Για τις αμερικανικές, κυρίως, εταιρείες, η συγκριτική διαφήμιση αποτελεί δεύτερη φύση του marketing που χρησιμοποιούν στον πόλεμο έναντι των ανταγωνιστών τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο διαφημιστικός πόλεμος μεταξύ των Coca Cοla και Pepsi, ο οποίος μνημονεύεται και στους στίχους του τραγουδιού του Billy Joel "We Didn't Start the Fire".
Στην Ελλάδα πάλι, η συγκριτική διαφήμιση επιπέδου Coca Cola και Pepsi δεν είναι κάτι σύνηθες. Αντιθέτως μέχρι και πριν από λίγες ημέρες ήταν μια άγνωστη επί της ουσίας διαφημιστική πρακτική. Όχι πλέον. Η απόφαση της Lidl να προχωρήσει σε συγκριτική διαφήμιση όχι έναντι των ανταγωνιστών της αλλά έναντι των ίδιων των προμηθευτών της έχει προκαλέσει την έντονη δυσαρέσκεια των τελευταίων.
Προμηθευτές αλλά και νομικοί που μίλησαν στο Euro2day.gr κάνουν λόγο για αθέμιτη απόσπαση πελατείας και αθέμιτη συγκριτική διαφήμιση προϊόντων, ενώ επιφυλάσσονται, κάποιοι εξ αυτών, ακόμη και για προσφυγή τους στα αρμόδια όργανα.
Πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών έχει σταθεί η προωθητική ενέργεια «Δική σου η επιλογή», που «τρέχει» η αλυσίδα Lidl το τελευταίο διάστημα. Μέσω της συγκεκριμένης ενέργειας, η αλυσίδα συγκρίνει δύο προϊόντα που πωλεί μέσω του δικτύου της. Το ένα είναι επώνυμο προϊόν γνωστό στους καταναλωτές και το άλλο το προϊόν ιδιωτικής ετικέτας, δηλαδή το δικό της, που διαθέτει μέσω των καταστημάτων της.
Στο διαφημιστικό, τα δύο προϊόντα έχουν τοποθετηθεί δίπλα δίπλα, για να υπάρχει η έννοια της σύγκρισης αλλά και ταύτισης όπως υποστηρίζουν νομικοί κύκλοι, για να πριμοδοτηθεί το ανώνυμο προϊόν όπως λένε. Σύμφωνα με τους ίδιους, η Lidl μέσω αυτή της ενέργειας, το βάρος της οποίας έχει πέσει στη σύγκριση της τιμής, προσπαθεί να ταυτίσει πλήρως στα μάτια του καταναλωτή τα δύο προϊόντα, προκειμένου η μόνη διαφορά να είναι η τιμή, που σε κάποια προϊόντα φθάνει το 50%.
Σύμφωνα με γνώστες της αγοράς, η αλυσίδα επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τη στροφή των καταναλωτών στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, επιστρέφοντας η ίδια στο βασικό της dna αυτού του hard discounter. Με βάση την έρευνα International Private Label Yearbook, οι Έλληνες βρίσκονται στη 14η θέση μεταξύ 18 κρατών στην αγορά προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Στην Ελλάδα το μερίδιο των PL είναι 29,4% σε όγκο και σε 21,4% σε αξία. Μερίδιο αρκετά χαμηλότερο από τους πρωταθλητές στην κατανάλωση των PL αλλά και από το μερίδιο που απολαμβάνουν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας στον Ευρωπαϊκό Νότο. Στην Ισπανία, το μερίδιο των PL είναι 49,9% σε όγκο και 41,6% σε αξία, στην Πορτογαλία 49,6% σε όγκο και 36,3% σε αξία και στην Ιταλία 33,2% σε όγκο και 26% σε αξία.