«Σε ένα εξαιρετικά ρευστό περιβάλλον, έχουμε κινηθεί πολύ αποτελεσματικά το α' εξάμηνο και έχουμε πετύχει μια πολύ στοχευμένη και προσεκτική ανάπτυξη, που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αγοράς του 2030 και ένα οικονομικό αποτέλεσμα σαφώς υψηλότερο του αντίστοιχου περσινού, με μια πολύ καλή πορεία στις διεθνείς πωλήσεις και ένα πεντάμηνο στην εσωτερική αγορά, βελτιωμένο κατά 7% από πέρυσι».
Αυτά δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Ελινόιλ Γιάννης Αληγιζάκης, στο πλαίσιο της πρόσφατης τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων της εισηγμένης, τονίζοντας παράλληλα τον προβληματισμό του για τη «μεγάλη εικόνα» που διαμορφώνεται στην οικονομία, αλλά και τις σημαντικές διαρθρωτικές κινήσεις της εταιρείας στο πλαίσιο της ενεργειακής μετεξέλιξης.
«Στον τομέα της ηλεκτροκίνησης, σε συνεργασία με τη ΔΕH αναπτύσσουμε ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα σημείων φόρτισης στο δίκτυό μας, όπου με αφετηρία τα νησιά, θα δημιουργήσουμε σταθμούς φόρτισης σε εκατό πρατήρια σε όλη την Ελλάδα. Ξεκινάμε τρεις μεγάλους ενεργειακούς σταθμούς LNG-CNG κοντά σε μεγάλους οδικούς άξονες. Συνεργαζόμαστε με τον ΔΕΣΦΑ για να μελετήσουμε την ανάπτυξή μας στην αγορά του υδρογόνου, ενώ ταυτόχρονα έχουμε ξεκινήσει τις επενδύσεις για τα πρατήρια του μέλλοντος, όπου θα εξυπηρετούνται οι νέες σύγχρονες καταναλωτικές ανάγκες», αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.
Γκρίζα σύννεφα στη μεγάλη εικόνα
Ο κ. Αληγιζάκης δεν έκρυψε τον προβληματισμό του για τη «μεγάλη εικόνα» που διαμορφώνεται στην οικονομία και στη ζήτηση για πετρελαιοειδή, λόγω των πολύ υψηλών τιμών που διαμορφώνονται στα καύσιμα, αλλά και των παρενεργειών που προκαλεί η εξέλιξη αυτή στα οικονομικά των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τον CEO της Ελινόιλ (αλλά και πρόεδρο του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος, ΣΕΕΠΕ), μετά από ένα ισχυρό πρώτο δίμηνο, η ζήτηση στην εγχώρια αγορά ξεκίνησε να αποκλιμακώνεται από τον Ιούνιο και τώρα ελπίζεται ότι η αυξημένη τουριστική κίνηση θα λειτουργήσει υποστηρικτικά.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον κ. Αληγιζάκη:
- Κλείνουμε ένα α' πεντάμηνο, όπου η αγορά, χάρη στην καλή πορεία των τεσσάρων πρώτων μηνών, παρουσίασε αύξηση στις βενζίνες 17,7% και στο πετρέλαιο κίνησης 13,5%. Με τα ποσοστά αυτά, καλύφθηκε το 70% των απωλειών που είχε η αγορά λόγω Covid στις βενζίνες, ενώ στο πετρέλαιο κίνησης υπερκαλύφθηκε η διαφορά με ένα ποσοστό 120%. Όμως, τον Μάιο παρατηρήθηκε μια μικρή επιβράδυνση, η οποία συνεχίσθηκε τον Ιούνιο με πολύ πιο έντονους πτωτικούς ρυθμούς, όπου η αγορά υποχώρησε 9% στις βενζίνες που δείχνουν να αντιμετωπίζουν πρόβλημα ανάπτυξης, ενώ το πετρέλαιο κίνησης κινήθηκε στο +5% με χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης από το προηγούμενο διάστημα.
- Το στοίχημα της αγοράς τους επόμενους μήνες είναι ένα: Κατά πόσο η διαφαινόμενη πτώση της εσωτερικής κατανάλωσης θα υπερκαλυφθεί από μια πολύ καλή τουριστική σεζόν, όπως σήμερα τουλάχιστον δείχνουν τα στοιχεία.
- Στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, οι αντιφατικές ανακοινώσεις της Πολιτείας και η ανακοίνωση των νέων μέτρων που θα ισχύσουν από 1η Ιουλίου έχουν δημιουργήσει ένα πολύ θολό τοπίο, μια μεγάλη σύγχυση στον καταναλωτή, που απαιτεί μεγάλη προσοχή από τις εταιρείες παρόχων, προκειμένου να μην οδηγηθούν εκ νέου σε μεγάλες ζημιές.
Επιπρόσθετα, ο κ. Αληγιζάκης εξέφρασε την εκτίμηση ότι οι τιμές του φυσικού αερίου -και κατ' επέκταση του ηλεκτρικού ρεύματος- και των καυσίμων θα παραμείνουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, τουλάχιστον κατά τους προσεχείς μήνες, σημειώνοντας πως σήμερα έχουμε μπροστά μας τρεις μεγάλους κινδύνους που είναι πιθανό να επηρεάσουν την ελληνική αγορά.
- Διατήρηση πληθωρισμού πάνω από 12%, ποσοστό που κατέγραψε ο πληθωρισμός τον Ιούνιο (ποσοστό υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό του μέσου όρου της Ε.Ε. που ήταν 8,6%).
- Ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον που δεν επιτρέπει σκέψεις για μείωση των τιμών.
- Αύξηση κόστους δανεισμού, με την άνοδο των επιτοκίων από τον Σεπτέμβριο.
«Η μεγάλη εικόνα είναι αυτή και είναι η αιτία που σήμερα ο καταναλωτής πληρώνει τόσο ακριβά βενζίνη και diesel, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπου έχει τόσο υψηλή φορολογία στα καύσιμα. Αυτό δεν θα αλλάξει το επόμενο διάστημα και οι όποιες επιδοτήσεις, οι οποίες ανάλογα και με τον δημοσιονομικό χώρο που υπάρχει σήμερα, είναι σαφώς σημαντικές, απλώς θα περιορίσουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό το πρόβλημα των νοικοκυριών, που θα εξακολουθήσει να υπάρχει», κατέληξε ο κ. Αληγιζάκης.