Μετά τις ηχηρές εξαγορές που έλαβαν χώρα μέσα στο 2021 στον ασφαλιστικό κλάδο (η AXA πέρασε στην Generali, η MetLife στην NN Hellas και όπως φαίνεται, η Εθνική Ασφαλιστική μέσα στο πρώτο μισό του 2022 θα αποκτηθεί από τη CVC), έντονες είναι οι προσδοκίες ότι σημαντικές εξελίξεις θα υπάρξουν και φέτος στο ίδιο μέτωπο.
Οι λόγοι που δικαιολογούν την τόσο έντονη κινητικότητα είναι κυρίως δύο: Πρώτον, το γεγονός ότι η εκδήλωση της πανδημίας σε συνδυασμό με το περιβάλλον των αρνητικών-μηδενικών επιτοκίων έχει προκαλέσει πιέσεις σε αρκετούς πολυεθνικούς ομίλους, που είναι τώρα αναγκασμένοι να επανεξετάσουν τη γεωγραφική τους παρουσία. Και δεύτερον, το ότι το ολοένα και πιο απαιτητικό-«γραφειοκρατικό» εποπτικό πλαίσιο δυσκολεύει τη λειτουργία και την αποδοτικότητα των μικρότερων εταιρειών του κλάδου.
Ειδικότερα για τις μικρές εταιρείες, εκτιμάται ότι κατά τα τελευταία χρόνια απέφυγαν τα deals, βασιζόμενες στα μεγάλα επενδυτικά κέρδη που αποκόμισαν από την αγορά ομολόγων, ή και από τα περιορισμένα τροχαία ατυχήματα στον κλάδο οχημάτων, είτε λόγω της κρίσης είτε εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι ευνοϊκοί αυτοί παράγοντες ωστόσο θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να συνεχιστούν και στο μέλλον.
Σε ό,τι αφορά τα «μεγάλα ψάρια», η φημολογία έφερε την Allianz να ενδιαφέρθηκε πέρυσι για την εξαγορά πολυεθνικής ασφαλιστικής εταιρείας που δραστηριοποιείται ενεργά και κερδοφόρα στη χώρα μας, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχει προκύψει κάποιο απτό αποτέλεσμα. Επίσης, η Interamerican φέρεται να είχε ξεκινήσει κάποιες επαφές για να εξαγοράσει ελληνική εταιρεία του κλάδου, οι οποίες ωστόσο μέχρι τώρα δεν έχουν προχωρήσει.
Επιπρόσθετα, η αγορά πιθανολογεί την πώληση της Ευρωπαϊκής Πίστης μέσα στο 2022, με τους σχετικούς ψιθύρους να έχουν ενταθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα, λόγω της μεγάλης ανόδου που έχει σημειώσει η τιμή της μετοχής της στο Χρηματιστήριο της Αθήνας (από τις 20 Δεκεμβρίου του 2021, έχει κερδίσει περίπου ένα ευρώ, με άλλους να αποδίδουν την άνοδο σε διαφαινόμενο deal και άλλους να υποστηρίζουν πως, απλά, η μετοχή είχε μείνει πίσω).
Σύμφωνα με έγκυρους παράγοντες της αγοράς, κανείς δεν θα εκπλαγεί αν τελικά ο βασικότερος μέτοχος της Ευρωπαϊκής Πίστης Χρήστος Γεωργακόπουλος -είτε φέτος είτε αργότερα- προχωρήσει στην πώληση του ποσοστού του σε μια εταιρεία που ο ίδιος ξεκίνησε από το μηδέν και συνέβαλε τα μέγιστα επί σειρά δεκαετιών, έτσι ώστε σήμερα να συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες και υγιέστερες της ελληνικής αγοράς.
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, δεν φαίνεται να υπάρχει σήμερα κάποια απτή εξέλιξη στο συγκεκριμένο μέτωπο και ούτε ο κ. Γεωργακόπουλος έχει κάποιο λόγο να βιάζεται, με δεδομένο ότι η Ευρωπαϊκή Πίστη είναι κερδοφόρος, χρηματοοικονομικά υγιής και αναπτυσσόμενη (αύξηση παραγωγής 5,1% το 2021 και στόχος για +4,5% φέτος).
Κανείς επίσης δεν μπορεί να παραβλέψει και τη συμμετοχή της EBRD με 15% στο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Πίστης και το ενδεχόμενο να ρευστοποιήσει και αυτή τη συμμετοχή της. Η EBRD είχε εισέλθει το 2016 στην ελληνική ασφαλιστική εταιρεία, διευκολύνοντας την Τράπεζα Πειραιώς να αποεπενδύσει από την Ευρωπαϊκή Πίστη της οποίας κατείχε το 30%, προκειμένου να ενισχύσει τους εποπτικούς της δείκτες.
Για το συγκεκριμένο deal, στην Tράπεζα Πειραιώς μάλλον θα πρέπει να χτυπούν ακόμη το κεφάλι τους στον τοίχο, σε αντίθεση με την EBRD που αγόρασε περίπου στο 1,5 ευρώ τη μετοχή, όταν η τρέχουσα τιμή του τίτλου υπερβαίνει σήμερα τα 5,5 ευρώ και όταν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έχει εισπράξει παχυλά μερίσματα.
Επίσης, το γεγονός ότι προ διετίας η Υδρόγειος Ασφαλιστική είχε δεχτεί πρόταση εξαγοράς από ελβετικό όμιλο έχει εντάξει την εταιρεία στο κάδρο εκείνων που ενδεχομένως θα μπορούσαν να πωληθούν μέσα στο 2022. Από την άλλη πλευρά όμως, κύκλοι της αγοράς εκτιμούν πως οι ιδιοκτήτες της Υδρόγειος ακόμη και αν είναι διατεθειμένοι να πουλήσουν -λόγω των οικονομικών της επιδόσεων και των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων- δεν έχουν κανένα λόγο ούτε να βιάζονται ούτε να συμβιβαστούν με χαμηλά τιμήματα.
Γενικότερα, από τη μια πλευρά, θα μπορούσαν να υπάρξουν ελληνικές εταιρείες που θα συζητούσαν την πώλησή τους, ωστόσο στις πλείστες των περιπτώσεων δεν φαίνονται διατεθειμένες να «ξεπουληθούν», με δεδομένο ότι διαθέτουν ισχυρούς εποπτικούς δείκτες και αρκετά ικανοποιητική κερδοφορία. Το αντίθετο μάλιστα φαίνεται να συμβαίνει, με παράγοντες της αγοράς να υποστηρίζουν ότι πολλές φορές τα τιμήματα που ζητούνται είναι εξωπραγματικά υψηλά.