Μετά και τη σαφή βελτίωση των οικονομικών μεγεθών κατά το τρίτο φετινό τρίμηνο, η διοίκηση της τσιμεντοβιομηχανίας Τιτάν εκφράζει την αισιοδοξία της για περαιτέρω ανοδική πορεία του ομίλου, τόσο κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους όσο και για το 2023, αναγνωρίζοντας ωστόσο το έντονα ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον που επικρατεί.
Ο εισηγμένος όμιλος ανακοίνωσε χθες τα αποτελέσματα εννεαμήνου, σύμφωνα με τα οποία -και με αιχμές του δόρατος τις επιδόσεις σε ΗΠΑ, Ελλάδα και Αίγυπτο- ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε από το 1,262 στο 1,661 δισ. ευρώ, το EBITDA από τα 219,6 στα 234,5 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη από τα 81,9 στα 89,1 εκατ. ευρώ. Η βελτίωση του κύκλου εργασιών προήλθε τόσο από τους ανοδικούς όγκους πωλήσεων όσο και λόγω της αύξησης των τιμών, ενώ συνέβαλε και η υποχώρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου.
Πέραν αυτών, η διοίκηση της Τιτάν, στο πλαίσιο του χθεσινού conference call προς τους αναλυτές -στο οποίο εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής Marcel Cobus- εξέφρασε τη συγκρατημένη αισιοδοξία του για την πορεία των επόμενων 15 μηνών, αναφερόμενη μεταξύ άλλων:
- Στη μέχρι τώρα υποχώρηση του ενεργειακού κόστους, σε σχέση με τα υψηλά που κατέγραψε το φετινό καλοκαίρι.
- Στις επενδύσεις που υλοποιήθηκαν και θα υλοποιηθούν φέτος (ιδίως σε ΗΠΑ και Ελλάδα) αναμένεται να επηρεάσουν πτωτικά το λειτουργικό κόστος του επόμενου έτους, μέσα από την αύξηση της συμμετοχής των εναλλακτικών πηγών καυσίμων και μέσα από την εξοικονόμηση ενέργειας. Πάντως, οι επενδύσεις του 2023 θα είναι χαμηλότερες σε σχέση με τις φετινές.
- Στην ισχυρή διεθνή ζήτηση που εξακολουθεί να παρατηρείται στις περισσότερες αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται ο όμιλος.
- • Στις αυξήσεις των τιμών πώλησης, με τον όμιλο να έχει προχωρήσει σε ανατιμήσεις ήδη μέσα στον Οκτώβριο.
Πέραν αυτών, η διοίκηση του ομίλου εκτίμησε ότι στο εξής θα υποχωρήσει ο καθαρός τραπεζικός δανεισμός έως το τέλος του 2024 (στα 912 εκατ. ευρώ στις 30/9/2022), με την προσθήκη ότι δεν υπάρχουν ανάγκες αποπληρωμής δανείων μέσα στην επόμενη διετία και πως το 80% των υποχρεώσεων αυτών είναι είτε σταθερού επιτοκίου είτε «κλειδωμένου» κόστους μέσα από εργαλεία της προθεσμιακής αγοράς.
Επιπρόσθετα, η διοίκηση αναφέρθηκε στις επιτυχημένες κινήσεις που συνεχίστηκαν κατά το πρώτο φετινό εννεάμηνο, με αποτέλεσμα τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του ομίλου (π.χ. -5,5% στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στο φετινό εννεάμηνο), με την αύξηση του ποσοστού των «πράσινων προϊόντων» και εν γένει τη συμβολή στην αποκλιμάκωση του κόστους παραγωγής και την τόνωση της ανταγωνιστικότητας.