Στην αποκάλυψη ότι έχει επιχειρήσει να εξαγοράσει την Τράπεζα Κύπρου, υποβάλλοντας στο Διοικητικό της Συμβούλιο τρεις προσφορές με την τελευταία στο 1,51 ευρώ ανά μετοχή, η οποία απορρίφθηκε, προχώρησε χθες το αμερικανικό private equity Lone Star.
Με μια λιτή ανακοίνωση, το private equity δημοσιοποίησε το ενδιαφέρον του για την τράπεζα, επιδιώκοντας, σύμφωνα με στελέχη επενδυτικής τραπεζικής, να ανοίξει το παιχνίδι και αφού ενημερωθούν οι μέτοχοι της Τράπεζας Κύπρου να σταθμίσουν την στάση τους.
Όπως είναι γνωστό, η Τράπεζα Κύπρου ελέγχεται από την Bank of Cyprus Holdings PLC, με έδρα την Ιρλανδία. Οι δε μετοχές της Cyprus Holdings τελούν υπό διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Ο συνδυασμός αγγλικού και ιρλανδικού δικαίου φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιλογή της Lone Star να μην απευθυνθεί εξ αρχής στους μετόχους του Συγκροτήματος, αλλά στο Διοικητικό του Συμβούλιο.
Αν το Δ.Σ της Κύπρου έκρινε ως συμφέρουσα την προσφορά της Lone Star, θα άνοιγε ο δρόμος για διενέργεια due diligence. Αντίθετα, αυτό δεν είναι δυνατόν εφόσον υποβάλει προαιρετική δημόσια προσφορά ή έλθει σε απευθείας διαπραγμάτευση με μεγαλομετόχους, για την απόκτηση του ποσοστού τους. Τώρα, μετά τη δημοσιοποίηση του ενδιαφέροντος, οι όποιες εξελίξεις υπάρξουν αναμένεται να «τρέξουν» δημόσια.
Η Lone Star περιλαμβάνεται σε μια ολιγάριθμη λίστα private equity funds που έχουν επενδύσει σε ευρωπαϊκές τράπεζες. Αγόρασε μετά την κρίση της Lehman μικρές γερμανικές τράπεζες από τις οποίες διατηρεί την IKB Deutsche, ενώ ελέγχει και την πορτογαλική Novo Banco. Το, δε, ενδιαφέρον της για τον τραπεζικό κλάδο της Κύπρου μετράει χρόνια καθώς επιχείρησε ανεπιτυχώς το 2018 να αγοράσει την Ελληνική Τράπεζα Κύπρου.
Η απόφαση για την Τράπεζα Κύπρου ελήφθη, όπως όλα δείχνουν, μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις αυστηρές κυρώσεις, που επέβαλε η Δύση στη Ρωσία. Στην αγορά φημολογείται, εδώ και μια διετία, ότι στη Φρανκφούρτη και στις Βρυξέλλες θα αντιμετώπιζαν θετικά ενδεχόμενη έξοδο των ρωσικών κεφαλαίων από την κυπριακή τράπεζα, τα οποία απέκτησαν μετοχικές θέσεις, ως αποτέλεσμα του bail-in καταθέσεων το 2013 και έκτοτε έχουν εγκλωβιστεί λόγω της καθοδικής πορείας της κεφαλαιοποίησής της.
Ο μεγαλύτερος μέτοχος της Τράπεζας Κύπρου είναι η Lamesa Investments Limited με ποσοστό 9,27%. Πρόκειται για εταιρεία συμφερόντων του Ρώσου επιχειρηματία Victor Vekselberg (Renova), ο οποίος ήταν εκ των μεγαλοκαταθετών της Κύπρου το 2013. Θέσεις μικρότερες του 5% κατέχουν και άλλοι Ρώσοι επιχειρηματίες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς συνολικά τα ρωσικά κεφάλαια εκτιμάται ότι κατέχουν περί το 15% με 20% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας. Κάποιοι εκτιμούν ότι το ποσοστό είναι υψηλότερο.
Η πρόθεση της Lone Star να αγοράσει προς 1,51 ευρώ ή και υψηλότερα τις μετοχές της Κύπρου, είναι βέβαιο ότι θα απασχολήσει και hedge funds, που διατηρούν σοβαρές θέσεις στη μετοχή και δείχνουν επίσης εγκλωβισμένα.
Η συγκυρία, υπό το παραπάνω, πρίσμα μοιάζει για το αμερικανικό private equity fund ιδανική. Προς το παρόν, πάντως, το Δ.Σ. της τράπεζας έχει ανάψει κόκκινο φως, θεωρώντας φθηνές τις προσφερόμενες αποτιμήσεις με βάση τα θεμελιώδη στοιχεία της Κύπρου και τις προοπτικές οικονομίας και τράπεζας.
Οι τρεις προσφορές της Lone Star και το σκεπτικό των απορρίψεων
Τον περασμένο Μάϊο το Δ.Σ της Τράπεζας Κύπρου φέρεται να έλαβε την πρώτη έγγραφη προσφορά της Lone Star. Οι Αμερικάνοι πρόσφεραν τίμημα 1,25 ευρώ ανά μετοχή, το οποίο ενείχε premium της τάξης του 25%, έναντι της μεσοσταθμικής τιμής τριμήνου.
Το Δ.Σ της τράπεζας απέρριψε την προσφορά, θεωρώντας χαμηλή με βάση τα θεμελιώδη την αποτίμηση που επιφύλαξε η προσφορά της Lone Star στην τράπεζα. Μερικές ημέρες πριν την απόρριψη ο CEO της Κύπρου, αναθεώρησε ανοδικά το στόχο απόδοσης επί των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (RoTE) για τη χρήση 2023, σημειώνοντας ότι θα ξεπεράσει το 10%.
Την ίδια τύχη είχε και η αναθεωρημένη προσφορά του private equity fund, η οποία φημολογείται ότι ανέβαζε το τίμημα σε 1,38 ευρώ ανά μετοχή. Η τρίτη και τελευταία ως τώρα προσφορά ενείχε τίμημα κατά περίπου 10% υψηλότερο από τη δεύτερη (σ.σ. 1,51 ευρώ ανά μετοχή) και επίσης απορρίφθηκε με το ίδιο σκεπτικό: την υψηλότερη αξία της Κύπρου.
Γιατί η διαρροή ανοίγει το παιχνίδι
Με δεδομένο ότι η διαδικασία των προσφορών διενεργήθηκε, βάσει του ιρλανδικού δικαίου, το Δ.Σ. της Τράπεζας Κύπρου δεν ενημέρωσε τους μετόχους. Προσέλαβε συμβούλους (Goldman Sachs και HSBC) για να κρίνουν το δίκαιο και εύλογο του προσφερόμενου τιμήματος και απέρριψε τις προσφορές, βάσει –και- των παραπάνω γνωμοδοτήσεων.
Ως εκ τούτου, η δημοσιοποίηση από τη Lone Star της προσφοράς της ανοίγει το παιχνίδι. Πρώτον επειδή είναι πιθανόν κάποιοι μέτοχοι, με μεγάλες θέσεις, να θέλουν να αποεπενδύσουν, κάτι που λόγω της περιορισμένης εμπορευσιμότητας δεν είναι εύκολο να διενεργηθεί μέσω του ταμπλό. Υπενθυμίζεται ότι στην ασφαλιστική αγορά έχουν κυκλοφορήσει φήμες περί πιέσεων από μετόχους της Τράπεζας Κύπρου για πώληση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων του Συγκροτήματος, ώστε να δημιουργηθούν πρόσφορες συνθήκες αποεπένδυσης ή έναρξης πολιτικής ανταμοιβής μετόχων.
Δεύτερον επειδή τις εξελίξεις στην Τράπεζα Κύπρου παρακολουθούν με ενδιαφέρον, μετά τη δημοσιοποίηση, εγχώριες τράπεζες, που πιθανώς να εξετάσουν το ενδεχόμενο διεκδίκησης του Συγκροτήματος, αν κρίνουν ότι υπάρχουν πρόσφορες συνθήκες.
Το προφίλ της Τράπεζας Κύπρου
Η Τράπεζα Κύπρου στις 31 Μαρτίου είχε δείκτη συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας 20,3%, CET 1 (phased in) 15,2% και Fully Loaded CET1 14,5%. Διαθέτει, επομένως, υψηλή, σε σχέση με τις εγχώριες τράπεζες, κεφαλαιακή επάρκεια και πλεονάζουσα ρευστότητα ( LDR μόλις 57%) σε επίπεδα Εθνικής. Το υπόλοιπο χορηγήσεων μετά από προβλέψεις ανερχόταν σε 10 δισ. ευρώ και οι καταθέσεις σε 17,7 δισ. ευρώ και το ενεργητικό σε 25,1 δισ. ευρώ.
Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο διαμορφώθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2022 σε 1,32%, έναντι 1,63% το αντίστοιχο περσινό. To cost to income στο 59% (εξαιρουμένης της επίδρασης από τον ειδικό φόρο επί των καταθέσεων και άλλων εισφορών/τελών).
Το NPE ratio (σ.σ. pro forma βάση) διαμορφωνόταν στο 6,5%, ο δείκτης κάλυψης σε 60% και το Cost of Risk πρώτου τριμήνου σε 0,44%. Απόδοση RoTE 6,7% στο Α τρίμηνο έναντι 6,6% κατά το Q421.