Η πανδημία επηρεάζει τον κλάδο χαρτιού και κατά συνέπεια τις πωλήσεις της ΜΕΛ (Μακεδονική Εταιρεία άρτου), εταιρείας που ιδρύθηκε το 1964 στην Πάτρα από τον Γεώργιο Λαδόπουλο, για να μεταφερθεί στη συνέχεια στη Βόρεια Ελλάδα και να περάσει από το 2012 στον τουρκικό όμιλο ΡΑΚ Group B.V., που είναι πλέον και ο μοναδικός της μέτοχος.
Η εταιρεία, που είναι η μεγαλύτερη στον κλάδο παραγωγής ανακυκλωμένου χαρτονιού στην Ελλάδα και στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, εμφάνισε πτώση πωλήσεων περίπου 2,5% το 2020 συγκριτικά με το 2019 ακολουθώντας την πτωτική πορεία της αγοράς. Επιπλέον, όπως σημειώνει η διοίκηση στην οικονομική έκθεση για τις οικονομικές καταστάσεις 2020, με τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας προκλήθηκε αύξηση των τιμών αγοράς του ανακυκλωμένου χαρτιού λόγω της έλλειψης που υπήρχε στην αγορά από την μείωση της κατανάλωσης. Η εταιρεία απορρόφησε το κόστος αυτό το 2020 ωστόσο καθώς η τάση εξελίσσεται και εντός του 2021, με τις τιμές του ανακυκλωμένου χαρτιού να παραμένουν υψηλές, έχει αποφασίσει να προβεί σε αυξήσεις στις τιμές πώλησης των προϊόντων της.
Ειδικότερα, οι καθαρές πωλήσεις της ΜΕΛ ανήλθαν σε 55,9 εκατ. ευρώ έναντι 57,3 εκατ. ευρώ στην προηγούμενη χρήση μειωμένες κατά 2,4% λόγω της μείωσης της μέσης τιμής πώλησης από 503,74 ευρώ/τόνο σε 497,70 ευρώ/τόνο, ή 1,2%. Τα αποτελέσματα προ φόρων είναι ζημιογόνα και ανήλθαν σε 1,16 εκατ. ευρώ έναντι κερδών προ φόρων 60 χιλ. ευρώ στην προηγούμενη χρήση ενώ οι ζημιές μετά φόρων είναι 1,25 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 898 χιλ. ευρώ της προηγούμενης χρήσης. Τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) ήταν 3,25 εκατ. ευρώ έναντι 4,5 εκατ. ευρώ.
Η εταιρεία έχει λάβει επιπρόσθετα μέτρα για τη διατήρηση του αναγκαίου επιπέδου ρευστότητας, εκμεταλλευόμενη όλων των διαθέσιμων οικονομικών μέτρων, ενώ διαθέτει ικανοποιητική χρηματοοικονομική θέση ώστε να ανταπεξέλθει στην ληκτότητα των υποχρεώσεών της, λαμβάνοντας υπόψη και τη στήριξη της μητρικής εταιρείας εάν χρειαστεί.
Παρά το γεγονός ότι το κυκλοφορούν ενεργητικό υπολείπεται των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων κατά 5,7 εκατ. ευρώ την 31.12.2020, εντούτοις η διοίκηση θεωρεί ότι δεν υφίσταται ουσιαστικό θέμα συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας διότι το μεγαλύτερο μέρος των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων συνίσταται από βραχυπρόθεσμα δάνεια τα οποία ανανεώνονται συνεχώς και επιπλέον στις υποχρεώσεις υπάρχουν και υποχρεώσεις σε συνδεδεμένα μέρη ύψους 1,3 εκατ. ευρώ οι οποίες μπορούν να αποπληρωθούν ανάλογα με τη ρευστότητα της εταιρείας.
Οι επενδύσεις
Σημειώνεται ότι στην περίοδο 2017-2020 έλαβαν χώρα σημαντικές επενδύσεις για την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας του εργοστασίου και τη μείωση του λειτουργικού κόστους. Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του επενδυτικού σχεδίου της εταιρείας βρίσκεται σε εξέλιξη η δεύτερη που αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το 2023 και θα καλυφθεί με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και με μακροπρόθεσμο δανεισμό.
Οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις θα υπαχθούν στα πλαίσια επενδυτικών νόμων γεγονός που θα αποφέρει ωφέλεια στις ταμειακές ροές. Εξάλλου στο πλαίσιο του Ν. 4399/2016 έχουν ήδη υπαχθεί επενδυτικά έργα ύψους 13,1 εκατ. ευρώ περίπου, ενώ αναμένεται και η έγκριση άλλων επενδυτικών έργων 4 εκατ. ευρώ περίπου.
Επιπλέον σημειώνεται ότι η εταιρεία έχει στην κατοχή της επενδυτικά ακίνητα συνολικής αξίας άνω των 5,7 εκατ. ευρώ, που αναμένει να πωληθούν μέχρι το 2022 ενισχύοντας σημαντικά τη χρηματοοικονομική θέση και τη ρευστότητά της.