Όταν το 2014 η οικογένεια Σεπετά, ιδιοκτήτες της Ηπειρωτικής Βιομηχανίας Εμφιαλώσεων γνωστής με το brand «Βίκος», αποφάσιζε να εισέλθει στον κλάδο των αναψυκτικών είχε βάλει έναν στόχο. Σε 3-4 χρόνια από τότε, δηλαδή το 2018, το μερίδιό της στην εγχώρια αγορά αναψυκτικών να είναι 10%.
Ο στόχος δεν επετεύχθη, όπως παραδέχθηκε χθες ο επικεφαλής της εταιρείας κ. Πέτρος Σεπετάς. Όμως τώρα οκτώ χρόνια μετά ο Βίκος έχει πλησιάσει αυτό το πρώτο milestone και «πιστεύουμε ότι θα το ξεπεράσουμε» είπε ο κ. Σεπετάς μιλώντας σε εκδήλωση της εταιρείας στα Γιάννενα με αφορμή την ολοκλήρωση μιας ακόμη επένδυσης στο Καλπάκι που είναι και η έδρα της.
Τα αναψυκτικά λοιπόν αποτελούν το νέο «Άγιο Δισκοπότηρο» για την οικογένεια Σεπετά, που είναι κάτοχος και του 25% της ιστορικής βιομηχανίας ΕΨΑ. Η επένδυση στην ΕΨΑ, η οποία χαρακτηρίζεται σήμερα από την οικογένεια ως «παθητική», έγινε πριν την είσοδό της Βίκος στην κατηγορία των αναψυκτικών. Σήμερα και έχοντας επενδύσει αρκετά εκατομμύρια ευρώ στην αυτόνομη ανάπτυξή της στα αναψυκτικά, η οικογένεια Σεπετά δηλώνει ανοικτή σε όλα τα ενδεχόμενα. Είτε για πώληση του μεριδίου της είτε για εξαγορά του 75% της βολιώτικης εταιρείας που σήμερα βρίσκεται στα χέρια της οικογένειας Τσαούτου.
Όμως το βάρος έχει πέσει στην ανάπτυξη του δικού της brand στον χώρο των αναψυκτικών με τη διεύρυνση του χαρτοφυλακίου των προϊόντων της και την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας των εργοστασίων της.
Πρόσφατα ολοκλήρωσε επένδυση 22 εκατ. ευρώ, με την προσθήκη δύο γραμμών παραγωγής για αναψυκτικά σε συσκευασίες από γυαλί -με παραγωγική δυναμικότητα 20.000 φιαλών την ώρα- και από αλουμίνιο -με παραγωγική δυναμικότητα 42.000 φιαλών την ώρα-, όπως είπε ο κ. Κωνσταντίνος Σεπετάς, sales & marketing director της εταιρείας και πρωτότοκος της οικογένειας. Με τις νέες συσκευασίες η εταιρεία θα επιδιώξει να μπει στο κανάλι του HoReCa, δηλαδή στην κρύα αγορά όπου δεν έχει παρουσία και να επεκταθεί εξαγωγικά.
Ποιο είναι όμως το μέχρι στιγμής αποτύπωμά της στον κλάδο των αναψυκτικών και πώς το έχει καταφέρει αυτό κόντρα σε διεθνείς κολοσσούς και εδραιωμένα εγχώρια brand;
Το νερό -αποτελεί το βασικό προϊόν της Βίκος- το δίκτυο διανομής που έχει στήσει, οι μακροχρόνιες και καλές σχέσεις με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ για λογαριασμό των οποίων παράγει και pl, αλλά και οι χαμηλότερες τιμές που πουλά τα προϊόντα της έναντι του ανταγωνισμού, είναι οι βασικοί λόγοι που έχει καταφέρει κάτι για το οποίο κάποιοι παλεύουν χρόνια χωρίς αυτό το αποτέλεσμα, λένε στελέχη της αγοράς που μίλησαν στο Euro2day.gr.
Με βάση όσα παρουσίασε χθες Παρασκευή ο κ. Κωνσταντίνος Σεπετάς, η Βίκος ελέγχει μερίδιο 7,1% στα αναψυκτικά -στο 9μηνο τα προϊόντα της εμφάνισαν ανάπτυξη 10,2% σε αξία όταν το σύνολο της κατηγορίας σημείωσε αύξηση τζίρου 1,4%- καταλαμβάνοντας την 4η θέση. Στην κατηγορία τύπου Cola ελέγχει μερίδιο 6,4% και βρίσκεται στην 3η θέση, καταλαμβάνει την 4η θέση στην κατηγορία πορτοκαλάδα με μερίδιο 9,3%, την 4η στη λεμονάδα με μερίδιο 9,2% και επίσης την τέταρτη θέση στην κατηγορία Pink Grapefruit με μερίδιο 12,3%.
Πέρα από τα αναψυκτικά, το προϊόν από το οποίο η οικογένεια ξεκίνησε την επιχειρηματική της δραστηριότητα, και από το οποίο προέρχεται το 70% του τζίρου της Βίκος, είναι το νερό. Στην κατηγορία ελέγχει μερίδιο 17,1%, ενώ συμπεριλαμβανομένων και των private label προϊόντων μαζί με τον βασικό της ανταγωνιστή το Ζαγόρι ελέγχουν πάνω από το 50% της κατηγορίας του εμφιαλωμένου νερού.
Ποιο όμως είναι το παραγωγικό και οικονομικό αποτύπωμα της εταιρείας που έχει ταμειακά διαθέσιμα 41,788 εκατ. ευρώ;
Η εταιρεία διαθέτει τρία εργοστάσια στην Ήπειρο (νερό, αναψυκτικά και προπλάσματα φιαλών από PET & πώματα), ένα στην Ορεινή Κορίνθια, 32 γραμμές παραγωγής, παραγωγική δυναμικότητα 421.000 φιάλες ην ώρα, δύο logistics centers σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και απασχολεί όπως είπε ο κ. Σεπετάς 449 εργαζόμενους.
Το 2021, σύμφωνα με τον δημοσιευμένο ισολογισμό της απασχολούσε 358 άτομα. Οι πωλήσεις της ανήλθαν πέρυσι στα 86,712 εκατ. ευρώ από 73,687 εκατ. ευρώ το 2020 ενώ εφέτος προσβλέπει σε ανάπτυξη 18-20%, δηλαδή οι πωλήσεις της θα ξεπεράσουν τα 100 εκατ. ευρώ. Σε ότι αφορά την κερδοφορία της αυτή ξεπέρασε πέρυσι στα 14,819 εκατ. ευρώ από 14,013 εκατ. ευρώ.