CO2 Northern Lights στη Νορβηγία, όπου υπολογίζεται ότι θα απαιτηθούν 14 ταξίδια ετησίως για τη μεταφορά 32.500 κυβικών μέτρων υγροποιημένου CO2.
Κομβικός ρόλος
Καθίσταται προφανές από όλα τα παραπάνω, όπως είπε ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΔΕΥΕΠ, ότι «τα επόμενα χρόνια θα αναπτυχθεί μια μεγάλη ναυτιλιακή, βιομηχανική και υπεράκτια δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο, με απαιτήσεις για ναυπήγηση δεκάδων νέων πλοίων, κάθε τύπου», με τον ίδιο να απευθύνει κάλεσμα στην ελληνική ναυτιλία να διαδραματίσει κομβικό ρόλο σε αυτή τη νέα αγορά.
Κεντρικό επίσης ρόλο σε κάθε έναν από τους παραπάνω τομείς δραστηριότητας, από τα υπεράκτια αιολικά μέχρι τις έρευνες υδρογονανθράκων, καλούνται να παίξουν και οι λιμενικές εγκαταστάσεις. Είναι καθοριστική η ύπαρξη λιμανιών με επαρκή χώρο για τη συναρμολόγηση ανεμογεννητριών, καθώς και για υποστηρικτικές δραστηριότητες στην έρευνα υδρογονανθράκων, με τον κ. Στεφάτο να κάνει ειδική μνεία στον Οργανισμό Λιμένος Πατρών, τον πρώτο της χώρας που πληροί παρόμοιες προδιαγραφές.
Το σκέλος της ναυπήγησης νέων πλοίων έρχεται να προσθέσει έναν καθοριστικό κρίκο στην εφοδιαστική αλυσίδα της υπεράκτιας οικονομικής δραστηριότητας, η οποία αναμένεται να αναπτυχθεί τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, με εμπλοκή πλειάδας κλάδων – από λιμάνια και ναυπηγεία, μέχρι μεταλλουργίες, βιομηχανίες παραγωγής καλωδίων, logistics, κοκ.
Κοινός παρονομαστής είναι αυτή η αλυσίδα αξίας να έχει όσο το δυνατόν περισσότερο ελληνικό χαρακτήρα, να ενεργοποιεί όσο το δυνατόν περισσότερους κλάδους της εγχώριας οικονομίας και να προσφέρει όσο το δυνατόν περισσότερο στη χώρα, στις τοπικές κοινωνίες, στους ανθρώπους.