«Βαρέλι δίχως πάτο» μοιάζει η περιπέτεια της πολύπαθης ΛΑΡΚΟ. Η πώληση του συγκροτήματος βρίσκεται για άλλη μία φορά στον αέρα, μετά τη δεύτερη αναβολή που δόθηκε χθες στη συζήτηση της προσφυγής των Ιρλανδών επενδυτών στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Αυτή τη φορά, αιτία της αναβολής υπήρξε η αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους λόγω του φορολογικού.
Η νέα δικάσιμος ορίστηκε για την Τρίτη 23 Απριλίου 2024, τέσσερις και πλέον μήνες μετά και λίγο πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα του Πάσχα. Κάτι που σημαίνει ότι αν δεν υπάρξει και τρίτη αναβολή, αμφίβολο είναι αν η απόφαση θα ανακοινωθεί πριν από το καλοκαίρι. Και στο μεταξύ, θα τρέχουν τα πρόστιμα που οφείλει να πληρώνει το ελληνικό δημόσιο στην Ε.Ε., καθώς δεν έχει συμμορφωθεί ακόμη με την απόφαση της Κομισιόν να ανακτήσει τις παράνομες κρατικές ενισχύσεις που δόθηκαν στην εταιρεία.
Ενόψει της διαιώνισης της αβεβαιότητας για την τύχη της ΛΑΡΚΟ αναμένεται να δοθεί και νέα παράταση στην Ειδική Διαχείριση της εταιρείας, καθώς λήγει η θητεία της στις 7 Φεβρουαρίου 2024. Σύμφωνα με πληροφορίες του Euro2day.gr, θα συμπεριληφθεί σχετική ρύθμιση με τροπολογία στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Οικονομικών «Οργανωτικές και διαδικαστικές διατάξεις για την ανάπτυξη, παρεμβάσεις για την ενίσχυση της δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης και άλλες επείγουσες διατάξεις», που έχει κατατεθεί στη Βουλή και προβλέπεται να ψηφιστεί την επόμενη εβδομάδα. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η λειτουργία της Ειδικής Διαχείρισης θα πάρει πιθανώς τράτο ως τις 7 Αυγούστου 2024.
Προχθές, Δευτέρα, εξάλλου, σε συνάντηση που είχαν τα σωματεία εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ με τον υφυπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Θάνο Πετραλιά, εξασφάλισαν ότι οι συμβάσεις τους, που λήγουν στα τέλη του μήνα, θα ανανεωθούν ως τις 31 Μαρτίου 2024. Θυμίζουμε ότι το εργοστάσιο δεν λειτουργεί και οι εργαζόμενοι αμείβονται με κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού.
Το μπλοκάρισμα και η οικονομική «αιμορραγία»
Το μπλοκάρισμα στην ολοκλήρωση της πώλησης της ΛΑΡΚΟ προέκυψε μετά την κατάθεση στο ΣτΕ, την προηγούμενη Άνοιξη, της αίτησης ακύρωσης από την Commodity & Mining Insight Ireland Ltd (CMI) κατά των υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ως υπεύθυνων για την απόφαση της Ειδικής Διαχείρισης της ΛΑΡΚΟ, με την οποία ανακηρύχθηκε τον Ιανουάριο φέτος προτιμητέος επενδυτής η κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ-AD Holdings. Αρχικά, ορίστηκε να συζητηθεί στις 10 Οκτωβρίου, αλλά αναβλήθηκε λόγω των αυτοδιοικητικών εκλογών, οπότε πήρε αναβολή για χθες, για να μετατεθεί και πάλι.
Η ΛΑΡΚΟ τελεί από Ειδική Διαχείριση από τον Φεβρουάριο του 2020, ύστερα από απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, λόγω της αδυναμίας της να αποπληρώνει συσσωρευμένα χρέη σε προμηθευτές, ασφαλιστικούς οργανισμούς και πιστωτές. Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε πρόσφατα στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, ως τον Ιανουάριο τα ληξιπρόθεσμα χρέη της εταιρείας ανέρχονταν σε 470 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα 351,2 εκατ. ευρώ οφείλει στη ΔEΗ για την προμήθεια ρεύματος.
Επιπλέον, εξακολουθεί και υφίσταται μία ακόμη «πληγή». Οι κρατικές ενισχύσεις, που πήρε η εταιρεία από το ελληνικό δημόσιο, ύψους 135,8 εκατ. ευρώ, κρίθηκαν το 2014 μη συμβατές από την Κομισιόν, η οποία υποχρέωσε τη χώρα μας να ανακτήσει το ποσό αυτό συν τους νόμιμους τόκους.
Καθώς, όμως, δεν κατέστη δυνατό να γίνει αυτό, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέδωσε δύο καταδικαστικές αποφάσεις κατά της Ελλάδος, μία το 2017 και τη δεύτερη τον Ιανουάριο του 2022. Με την τελευταία επιδικάζει στη χώρα μας, λόγω της μη συμμόρφωσής της, πρόστιμο ύψους 5,5 εκατ. ευρώ και χρηματική ποινή ανά εξάμηνο καθυστέρησης. Το πρόστιμο έχει ήδη καταβληθεί, όπως και η χρηματική ποινή για δύο εξάμηνα ως τώρα και επίκειται και η πληρωμή για το τρίτο εξάμηνο.
Εκτός από τη συγκεκριμένη «αιμορραγία» του δημόσιου κορβανά, που ουσιαστικά αφορά σε «αμαρτίες» της δημόσιας μηχανής για αρκετές δεκαετίες πίσω, η κυβέρνηση από το 2020 υποχρεούται να επιχορηγεί και την Ειδική Διαχείριση, προκειμένου να λειτουργεί το συγκρότημα για να εκπληρωθεί η οδηγία της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (DG Comp), η μεταβίβαση σε ιδιώτη να γίνει εν λειτουργία της εταιρείας. Στα τέσσερα χρόνια (2020-2023) έχουν καταβληθεί στην Ειδική Διαχείριση μέσω του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας συνολικά 94.345.149 ευρώ.
Το ποσό αυτό προβλέπεται να επιστραφεί στο ελληνικό δημόσιο κατά απόλυτη προτεραιότητα και πριν από κάθε ειδικό ή γενικό προνόμιο πιστωτή από τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της ΛΑΡΚΟ, χωρίς να μπορούν να συμψηφιστούν με άλλη οφειλή της προς το δημόσιο. Αυτονόητα, όσο θα λειτουργεί η Ειδική Διαχείριση θα «αιμοδοτείται» από το ΥΠΕΝ.
Οι διαγωνισμοί και το ερώτημα Χατζηδάκη
Όπως είναι γνωστό, για την πώληση της ΛΑΡΚΟ έγιναν δύο διαγωνισμοί, ένας από το ΤΑΙΠΕΔ, για τη μακροχρόνια μίσθωση του εργοστασίου, και ένας από τη Ειδική Διαχείριση, για την πώληση των μεταλλείων του συγκροτήματος.
Στον πρώτο συμμετείχε μόνον η κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ-AD Holdings, που αναδείχθηκε πλειοδότης. Στον δεύτερο συμμετείχε και η CMI, που αρχικά «έκοψε το νήμα», γιατί προσέφερε μεγαλύτερο τίμημα, αλλά στη συνέχεια έγινε δεκτό το αίτημα της κοινοπραξίας να κηρυχθούν έκπτωτοι οι Ιρλανδοί, με το σκεπτικό ότι η εγγυητική που προσκομίσθηκε δεν ήταν από τη CMI αλλά από συνδεδεμένη εταιρεία. Τελικά, αναδεικνύεται πλειοδότης και από τους δύο διαγωνισμούς η κοινοπραξία και ήδη έχει εγκριθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο η υπογραφή της σύμβασης μίσθωσης με το ΤΑΙΠΕΔ. Η συνέχεια είναι γνωστή με την προσφυγή της CMI.
Όπως προκύπτει από το έγγραφο που προσκόμισε στη Βουλή ο κ. Χατζηδάκης, η κυβέρνηση στην παρούσα φάση ζητά από την DG Comp επιβεβαίωση ότι η διαδικασία πώλησης, όπως εφαρμόζεται, συμμορφώνεται με την απόφαση της Κομισιόν (του 2014) για την πώληση και ότι δεν προκύπτουν ζητήματα οικονομικής συνέχειας.
Η Κομισιόν ήθελε εξαρχής, με άλλα λόγια, να διασφαλίσει ότι οι νέοι επενδυτές που θα πάρουν τη ΛΑΡΚΟ δεν θα έχουν καμία μετοχική σχέση με την εταιρεία, ούτε οι ίδιοι αλλά ούτε και συνδεόμενες εταιρείες με αυτούς. Διαφορετικά, θα υπήρχε η λεγόμενη οικονομική συνέχεια, οπότε σε αυτή την περίπτωση οι υπό ανάκτηση κρατικές ενισχύσεις θα πήγαιναν στην τσέπη των νέων επενδυτών και όχι στο ελληνικό δημόσιο που τις διέθεσε.
Το υπουργείο απέστειλε Comfort Letter στην DG Comp, η οποία, όμως, δεν έχει απαντήσει ως τώρα.
Το ερώτημα που προκύπτει, ωστόσο, είναι γιατί η κυβέρνηση ζητά από τις Βρυξέλλες αυτή την επιβεβαίωση, όταν στην αποκλειστική ευθύνη της είναι ο έλεγχος των επενδυτών που προσήλθαν στους διαγωνισμούς, ώστε να αποφευχθεί οποιοδήποτε ενδεχόμενο «οικονομικής συνέχειας» για τη ΛΑΡΚΟ.
Είναι μία τυπική διαδικασία ή υποκρύπτεται κάτι άλλο και λόγω της προσφυγής της CMI; Επ’ αυτών των ερωτημάτων δεν κατέστη δυνατό να πάρει απαντήσεις το Euro2day.gr.